Η εδραίωση της νέας ονομασίας
Όσο κατακάθεται η σκόνη του καλύτερου νέου των τελευταίων ετών στα Βαλκάνια, της Συμφωνίας των Πρεσπών, αναδεικνύεται το ότι η νέα συνταγματική ονομασία του κράτους δείχνει πραγματικά να επιβάλλεται έναντι όλων.
Στο εσωτερικό της Βόρειας Μακεδονίας η κυβέρνηση κάνει έντιμα βήματα στην κατεύθυνση της προσαρμογής στο νέο όνομα (έναντι άλλου παραδείγματος, περίπου εκατόν πενήντα κρατικοί οργανισμοί άλλαξαν ήδη την ονομασία τους), τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον το «Βόρεια», ενώ, ως και οι πιλότοι, όταν αναγγέλλουν την πτήση τους στους επιβάτες, λένε «Βόρεια Μακεδονία» και όχι «Μακεδονία».
Φυσικά, υπάρχουν ακόμη πάσης φύσεως άλλοι «πιλότοι» –παραβολικά μιλάω– που χρησιμοποιούν το παλιό όνομα ή άλλοι που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Σκόπια», αλλά πλέον φαίνεται επαρκώς ότι η νέα σύνθετη ονομασία έχει μια δυναμική η οποία σε λίγο καιρό θα την κάνει να εδραιωθεί.
Για να μην παρεξηγούμαστε: η δυναμική αυτή θα πάρει χρόνο να αφήσει το αποτύπωμά της. Δεν είναι και απλό ένα κράτος να πατάει «control+alt+delete» στον εγκέφαλό του και να αλλάζει όνομα σε όλη τη διοικητική πρακτική του. Ωστόσο, προς την κατεύθυνση αυτή κινούμαστε σήμερα.
Αυτά είναι τα καλά νέα μετά την τομή των Πρεσπών. Τα αναμενόμενα δυσάρεστα νέα είναι οι αντιδράσεις που υπάρχουν ένθεν κακείθεν των συνόρων από τις πλευρές που θεωρούν τη Συμφωνία «επαίσχυντη» και «προδοτική», οι οποίες μαρτυρούν ότι θα χρειαστεί πολιτική βούληση –και μάλιστα ως και δυσάρεστα ισχυρή– προκειμένου τα δύο κράτη να τιμήσουν την υπογραφή τους¹.
Ωστόσο, θεωρώ τα παραπάνω εντός προγράμματος και λίγο ως πολύ διαχειρίσιμα. Το μόνο σημείο το οποίο μπορεί δυνητικά να αποκτήσει μια νοσηρή δυναμική στη μετα-Πρεσπών εποχή είναι η συζήτηση περί μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να μιλάνε τη γλώσσα τους και να τη διδάσκονται σε ιδιωτικούς χώρους, αν θέλουν. Όχι ως μειονοτικοί. Ως άνθρωποι. Έχουν δικαίωμα να φτιάχνουν τα σωματεία τους, να εκφράζουν εν γένει ελεύθερα την προσωπικότητα και την ταυτότητά τους, γλωσσική, εθνοτική ή όποια άλλη. Όχι ως μειονοτικοί. Ως πολίτες, όπως όλοι.
Το μακεδονικό φάντασμα
Είμαι της άποψης, την οποία έχουμε σχετικά εκτενώς τεκμηριώσει με τον Κωστή Καρπόζηλο στο «10+1 Ερωτήσεις & Απαντήσεις για το Μακεδονικό» (εκδόσεις Πόλις, 2018), ότι σε έναν μεγάλο βαθμό η ελληνική αδιαλλαξία περί του ονόματος από το 1991 είναι προϊόν της ιστορικής άρνησης του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει μακεδονική ταυτότητα στο εσωτερικό του, μια ταυτότητα που έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να την αφομοιώσει με όλους τους τρόπους, της βίας συμπεριλαμβανομένης.
Εκεί που ο στόχος είχε σχεδόν επιτευχθεί, η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» το 1991 έθεσε εκποδών το όλο αφήγημα, καθώς το «ανύπαρκτο» έγινε όνομα κράτους και δημιούργησε την παράκρουση που ακολούθησε.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε γράψει πως «αυτό που με απασχόλησε από την αρχή δεν ήταν το όνομα του κράτους αυτού, [αλλά]... να μη δημιουργηθεί ένα δεύτερο μειονοτικό πρόβλημα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας». (πρόλογος στο Θ. Σκυλακάκης, «Στο όνομα της Μακεδονίας», Αθήνα, 1995).
Το φάντασμα ενός ανομολόγητου ζητήματος πλανάται πάνω από την ελληνική πολιτική για το Μακεδονικό. Εξ αντικειμένου την καθορίζει, αλλά αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί. Οξύνει τα ήδη ερεθισμένα αντανακλαστικά από την επώδυνη ιστορία του 20ού αιώνα, αλλά ούτε αυτό μπορεί να εκφραστεί δεόντως...
