Προχθές μου συνέβη κάτι που, τελικά, δεν στερείται ενδιαφέροντος. Κατηγορήθηκα ότι εξέφρασα πολιτικές εκτιμήσεις (περί του στρατηγικού κινήτρου πίσω από το κλείσιμο της ΕΡΤ ο λόγος) και προτιμήσεις (μετά από άρθρο στους «New York Times», όπου επιχειρηματολόγησα σχετικά με το ότι μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ίσως να ήταν ευεργετική για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη). Έσπευσαν πολλοί να γράψουν: «Έπεσε η μάσκα του. Φάνηκε ότι πίσω από το επιστημονικό του προσωπείο κρυβόταν πολιτική ατζέντα». Κάποιοι προχώρησαν στο να με ρωτήσουν (μέσω κοινωνικών δικτύων): «Καλά, δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Επιστήμονας, να παίρνεις θέση;».
Η άμεση απάντηση που έδωσα, και η οποία προέκυψε ως αντανακλαστικό, ήταν: «Και βέβαια δεν είμαι επιστήμονας. Οικονομολόγος είμαι. Τα οικονομικά δεν είναι παρά ιδεολογήματα μετά εξισώσεων και ενίοτε μετά στατιστικών συσχετισμών». Αυτό που δεν κατάφερα να προσθέσω (καθώς το Twitter που χρησιμοποιώ με αυτοπεριορίζει, ευτυχώς, στους 140 χαρακτήρες) ήταν το εξής: Καμία ιδέα δεν είναι πιο βουτηγμένη σε κάποια ιδεολογία από τις οικονομικές θεωρίες και δοξασίες που παρουσιάζονται ως... αντικειμενικές – ως ατόφια επιστημονικές.
Όλες οι οικονομικές απόψεις είναι, πράγματι, βαθύτατα πολιτικές. Εκείνες δε που μας παρουσιάζονται ως «υπεράνω πολιτικών προκαταλήψεων» είναι οι επικινδυνότερες, καθώς υπάρχει η πιθανότητα να τις ακολουθήσουμε θεωρώντας, όπως και ο Πάνγλωσσος του Βολταίρου, ότι μας εξασφαλίζουν αντικειμενικά το βέλτιστο απ' όλα τα πιθανά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, κάθε προτεινόμενη οικονομική πολιτική βασίζεται σε ένα σύμπλεγμα φιλοσοφικών, ηθικών, πολιτικών, επιστημολογικών αξιωμάτων. Και τι είναι αυτά τα αξιώματα; Μια μορφή μη ελεγχόμενων προκαταλήψεων.
Οι οικονομικές προτάσεις πολιτικής θα έπρεπε λοιπόν να συνοδεύονται υποχρεωτικά από στίκερ που θα καθιστούν σαφές στο κοινό που είτε τις ακούει είτε τις διαβάζει ποιες πολιτικές πεποιθήσεις κρύβουν από κάτω τους, μέσα τους. Κάτι σαν τα τρόφιμα και τα ποτά, στη συσκευασία των οποίων το ευνομούμενο κράτος επιβάλλει στους πωλητές να αναγράφουν τα συστατικά τους. Κι αυτό επειδή οι «καταναλωτές» των οικονομικών ιδεών παρασύρονται ευκολότερα από εκείνες που παρουσιάζονται ως «αλήθειες της κοινωνίας» – ως λογικό ακόλουθο καθαρά ορθολογικών διαδικασιών στις οποίες δεν παρεμβαίνει κάποιο αθέατο πολιτικό πρόταγμα. Τουλάχιστον, όταν επιλέγουμε τις οικονομικές πολιτικές που μας «ταιριάζουν» ή που μας ξενίζουν λιγότερο, να γνωρίζουμε συγκεκριμένα ποιες προκαταλήψεις θα πρέπει να «καταπιούμε» μαζί τους. Όποιος οικονομολόγος αρνείται να αποκαλύψει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, κρυβόμενος πίσω από μια δήθεν «αντικειμενικότητα» και «επιστημοσύνη», θα έπρεπε να συλλαμβάνεται από την αγορανομία. Τόσο απλά.
