Τα «καλά και υπάκουα» παιδιά, στη διεθνή διπλωματία, ενίοτε τα αδειάζουν ή τα στύβουν σαν λεμονόκουπες. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Από τα πιο πρόσφατα, εκείνο της ηγεσίας των Κούρδων της Συρίας και τώρα του Ζόραν Ζάεφ και του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι, από κει που περίμεναν το... Νόμπελ Ειρήνης για τη Συμφωνία των Πρεσπών, είδαν τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, να τους αδειάζει πανηγυρικά, εκθέτοντάς τους. Στην πολιτική, βέβαια, όλα πρέπει να τα περιμένει κανείς, γι' αυτό και όταν διαπραγματεύεσαι ζητάς τις μέγιστες δυνατές διασφαλίσεις για τα συμφέροντα της χώρας που εκπροσωπείς. Δεν επαφίεσαι στις καλές προθέσεις των άλλων, γιατί αυτές δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο συμφέροντα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με την πολιτική. Αλλιώς δεν κάνουν γι' αυτήν τη δουλειά. Είχαν λάβει τις διασφαλίσεις αυτές Τσίπρας και Ζάεφ; Από τα στοιχεία που είναι ως τώρα γνωστά, μάλλον όχι. Εκτός αν στην πορεία προβούν σε κάποιες αποκαλύψεις για πράγματα που δεν γνωρίζουμε.
Ο Αλέξης Τσίπρας πλήρωσε μεγάλο πολιτικό κόστος για τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθώς η πλειοψηφία της κοινής γνώμης στην Ελλάδα ήταν αντίθετη. Κόστος που είχε το μερίδιο του και στην πρόσφατη εκλογική αποδοκιμασία και στην απώλεια της εξουσίας. Το ίδιο και ο Ζάεφ, καθώς ούτε οι κάτοικοι της δικής του χώρας αποδέχονταν τον συμβιβασμό της σύνθετης ονομασίας, αφού ήθελαν σκέτο «Μακεδονία», όπως οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήθελαν καν τον όρο «Μακεδονία». Ο συμβιβασμός του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» ήταν αμοιβαίος. Η κυβέρνηση Τσίπρα, μάλιστα, υποχώρησε λίγο παραπάνω, αποδεχόμενη οι πολίτες της χώρας να ονομάζονται σκέτο «Μακεδόνες» και όχι «Βορειομακεδόνες» και να ονομάζουν και τη γλώσσα τους σκέτο «μακεδονική» και όχι «βορειομακεδονική».
Στην πραγματικότητα, ο μόνος που πιέζεται είναι η Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ έκανε τη δουλειά του. Η Ε.Ε. δεν δείχνει να επείγεται να κάνει μέλος της τη Βόρεια Μακεδονία και μόνο η Ελλάδα χάνει αυτά που εμφάνισε ως «κέρδη» από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μη μπορώντας να κάνει κάτι, όμως, για να δώσει στον Ζάεφ αυτό που χρειάζεται.
Η ελληνική πλευρά παραχώρησε όσα παραχώρησε χωρίς όρους, σε αντίθεση με τη βορειομακεδονική πλευρά, που για την ολοκλήρωση της αλλαγής της ονομασίας της σε «Βόρεια Μακεδονία» στο εσωτερικό της έθεσε ως όρο την παρέλευση πέντε ετών από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. Τώρα που η Γαλλία έθεσε βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, βασιζόμενη στην αντικειμενική έλλειψη προϋποθέσεων, μέρος των ελληνικών απαιτήσεων στη Συμφωνία είναι στον αέρα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Euronews» ο Ζόραν Ζάεφ, επισημαίνοντας τη «σύνδεση μεταξύ της εφαρμογής της Συμφωνίας και του ανοίγματος και κλεισίματος των κεφαλαίων ένταξης, ειδικά για την εσωτερική χρήση σε κάποιες περιπτώσεις», δήλωσε ότι «η άρνηση των Ευρωπαίων να δοθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Βόρεια Μακεδονία θέτει ενδεχομένως σε κίνδυνο τη Συμφωνία των Πρεσπών».
Αυτό σημαίνει ότι η εφαρμογή των μερών αυτών της Συμφωνίας εξαρτάται από τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας όσο δεν θα δίνεται ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Και η ηγεσία της χώρας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα παραμείνει στα χέρια του μετριοπαθούς Ζάεφ και δεν θα περάσει στα χέρια των εθνικιστών αντιπάλων του VMRO.
Ο Ζόραν Ζάεφ, προκειμένου να κάνει ελκυστική τη Συμφωνία των Πρεσπών πέρσι στους ψηφοφόρους της χώρας του, την παρουσίασε ως το κλειδί που θα τους άνοιγε την πόρτα στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Και ναι μεν το πρώτο ήταν εξασφαλισμένο, καθώς οι ΗΠΑ και ο χώρες του ΝΑΤΟ ήθελαν να τους απομακρύνουν από τη ρωσική επιρροή, αλλά το δεύτερο, όπως φαίνεται τώρα, δεν ήταν. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι ο Ζάεφ δεν έπεισε ποτέ τον λαό της Βόρειας Μακεδονίας γι' αυτό και δεν κατάφερε να προσελκύσει την πλειοψηφία στις κάλπες του δημοψηφίσματος. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, να αισθάνεται τώρα εκτεθειμένος στην κοινή γνώμη.
