ΤO ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟ ΩΡΑΡΙΟ που κόβει την εστίαση ακριβώς στη μέση της νύχτας έχει επαναφέρει στην πόλη κάτι από εκείνες τις αείμνηστες μέρες, και κυρίως νύχτες, της καραντίνας (δεν είναι λίγοι, άλλωστε, όσοι ακόμα νοσταλγούν την απόκοσμη ησυχία της).
Μετά το διάλειμμα των διακοπών (όσο και όπου κατάφερε ο καθένας), όπου, μεταξύ άλλων παράδοξων θεαμάτων, είδαμε φέτος να έρχονται από τη Μύκονο στην Ανάφη(!) παρέες διψασμένες για άγριο ξενύχτι (μία ακόμα ένδειξη ότι ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα), η επιστροφή στην Αθήνα, εκτός από την επείγουσα καθημερινότητα, επιφύλασσε, για όσους δεν την είχαν βιώσει, την εμπειρία του lockdown μετά τα μεσάνυχτα. Παράξενο καθεστώς και ζόρικο για όλα τα νυχτόβια πλάσματα της πόλης που έχουν γαλουχηθεί με την ιδέα ότι η νύχτα ξεκινά μετά τα μεσάνυχτα, ότι η νύχτα είναι κατεξοχήν οι μικρές ώρες.
Ξανά, λοιπόν, στα πάρκα και στις πλατείες που δεν έχουν ωράριο και έχουν βολέψει ως σκηνικό συναθροίσεων πολύ κόσμο, ακόμα και ανθρώπους σαν κι εμένα, που δεν το 'χα ποτέ με τις ξάπλες στα γρασίδια, έχω περάσει όμως κάποιες πολύ ευχάριστες βραδιές (με παρέα, διακριτική μουσική, μεζέδες και αλκοόλ) τους τελευταίους μήνες εδώ κοντά στο Πάρκο Ελευθερίας (στον «Βενιζέλο», που λέγανε παλιότερα) πλησίον της νεολαίας που συγκεντρώνεται στον υπαίθριο χώρο.
Από την άλλη, υπάρχει πάντα η λύση του να βγει κανείς «μετά τη δουλειά», σύμφωνα με το δυτικό μοντέλο (για τεχνικό όρο πρόκειται, «μετά τη δουλειά» σημαίνει περίπου μετά τις επτά-οκτώ, ασχέτως του αν δουλεύεις μέχρι εκείνη την ώρα – ή αν έχεις δουλειά γενικώς).
Στο μεταξύ, ποιος ξέρει, μπορεί να ξυπνήσουμε μια μέρα και να ήταν ένα κακό όνειρο όλη αυτή η ιστορία με την πανδημία. Τόσους μήνες μετά, κι ακόμα ξεχνιέμαι καμιά φορά το πρωί που ξυπνάω. Και μετά βλέπω τις μάσκες στην κουζίνα, που περιμένουν να τις βγάλω βόλτα.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ Σάββατο, πάντως, πεταχτήκαμε κομάντο με έναν φίλο κατά τις έντεκα παρά σ' ένα μπαρ κοντά στην Αθηνάς, έτσι για ένα ποτό μια «κανονική» νυχτερινή ώρα, και στην επιστροφή νόμισα προς στιγμή ότι κάτι περίεργο και παραισθητικό είχε πέσει μέσα στο ποτό με συνέπεια να έχει πάει ήδη τέσσερις το πρωί, αλλά να μη θυμάμαι τίποτα από τις ώρες που μεσολάβησαν.
Οι δρόμοι ήταν φρακαρισμένοι από τα αυτοκίνητα της πρόωρης επιστροφής (που έμοιαζε με άτακτη υποχώρηση) και η ατμόσφαιρα απέπνεε εκείνη την αίσθηση ανολοκλήρωτων πόθων και την περίεργη τσίτα που ακολουθεί το τέλος του σαββατόβραδου που συμβαίνει λίγο πριν από το ξημέρωμα της Κυριακής. Κι όμως, ήταν μόνο ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Πλήρης σύγχυση και πλήρης διαταραχή των βιορυθμών. Ήταν σαν να μην προλάβαμε να γυρίσουμε πίσω τα μεσάνυχτα, με αποτέλεσμα να μεταμορφωθούμε όλοι σε κολοκύθες.