Κάποιοι θα θεωρήσουν ότι αστειεύομαι. Μπορεί να υπερβάλλω για τα περί αγορανομίας (αν και τώρα που το ξανασκέπτομαι το μόνο αρνητικό αυτής της πρότασης είναι ότι η αγορανομία στη χώρα μας υπολειτουργεί), όμως δεν αστειεύομαι καθόλου. Στη Φυσική η γνώση μπορεί να μην είναι ποτέ πλήρης, αλλά το πειραματικό εργαστήρι παράγει αντικειμενικά στοιχεία (όσο κι αν εμπεριέχουν σφάλματα), τα οποία βοηθούν τους φυσικούς να απορρίπτουν κάποιες υποθέσεις, συγκλίνοντας έτσι προς έναν κοινό, «αντικειμενικό» θεωρητικό τόπο. Στα οικονομικά όχι μόνον δεν υπάρχουν αδέκαστες, αντικειμενικές, απολίτικες υποθέσεις, αλλά, ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχουν καν αδέκαστα, αντικειμενικά, απολίτικα στοιχεία.
Ας πάρουμε π.χ. την ανεργία. Υπάρχει τρόπος να μετρηθεί ανεξάρτητα από τις πολιτικές μας απόψεις; Σε καμία περίπτωση! Ένας ζητιάνος των φαναριών είναι ή δεν είναι άνεργος; Από μία άποψη και εργάζεται και πληρώνεται (καθαρίζοντας τζάμια, πουλώντας χαρτομάντηλα, ζητιανεύοντας). Από μία άλλη, όμως, απλώς επιβιώνει όπως μπορεί ως άνεργος που όμως, για καθαρά κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους (π.χ. στερείται διεύθυνσης ή χαρτιών), εξαναγκάζεται στην επαιτεία επειδή δεν έχει πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια, στον ΟΑΕΔ κ.λπ. Το ποια από τις δύο απόψεις θα ενστερνιστεί η Στατιστική Υπηρεσία όταν μετρά τον αριθμό των ανέργων δεν είναι τεχνικό πρόβλημα. Είναι βαθιά πολιτικό και ηθικό ζήτημα.
Κάτι ανάλογο ισχύει με τον πληθωρισμό. Ποιανού πληθωρισμό; Του φτωχού ή του πλούσιου, του αγρότη ή του βιομηχανικού εργάτη; Διαφορετικές κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν πολύ διαφορετικά αγαθά και υπηρεσίες (π.χ. ο συνταξιούχος δεν αγοράζει συνθετικό λάδι για τη Ferrari του), των οποίων οι τιμές αυξομειώνονται διαφορετικά. Έτσι, άλλος ο πληθωρισμός της μίας ομάδας και άλλος της άλλης. Ποια θα έπρεπε να επηρεάζει περισσότερο τον εθνικό μας πληθωρισμό; Η ομάδα με τα περισσότερα μέλη; Η ομάδα που ξοδεύει περισσότερα; Ή η ομάδα που βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο καταναλωτικό πρότυπο; Κι αυτή η απόφαση, που προσδιορίζει το ύψος του πληθωρισμού, είναι καθ' όλα πολιτική.
Να γιατί, ως οικονομολόγος, κρίνω πως όχι μόνο δικαιούμαι να δηλώνω τις πολιτικές μου προτιμήσεις, πριν και αφού προχωρήσω σε οικονομικές αναλύσεις ή προτείνω συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές, αλλά μάλιστα έχω την ηθική υποχρέωση να το κάνω. Όλες οι τοξικές και μη πολιτικές μας προκαταλήψεις, άνευ των οποίων οικονομική θεώρηση δεν είναι δυνατή, πρέπει να δηλώνονται εξαρχής και δημοσίως, όπως τα συστατικά των τροφίμων στη συσκευασία. Κι όσο για τους επικριτές μου, μια απλή ερώτηση: γιατί με εγκαλείτε που σας δηλώνω ευθαρσώς τις πολιτικές υποθέσεις που κρύβονται πίσω από τις οικονομικές μου αναλύσεις; Δεν εκτιμάτε το ότι είμαι ειλικρινής μαζί σας και σας διαφωτίζω ως προς το πώς να με αποδομήσετε; Μήπως θα έπρεπε να απαιτείτε από όλους τους συναδέλφους μου οικονομολόγους ένα αντίστοιχο στίκερ επί της συσκευασίας των περί οικονομίας δοξασιών τους;
σχόλια