Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΜΑΚΡΟΝ αλλά και σχεδόν σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας στη Γαλλία μετά τη δολοφονία του Σαμουέλ Πατί υπήρξε σφοδρή. Ο αποτρόπαιος αποκεφαλισμός του καθηγητή που δίδασκε στο σχολείο την ελευθερία του λόγου αποτέλεσε την αφορμή κήρυξης ενός συμβολικού πολέμου εναντίον του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Η ανάρτηση των σκίτσων του «Charlie Hebdo» σε γαλλικά κυβερνητικά κτίρια κορυφώνει μια σειρά κρατικών εκδηλώσεων που δηλώνουν πως δεν θα ανεχτούν άλλο τον θρησκευτικό φανατισμό που καταπολεμά την ελευθερία της έκφρασης. Το γαλλικό κράτος, εκτός από ανεξίθρησκο, γίνεται συνειδητά βλάσφημο, ταυτιζόμενο με τις γελοιογραφίες του περιοδικού, δείχνοντας τα όρια που πρέπει κανείς να δεχτεί αν θέλει να αποτελεί μέρος της γαλλικής κοινωνίας. Γιατί η βλασφημία είναι υλικό συγκρότησης μιας σύγχρονης, πλουραλιστικής, αλλά ταυτόχρονα «σκληρά» αδιαπραγμάτευτης ταυτότητας.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η νεωτερική εποχή έρχεται ως συνέχεια της αμφισβήτησης οποιασδήποτε ιερής αλήθειας, ακριβώς ως αποτέλεσμα της βαρβαρότητας που επέφερε στην Ευρώπη η χρόνια αντιπαράθεση γύρω από θρησκευτικές διαφορές. Ο σύγχρονος κόσμος στη Δύση δεν εξοβελίζει την πίστη αλλά την κάνει ένα ακόμη δικαίωμα, γι' αυτό και ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει, αν θέλει. Η σάτιρα, η κοροϊδία, η παραχάραξη των ιερών συμβόλων κάθε κοινωνικής ομάδας διασφαλίζει ότι η ιερότητα και η πίστη διατηρούν «επίγεια» χαρακτηριστικά και ότι δεν ανάγονται σε μοναδικές και αδιαπραγμάτευτες πηγές νοήματος της κοινωνικής ζωής. Εάν η Γαλλία ‒και η Ευρώπη γενικότερα‒ προσδιορίζεται από ένα βασικό χαρακτηριστικό από τον Διαφωτισμό και ύστερα, αυτό είναι η εκκοσμίκευση της θρησκείας, δηλαδή η προσγείωση της θρησκευτικής πίστης στα όρια μιας ακόμα ιδεολογικής αντίληψης του κόσμου (όπως ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός κ.λπ.). Όταν, άλλωστε, οι εκάστοτε πολιτικές ιδεολογίες (π.χ. κομμουνισμός, φασισμός) ανυψώθηκαν σε νέες θεολογίες, τότε είχαμε και τους πιο βάρβαρους ολοκληρωτισμούς της νεωτερικότητας.
Το γέλιο είναι ο μηχανισμός επίλυσης μεγάλων ατομικών και συλλογικών αντιφάσεων, γι' αυτό και το χιούμορ αποτελεί τον πιο δημοφιλή κώδικα επικοινωνίας, το βασικό αντίβαρο στον διαρκή ναρκισσισμό που καλλιεργούν πολύμορφα τα ψηφιακά μας ίχνη.
Γνωρίζουμε, βέβαια, πολύ καλά ότι το βλάσφημο στοιχείο που εμπεριέχει η κατοχύρωση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης είναι μια οριακή υπόθεση. Η προσβολή που μπορεί κάποιος να πετύχει βρίζοντας ή κοροϊδεύοντας τα ιερά και όσια του άλλου είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μάλιστα, η έκρηξη της διαδικτυακής επικοινωνίας επέφερε έναν πληθωρισμό προσβλητικών σχολίων, εικόνων, σκίτσων, μιμιδίων, που συχνά-πυκνά έχουν τη μορφή χιουμοριστικών εκφράσεων. Δεν έχει υπάρξει μελέτη σχετική, αλλά ίσως ένας από τους λόγους της γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς (κόμματα, μίντια, Δικαιοσύνη κ.ά.) να οφείλεται και σε αυτήν τη χιουμοριστική αποκαθήλωση κάθε μορφής εξουσίας που συχνά συνοδεύει την μπανάλ καχυποψία κατά των πάντων και ενίοτε ταυτίζεται με θεωρίες συνωμοσίας. Δεν είναι σπάνια, άλλωστε, η εμπλοκή της βέβηλης σάτιρας με μια ρητορική του μίσους, η οποία κάνει πλάκα με τα θύματα της βίας και όχι με τους θύτες της, τους οποίους μάλλον θαυμάζει παρά αποδοκιμάζει (όπως στην περίπτωση της μίμησης των ναζιστικών συμβόλων και πρακτικών, όπου έχουμε να κάνουμε με χιούμορ στην υπηρεσία του μίσους).