Εξάλλου «στην Ελλάδα υπάρχει μόνο μία μειονότητα», οπότε θα ήταν εκτός γραμμής η ελληνική πολιτεία να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους, αναγνωρίζοντας ρητά τα αίτια του φόβου της...
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο η πολιτική μας να καθορίζεται από μια αντίδραση απέναντι σε έναν αλυτρωτισμό του οποίου δεν αναγνωρίζουμε το υποκείμενο.
Κακά τα ψέματα: για να υπάρχει αλυτρωτισμός, δηλαδή ιδεολογία αλλαγής συνόρων με στόχο τη συμπερίληψη των αλύτρωτων ομοεθνών, αν μη τι άλλο πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι πληθυσμοί, οι οποίοι να ασπάζονται αυτού του είδους τις αντιλήψεις.
Και φτάνουμε στο «διά ταύτα»: μήπως, τελικά, υπάρχει τέτοιος πληθυσμός και εν τέλει όλη η συζήτηση που ξεκίνησε με τη Συμφωνία των Πρεσπών δικαιώνει τη μέριμνα εκείνων που φοβούνται την αλυτρωτική του κινητοποίηση;
Απαντώ χωρίς περιστροφές πως όχι. Δεν υπάρχει πληθυσμός στη Βόρεια Ελλάδα που να διάκειται αρνητικά απέναντι στο ανήκειν του στην ελληνική επικράτεια. Όταν κάποτε υπήρχε, το ελληνικό κράτος έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να τον αδρανοποιήσει και το πέτυχε.
Δεύτερο ερώτημα, από την άλλη πλευρά των συνόρων: υπάρχει στη Βόρεια Μακεδονία πληθυσμός που να θέλει αλλαγή συνόρων με την Ελλάδα με το πρόσχημα της προστασίας της μειονότητας;
Η απάντηση είναι περίπου η ίδια: ακόμη κι αν κάποτε υπήρχε, πλέον το πάλαι ποτέ ισχυρό αλυτρωτικό λόμπι, του οποίου σημαντικό τμήμα αποτελούσαν και κάποιοι από τους λεγόμενους Αιγαιάτες Μακεδόνες, δηλαδή πρόσφυγες από την ελληνική Μακεδονία, έχει πολιτικά εξασθενήσει.
Οι καθαυτό πρόσφυγες, άλλωστε, δεν είναι εν ζωή και λόγοι στοιχειώδους πολιτικού ρεαλισμού και επιβίωσης δεν μπορούν να αφήσουν τέτοιες ιδέες να αναπτυχθούν όπως παλιότερα, πόσο μάλιστα όταν οι γείτονες εύλογα αναγνωρίζουν ως κυρίαρχη απειλή τον αλβανικό αποσχιστικό εθνικισμό, εγχώριο και μη. Τα έθνη, μεγαλώνοντας, ωριμάζουν λίγο.
Τέλος, η ίδια η Συμφωνία των Πρεσπών (άρθρο 5 και 6) προβλέπει εκτενώς πως καμία χώρα δεν μπορεί να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της άλλης ή να ανέχεται δραστηριότητες που «υποδαυλίζουν τον σοβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό εναντίον του άλλου μέρους».
Κοινώς, το διαβόητο ζήτημα της ονομασίας λύνεται με τρόπο που περιλαμβάνει ρητά την παραίτηση της Βόρειας Μακεδονίας από οποιαδήποτε συζήτηση που αφορά μειονότητα στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι το μείζον.
Δικαιώματα καθενός
Τα ζητήματα των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών δεν είναι ζητήματα διμερών σχέσεων αλλά εσωτερικά θέματα και διεθνή στον βαθμό που υπάγονται στη δικαιοδοσία υπερεθνικών οργάνων.
Και ευτυχώς. Από την άλλη, είναι δεδομένο για όποιον έχει γνώση του φορτίου του θέματος πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να αναγνωρίσει μειονότητα στην περιοχή. Ανεξαρτήτως αυτού, ωστόσο, δεν μπορεί να ακολουθεί πολιτικές διακρίσεων, όπως έκανε το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να μιλάνε τη γλώσσα τους και να τη διδάσκονται σε ιδιωτικούς χώρους, αν θέλουν. Όχι ως μειονοτικοί. Ως άνθρωποι.
Έχουν δικαίωμα να φτιάχνουν τα σωματεία τους, να εκφράζουν εν γένει ελεύθερα την προσωπικότητα και την ταυτότητά τους, γλωσσική, εθνοτική ή όποια άλλη. Όχι ως μειονοτικοί. Ως πολίτες, όπως όλοι.