Έτσι, εύλογα εκείνος επιδεικνύει τώρα το μοναδικό μέσο πίεσης που διαθέτει, τη σύνδεση της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη διαδικασία ένταξης της χώρας του στην Ε.Ε.,αλλά το θέμα είναι ποιος ενδιαφέρεται και, κυρίως, ποιος πιέζεται από αυτό. Στην πραγματικότητα, ο μόνος που πιέζεται είναι η Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ έκανε τη δουλειά του. Η Ε.Ε. δεν δείχνει να επείγεται να κάνει μέλος της τη Βόρεια Μακεδονία και μόνο η Ελλάδα χάνει αυτά που εμφάνισε ως «κέρδη» από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μη μπορώντας να κάνει κάτι, όμως, για να δώσει στον Ζάεφ αυτό που χρειάζεται.
Στο σημείο αυτό η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης ασκούν κριτική στον Αλέξη Τσίπρα γιατί δεν φρόντισε να εξασφαλίσει ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας, από τη στιγμή που εξάρτησε όρους της Συμφωνίας από αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας, από την πλευρά τους, κατηγορούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη για αδράνεια, υποστηρίζοντας ότι εκείνη έπρεπε να πείσει τα κράτη μέλη της Ε.Ε. γι' αυτό.
Όπως επισημαίνουν διπλωματικοί αναλυτές, μία από τις πιο σοβαρές επιπλοκές που συνδέεται με την (μη) έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι το άρθρο 1, παράγραφος 10β, το οποίο αναφέρει ότι η αλλαγή του ονόματος σε «Βόρεια Μακεδονία» (από «Δημοκρατία της Μακεδονίας») σε όλα τα έγγραφα και το υλικό για εσωτερική χρήση θα γίνεται σταδιακά, με το άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., και θα ολοκληρωθεί μέσα σε πέντε χρόνια από την έναρξη. Από τη στιγμή που δεν ξεκινούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τα εσωτερικά έγγραφα και το υλικό των επίσημων φορέων μπορούν να συνεχίζουν να αναφέρουν την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» κι ας έχει υπογραφεί η Συμφωνία περί Βόρειας Μακεδονίας. Αυτή είναι ίσως η πιο σκούρα «γκρίζα» ζώνη. Οι ταμπέλες και οι περισσότερες επιγραφές στη χώρα συνεχίζουν να αναγράφουν «Μακεδονία» σκέτο, ενώ τα σχολικά βιβλία εξακολουθούν να παρουσιάζουν ελληνικά εδάφη ως δικά τους.
Ο Ζόραν Ζάεφ και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται απογοητευμένοι από την εξέλιξη αυτή, για την οποία ο «φίλος» Μακρόν δεν έδωσε καμία εξήγηση, αλλά κι εκείνοι φαίνεται ότι είχαν την αφέλεια να βασιστούν στα καλά λόγια και στο φιλικό χτύπημα της πλάτης. Απ' ό,τι φαίνεται τώρα, μοναδικός σκοπός όσων τους ενθάρρυναν να επιδείξουν τόλμη, αγνοώντας τον «λαϊκισμό», όπως χαρακτήριζαν την κοινή γνώμη των δύο χωρών, ήταν η απρόσκοπτη ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Οι εξελίξεις αυτές δεν αποκλείεται να ενισχύσουν τον εθνικισμό στη γειτονική χώρα, αλλά αυτός αφορά βασικά στο σλαβικό τμήμα του πληθυσμού, καθώς ο αλβανικός πληθυσμός δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα θέματα της ονομασίας. Ο Μακρόν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που βάζουν εμπόδια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας στην Ευρώπη φοβούνται νέα μεταναστευτικά κύματα από τις χώρες αυτές προς τις δικές τους. Στη Γαλλία, επίσης, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ριζοσπαστικοποιημένων ισλαμιστών και κάθε φορά που γίνεται κάτι (όπως με την πρόσφατη επίθεση με μαχαίρι στο αρχηγείο της Αστυνομίας ) η κυβέρνηση Μακρόν έχει πολιτικό κόστος, ενώ ενισχύεται η Μαρίν Λεπέν. Η Αλβανία και το αλβανόφωνο τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας είναι γνωστό ότι έχουν ριζοσπαστικά ισλαμιστικά κέντρα, καθώς και ότι αρκετές δεκάδες πολίτες των χωρών αυτών έχουν πολεμήσει στον στρατό των τζιχαντιστών. Για τους λόγους αυτούς ο Μακρόν και η γαλλική κυβέρνηση εστιάζουν στο πώς θα αποδυναμώσουν τις εθνικιστικές και ακροδεξιές φωνές στις δικές τους χώρες, από τις οποίες απειλούνται. Από τη μια, λοιπόν, υπάρχει ο φόβος για την έξαρση της εθνικιστικής ρητορικής στη Βόρεια Μακεδονία (στην Αλβανία είναι μόνιμη τελευταία), από την άλλη, όμως, ο εθνικιστικός κίνδυνος στη Γαλλία και η ενίσχυση της Λεπέν βαραίνουν περισσότερο γι' αυτούς προς το παρόν.