Παρά τους υπαρκτούς κινδύνους για τον ίδιο της τον εαυτό η φιλελεύθερη δημοκρατία πληρώνει το τίμημα του δικαιώματος στη βλασφημία. Αλλά είναι ένα κόστος που δέχεται να υπάρχει για να κατοχυρώσει την αδυναμία οποιουδήποτε θεσμού, πίστης ή αντίληψης να πάρει την ιδιότητα της ελέω Θεού εξουσίας. Να επιστρέψει, δηλαδή, σε μια εποχή σκοταδισμού και φόβου, όπως αυτή που το ριζοσπαστικό Ισλάμ προσπαθεί να φέρει όχι μόνο για τους πιστούς του αλλά και για τους «αλλόθρησκους».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι χωρίς το δικαίωμα στη βλασφημία η τέχνη δεν θα είχε παραγάγει αληθινά αριστουργήματα. Για να μείνουμε μόνο σε κινηματογραφικά παραδείγματα, δεν θα είχαμε ποτέ το Life of Brian (1979) των Μόντι Πάιθον, τον Διαβολάκο (1988) με τον Ρομπέρτο Μπενίνι και τον Γουόλτερ Ματάου και πολύ πιο πρόσφατα τις δημιουργίες του Σάσα Μπάρον Κοέν, που με ένα είδος αποκαλυπτικής κωμωδίας και υπερταύτισης με τους χαρακτήρες του (Μπόρατ, Who is America), ξεμπροστιάζει όλα τα σύγχρονα στερεότυπα, είτε αυτά είναι ιμπεριαλιστικά, ομοφοβικά και χριστιανικά, είτε τριτοκοσμικά, φιλελεύθερα και μουσουλμανικά.
Η κωμωδία, η σάτιρα, ο σαρκασμός, εμπεριέχουν επιθετικότητα ως προς το αντικείμενο γελοιοποίησης (ακόμη κι αν αυτό είναι ο ίδιος ο εαυτός), όμως αυτή παραμένει πάντα στο επίπεδο των λέξεων και των εικόνων. Το γέλιο είναι ο μηχανισμός επίλυσης μεγάλων ατομικών και συλλογικών αντιφάσεων, γι' αυτό και το χιούμορ αποτελεί τον πιο δημοφιλή κώδικα επικοινωνίας, το βασικό αντίβαρο στον διαρκή ναρκισσισμό που καλλιεργούν πολύμορφα τα ψηφιακά μας ίχνη.
Ο σύγχρονος κόσμος, όπως κι αν θέλουμε να τον ονομάσουμε, είναι μια συνθήκη διαρκούς συμβολικής βεβήλωσης του εαυτού και του άλλου. Διαρκούς πειραματισμού με το τι είναι θέσφατο και τι όχι, τι ανήκει στη συλλογική μας συνείδηση και τι όχι. Μπορεί η ελευθερία της έκφρασης να φτάνει σε ακραία σημεία τη σημερινή εποχή και η δυνατότητα σατιρικής καθαίρεσης αξιών και προτύπων να έχει εκδημοκρατιστεί σε πρωτόγνωρο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, όμως αυτή είναι και το μόνο εχέγγυο ότι σε ένα όλο και πιο σύνθετο περιβάλλον πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων η ελευθερία, και η ισότητα στην ελευθερία, συνεχίζει να αποτελεί την πυξίδα μας.
Εάν επιτραπεί στον οποιονδήποτε εξτρεμισμό που επικαλείται την ανωτερότητα οποιουδήποτε θεού, οποιασδήποτε φυλής ή επανάστασης να μας αφαιρέσει το δικαίωμα στη βλασφημία, θα έχουμε χάσει το ακρογωνιαίο στοιχείο της δημοκρατικής μας ταυτότητας: το δικαίωμα να αμφιβάλλουμε, να κάνουμε λάθος και να διορθώνουμε. Και βέβαια, από αυτόν τον κριτικό ‒και όχι λογοκριτικό‒ έλεγχο δεν εξαιρούνται ούτε τα μέσα βλασφημίας που κάθε φορά χρησιμοποιούνται, ιδίως όταν αυτά καλλιεργούν, αντί να αποδομούν, τις πρακτικές βίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.