Τα παραπάνω δεν είναι μειονοτικά δικαιώματα. Είναι ελευθερίες καθενός. Αυτό δεν το λέει μόνο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει πολλάκις καταδικάσει τη χώρα μας για παραβίαση τέτοιων δικαιωμάτων, ειδικά στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Το υπαγορεύει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας μας και οποιαδήποτε εκδοχή κράτους δικαίου επιθυμούμε για την πολιτεία μας.
Ας είμαστε, λοιπόν, σαφείς: η Συμφωνία των Πρεσπών δεν κάνει τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Για την ακρίβεια, μάλλον κάτι κάνει: αφήνει έξω από τη συζήτηση περί μειονότητας τη Βόρεια Μακεδονία κι αυτό είναι θετικό.
Κατά τα λοιπά, συζητήσεις και αναφορές στο διεθνή Τύπο που αμφισβητούν τις οικείες, «εθνικά ορθές» δοξασίες σχετικά με το Μακεδονικό θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όπως άλλωστε υπήρχαν μέχρι σήμερα. Οι φωνασκούσες υστερικές αντιδράσεις μάλλον ενοχικά σύνδρομα δείχνουν.
Η χώρα μπορεί να βαδίσει ήσυχα στον δρόμο μετά τις Πρέσπες. Η Συμφωνία είναι μια τομή όχι μόνο διότι βρίσκει μια ειρηνική λύση σε μια διμερή διένεξη ταυτοτικού χαρακτήρα αλλά διότι το καταφέρνει καταπραΰνοντας τα πάθη του παρελθόντος και όχι ξύνοντας τις πληγές του.
Το άρθρο 7, παρ. 1 της Συμφωνίας που προβλέπει ότι τα «μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους "Μακεδονία" και "Μακεδόνας" αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά" είναι, κατά την άποψή μου, μια διάταξη που θα διδάσκεται στο μέλλον ως μια έξοχη στιγμή του διεθνούς δικαίου της εποχής μας.
Η πραγματική πρόκληση
Το μετα-Πρεσπών τοπίο δεν περιλαμβάνει γεωπολιτικές απειλές ή μειονοτικές προκλήσεις εντός ή εκτός συνόρων. Περιλαμβάνει, όμως, μιαν άλλη επιτελική πρόκληση: την ιδεολογική και πολιτική μάχη που διαρκώς θα πρέπει να δίνεται απέναντι στην άκρα δεξιά, η οποία βρήκε στο Μακεδονικό το όχημα της ηθικής της αναβάπτισης και πολιτικής επανανομιμοποίησής της μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Το αποτέλεσμα ήταν ο περί Μακεδονικού λόγος της να γίνει πολιτικό mainstream της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ από το ʼ90 ως και σήμερα. Το δώρο που με τόση αφροσύνη τής προσφέρθηκε από το 1991 και ύστερα από το ελληνικό κατεστημένο, η άκρα δεξιά θα ήταν χαζή αν δεν το άρπαζε. Και τώρα το κρατάει ως κόρη οφθαλμού, έχοντας αιχμαλωτίσει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης.
Είδαμε π.χ. ότι μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και ως τις αρχές του 2019 η μισαλλοδοξία, μεταμφιεσμένη σε πατριωτισμό, αφέθηκε χωρίς αντίπαλο στο πεδίο των ιδεών. Και μετά, όταν ξεκίνησε η συζήτηση για την επικύρωση, ήταν αργά για να καλυφθούν ο χαμένος χρόνος και χώρος που αφέθηκαν.
Αν θέλουμε να έχουμε επίγνωση του επίδικου, προς τα εκεί πρέπει να στραφούμε.
—————————
1. Ειδάλλως, ο εκάστοτε Τζιτζικώστας θα κάνει εκ του ασφαλούς επίδειξη της εθνικιστικής του ρώμης στις πλάτες της ειρήνης και του γενικού συμφέροντος μιας ολόκληρης πολιτείας.
Να θυμίσω επ' αυτών ότι οι ποινικοί κώδικες όλου του κόσμου, και ο ελληνικός, προβλέπουν ολόκληρη κατηγορία εγκλημάτων «κατά ξένων κρατών» ή των συμβόλων τους και εν γένει η διασπορά ειδήσεων ή αναληθών φημών που θέτουν σε κίνδυνο τις διεθνείς σχέσεις μιας χώρας δεν είναι καλοδεχούμενες στην έννομη τάξη.
Το λέω αυτό διότι η απόφαση ότι «εγώ δεν αλλάζω τις πινακίδες της περιφέρειάς μου κι ας λέει ό,τι θέλει η Συμφωνία των Πρεσπών» δεν είναι μόνο πολιτικά προβληματική αλλά και νομικά επιλήψιμη. Παρεμπιπτόντως, η μετονομασία της ιστοσελίδας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας σε very macedonia δεν είναι τίποτε από αυτά: είναι απλώς γελοία.
Info
O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
σχόλια