Όλο και πιο αραιές μέσα στα χρόνια οι φορές που βρίσκομαι στο επίγειο καθαρτήριο της Ομόνοιας και κάθε φόρα παίζει στο μυαλό η ίδια πένθιμη και κατατονική λούπα: «Μα, τι εξαθλίωση, τι εγκατάλειψη, τι πεμπτοκοσμική κατάσταση, τι σταθμός συγκέντρωσης ληγμένων ψυχών και μουδιασμένων συνειδήσεων...». Και άλλα τέτοια βαριά και τελειωμένα.
Όχι ότι την πρόλαβα ποτέ στην κοσμοπολίτικη (επαρχιώτικου τύπου έστω) ακμή της. Πάντα λούμπεν και μπίχλα τη θυμάμαι από παλιά, μονίμως στοιχειωμένη από έναν ποικιλόχρωμο (και αν βρισκόσουν στη σωστή διάθεση, ενίοτε και ελκυστικό) θίασο μικροπωλητών, αλογομούρηδων, εξαρτημένων, περιθωριακών, απόκληρων της αστυφιλίας, μπαλαδόφατσων και μικροπολιτικάντηδων του πεζοδρομίου. Κάποιου είδους κουλή και αρπαχτή αναβάθμιση επιχειρήθηκε να γίνει την περίοδο του πρώιμου gentrification λίγο πριν από την κρίση, αλλά μετά μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι και οι απόπειρες επιπόλαιου και κερδοσκοπικού «ευπρεπισμού» στην περιοχή έμειναν μετέωρες και έωλες.
Αυτό το επιδεικτικό χάλι, όμως, που παρατηρείται στην πάλαι πότε «Ομόνοια Πλαζ» –που τεχνικά εξακολουθεί να αποτελεί τον «ομφαλό» της μητρόπολης– τα τελευταία χρόνια απλώς δεν υπάρχει. Όλοι το βλέπουν, όλοι το λένε, ουδείς ασχολείται πραγματικά. Σαν να μην υπάρχει. Σαν να πρόκειται για κακό όνειρο που βλέπουμε όλοι μαζί και περιμένουμε να ξυπνήσουμε για να τελειώσει.
Υπ' αυτό το δυστοπικό πρίσμα, η καλύτερη στιγμή της πλατείας τα τελευταία χρόνια ήταν εκείνες οι δύο εβδομάδες τον Μάιο του 2017, όταν «εξαφανίστηκε» στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Αόρατη Πόλη» του εικαστικού και γλύπτη Γκρέγκορ Σνάιντερ, ο οποίος την κάλυψε με ένα γιγάντιο πανί-καμουφλάζ για να μη φαίνεται από ψηλά, ενώ όποιος βρισκόταν από κάτω έβλεπε θολό και ομιχλώδη τον ουρανό μέσα από το παραπέτασμα του Γερμανού καλλιτέχνη.
Φριχτές και επιπόλαιες και, δυστυχώς, όλο και πιο συχνές πλέον αντιλήψεις, παρότι καθημερινά οι πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη αποδεικνύουν ότι δεν είμαστε και τόσο ειδική περίπτωση ούτε ως νοοτροπία ούτε ως ψυχοσύνθεση.
Βρέθηκα και την προηγούμενη εβδομάδα στην Ομόνοια, μία μέρα πριν από το περιστατικό με τον άνθρωπο που σκαρφάλωσε στα ικριώματα του μαραζωμένου (ελλείψει υδροκίνησης) «Πεντάκυκλου» γλυπτού του Ζογγολόπουλου, απειλώντας να βουτήξει στα γκρίζα τσιμέντα. Πληροφορούμενος την είδηση (πριν από το «αίσιο» τέλος), θυμήθηκα το θλιβερό σκηνικό που ήταν φρέσκο στη μνήμη και σκέφτηκα ότι μόνο αυτό μας έλειπε, καθώς μοιάζουμε να βρισκόμαστε μια τραγωδία απόσταση από έναν συλλογικό νευρικό κλονισμό, με νωπές ακόμα τις εντυπώσεις από το φρικτό τέλος του Ζακ Κωστόπουλου υπό δυσώδεις και ύποπτες συνθήκες.
Συγχρόνως έσκαγαν και οι αντιδράσεις των παρευρισκομένων στο συμβάν που τράβαγαν φωτογραφίες και βίντεο του επίδοξου αυτόχειρα με φόντο το τεράστιο πανό με την Αφροδίτη της Μήλου και το σλόγκαν «Take a memory of Greece» στο πολυκατάστημα του Χόντου ακριβώς από πίσω.
Μαζί και οι αντιδράσεις σ' αυτές τις αντιδράσεις από το περιβόλι των social media, όπου κάποιοι σιγοντάριζαν στις προτροπές «πέσε, ρε» και κάποιοι κατήγγελλαν την οχληρή και απάνθρωπη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει ως κοινωνία.
Καμιά φορά, μέσα στον χυλό του δημόσιου ψηφιακού σχολιασμού η κυνική σκατοψυχιά φαίνεται να βρίσκεται πολύ κοντά (ως η άλλη όψη του νομίσματος) στην ψυχοπονιάρικη λιτανεία.
Φαίνεται επίσης να βρίσκεται πολύ κοντά στο εφάπαξ «διαφωτισμένο» ψώνιο που οικτίρει διαρκώς την κατσαπλιάδικη και βαλκανική καταγωγή μας (λες και η γεωγραφία είναι ντροπή), στον φασιστάκο που αναζητά έναν ηγέτη με πυγμή για να μας βάλει σε τάξη και ενδεχομένως να αναστρέψει την περιβόητη «αιμορραγία εγκεφάλων» (σκιάζομαι κάθε φορά που το διαβάζω) προς το εξωτερικό, διώκοντας συγχρόνως όλους τους «άπλυτους» και τους «τεμπέληδες» με τους οποίους έχουμε ξεμείνει.
Φριχτές και επιπόλαιες και, δυστυχώς, όλο και πιο συχνές πλέον αντιλήψεις, παρότι καθημερινά οι πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη αποδεικνύουν ότι δεν είμαστε και τόσο ειδική περίπτωση ούτε ως νοοτροπία ούτε ως ψυχοσύνθεση. Θα πρέπει ίσως πολλοί από τους (αυτο)αποκαλούμενους φιλελεύθερους, σοδιαλδημοκράτες, κεντρώους κ.λπ. να εξετάσουν κάποια στιγμή πιο κριτικά τις «στρατηγικές» έστω παρέες τους.
Αυτό το βδέλυγμα, άλλωστε, ο Μπολσονάρο (που κάνει συγκριτικά τον Τραμπ να μοιάζει ευαίσθητος και φλογερός υπέρμαχος του δικαιωματισμού) δεν στηρίχτηκε στους αντίστοιχους «χρυσαυγίτες» για τη διαφαινόμενη εκλογή του στην ηγεσία της Βραζιλίας αλλά στις μάζες των «κεντρώων» που τον ψήφισαν μαζικά για να εμποδιστεί η πορεία της χώρας προς την πλήρη «μαδουροποίηση».