Εμείς οι μεγαλύτεροι μάλλον το συνηθίσαμε ήδη το μέτρο (εξάλλου, μόνο καλό κάνει το ρέγουλο στο «χαζοξενύχτι» από μια ηλικία και μετά), όσο δυσάρεστο κι αν είναι να σε διώχνουν αναγκαστικά, όχι τόσο από ένα μπαρ αλλά κυρίως από μια ταβέρνα ή από ένα εστιατόριο, πάνω ακριβώς που έχεις χαλαρώσει. Στους νεότερους, όμως, φαντάζομαι ότι θα μοιάζει εντελώς κοσμογονική και δυσοίωνη αυτή η απαγόρευση της νυχτερινής διασκέδασης (και κυκλοφορίας, ουσιαστικά). Αν και πλέον είναι βέβαιο ότι έχουν κατακτήσει κι εκείνοι έναν πρόωρο κυνισμό, μαζί με διάφορες τεχνικές ευελιξίας και προσαρμοστικότητας με όλα αυτά που τους έχουν συμβεί και εξακολουθούν να τους συμβαίνουν στα «καλύτερά τους χρόνια».
ΠΩΣ ΤΗΝ ΒΓΑΖΟΥΝ, άραγε, πέρα από τα πάρκα και τις «λαθραίες» μπίρες; Υποθέτω με συγκεντρώσεις στα σπίτια, με αυτοσχέδια πάρτι, διάθεση να 'χει κανείς. Στο μεταξύ, ποιος ξέρει, μπορεί να ξυπνήσουμε μια μέρα και να ήταν ένα κακό όνειρο όλη αυτή η ιστορία με την πανδημία. Τόσους μήνες μετά, κι ακόμα ξεχνιέμαι καμιά φορά το πρωί που ξυπνάω. Και μετά βλέπω τις μάσκες στην κουζίνα, που περιμένουν να τις βγάλω βόλτα.
Εδώ και αρκετά χρόνια πλέον, από τότε που έσκασε η κρίση μαζί με το πάγωμα του πρώτου κύματος gentrification και τη ραγδαία υποβάθμιση περιοχών του κέντρου «προς ανάπτυξη», είχε αρχίσει να περιφέρεται ένα «μαύρο» αστείο ανάμεσα σ' εμάς που είχαμε βιώσει τα «ανέμελα» χρόνια γύρω από την αρχή του 21ου αιώνα: «Πω πω, ευτυχώς που δεν ανοίξαμε μαγαζί (μπαρ/εστιατόριο) τόσα χρόνια που το λέγαμε, τώρα θα το είχαμε κλείσει».
Αυτό το αστείο επέπλευσε ξανά τη φετινή αποφράδα χρονιά, μετά τα διάφορα είδη lockdown που έχει επιβάλει στον χώρο της εστίασης η πανδημία. Και αποτελεί μαύρο χιούμορ, πρώτον, γιατί σιγά μην ανοίγαμε ποτέ «μαγαζί» (χρειάζονται ειδικά χαρίσματα και ειδικές αντοχές γι' αυτά τα πράγματα, πέρα από κεφάλαια, και επίσης άλλο πελάτης κι άλλο διαχειριστής), και δεύτερον, επειδή αυτό το αστείο είναι σαν να χλευάζει όλους αυτούς τους ανθρώπους (κάποιοι εκ των οποίων είναι φίλοι και γνωστοί) που εργάζονται ως επιχειρηματίες ή ως υπάλληλοι στην εστίαση υπό δραματικά αντίξοες συνθήκες.
Και τον χειμώνα; Τι θα γίνει με τους κλειστούς χώρους εστίασης; Τι είδους πρωτόκολλο θα επικρατήσει; Μια φωτογραφία που έγινε viral και πολλαπλώς συμβολική αυτές τις μέρες λειτουργεί ίσως ως μελαγχολική υπόμνηση για τις ρωγμές στο νέο πρωτόκολλο λειτουργίας τέτοιων χώρων αλλά και ως νηφάλια υπενθύμιση ότι ο κορωνοϊός δεν είναι ένας εφιάλτης που ονειρευτήκαμε όλοι μαζί αλλά μια πραγματικότητα με πολυσύνθετες επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό.
Η φωτογραφία ανέβηκε στη Facebook σελίδα της παμπ McGinn's Hop House που βρίσκεται στο Γκάλγουεϊ της Ιρλανδίας και απεικονίζει έναν ηλικιωμένο θαμώνα να κάθεται μόνος του μέσα, ατενίζοντας τον κόσμο έξω από το παράθυρο. Στο τραπέζι μπροστά του ένα μεγάλο ποτήρι Guinness, ένα μισοφαγωμένο γεύμα κι ένα ξυπνητήρι.
Στην Ιρλανδία, οι παμπ που σερβίρουν και φαγητό ξανάνοιξαν στα τέλη Ιουνίου με μια σειρά από «αλλόκοτους» περιοριστικούς όρους. Το νέο πρωτόκολλο υποχρεώνει τους θαμώνες που θα καταναλώσουν αλκοόλ να αγοράσουν επίσης, ασχέτως του αν πεινάνε ή όχι, ένα γεύμα αξίας τουλάχιστον 9 ευρώ, ενώ το όριο παραμονής στον χώρο είναι 1 ώρα και 45 λεπτά – εξού και το ξυπνητήρι στο τραπέζι του ηλικιωμένου κυρίου.
σχόλια