ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟ το σημείο που το ονομάζουμε σημείο καμπής: ήταν η πρώτη φορά μετά το 1974 που η συντριπτική πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας, του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας συμφώνησαν ότι δεν πάει άλλο, και ότι στο ζήτημα της ασφάλειας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων πρέπει κάτι να γίνει.
Ασφαλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η καταδρομική επίθεση στο γραφείο του και ο δημόσιος εξευτελισμός του πρύτανη του ΟΠΑ. Μόνο που τελικά, ούτε κι αυτό ήταν αρκετό για να οδηγηθούμε σε πραγματική συναίνεση. Οι βαθύτερες διαφορές αποκαλύπτονται –φευ– μόλις φθάσουμε στο δια ταύτα διότι ως γνωστόν, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Η βασική διαφωνία έγκειται στο πού θα αναφέρεται το ειδικά εκπαιδευμένο εκείνο Σώμα που θα είναι επιφορτισμένο με την ασφάλεια των ΑΕΙ: στον εκάστοτε πρύτανη ή απευθείας στην ΕΛΑΣ (όπως προωθεί η παρούσα κυβέρνηση); Και άρα το διχαστικό ερώτημα είναι ποιος εκ των δύο θα θεωρείται υπεύθυνος να καλεί την αστυνομία σε περίπτωση διάπραξης αξιόποινων πράξεων εντός των ιδρυμάτων. Οι επικριτές του κυβερνητικού σχεδίου θεωρούν ότι «δεν μπορεί να εγκατασταθεί αστυνομία» εντός των πανεπιστημίων και αντιπροτείνουν ένα σώμα που θα υπάγεται μόνο στον εκάστοτε πρύτανη και θα μοιάζει με τη «δημοτική αστυνομία».
Πριν μπω στην ουσία των ενστάσεών τους, ας ξεκινήσω με το ερώτημα αν γνωρίζουν πόσες δεκάδες χιλιάδες είναι οι απλήρωτες κλήσεις στη δημοτική αστυνομία για παράνομη στάθμευση, σε οποιονδήποτε δήμο της χώρας, αλλά και αν μπορούν να εξηγήσουν γιατί, για παράδειγμα, στην περιοχή των Εξαρχείων δεν υπάρχει σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης, ούτε έχει περάσει (και δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει) από εκεί η δημοτική αστυνομία.
Το σώμα της δημοτικής αστυνομίας (και ό,τι θα έμοιαζε με δημοτική αστυνομία) έχει περιορισμένη δύναμη επιβολής και μικρές επιχειρησιακές δυνατότητες, είναι δε βέβαιο ότι από τη στιγμή που δεν τα καταφέρνει πλήρως σε ήπια καθήκοντα, όπως ο έλεγχος της στάθμευσης, δεν θα είχε καμία επιτυχία σε πιο δύσκολα, όπως η επιβολή της τάξης. Γνωρίζουμε, άλλωστε, όσοι υπηρετούμε στο πανεπιστήμιο ποια θα είναι η κατάληξη τέτοιων δημοσιοϋπαλληλικών σωμάτων στην περίπτωση που θα υποστούν απειλές ή και βία από σκληρές ομάδες: τα μέλη τους είτε θα προτιμήσουν να αποφύγουν την αντιπαράθεση είτε θα ζητήσουν μετά από πολλά τέτοια περιστατικά, να μεταφερθούν σε κάποιο «γραφείο» για ασφάλεια.
Το πανεπιστήμιο είναι άσυλο ιδεών. Όχι παράνομων πράξεων. Και στην Ελλάδα, εδώ και κάποια χρόνια, αν οι ιδέες αυτές απειλούνται από κάπου δεν είναι πια από το κράτος αλλά από ακραίες ομάδες που χρησιμοποιούν την ιδεολογία ως προκάλυμμα της μηδενιστικής τους βίας.
Αντιθέτως, αν το σώμα αυτό αναφερόταν απευθείας στην ΕΛΑΣ, θα απάλλασε τον εκάστοτε πρύτανη από ένα βάρος που είναι λογικό να μη θέλει να φέρει ο ίδιος. Η τάση όλων των πρυτάνεων είναι –και αυτό είναι εν μέρει κατανοητό– να μη ρίχνουν λάδι στη φωτιά και να αποφεύγουν να καλούν την αστυνομία, θάβοντας το πρόβλημα. Αν όμως το καθήκον αυτό το φέρει άλλο σώμα, δεν θα μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ποτέ για τίποτε.
Οι βασικές ενστάσεις που εγείρουν, πάντως, οι επικριτές του σχεδίου αυτού είναι τρεις.
Πρώτον ότι είναι αντισυνταγματικό. Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στις αιτιάσεις αυτές για δύο λόγους. Κατ' αρχάς διότι δεν είμαι συνταγματολόγος, δεύτερον και κυριότερο όμως διότι παρόμοιους ισχυρισμούς είχαμε αντιμετωπίσει πολλάκις την περασμένη δεκαετία αναφορικά με πολλές μη δημοφιλείς αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων –συμπεριλαμβανομένου του νόμου Διαμαντοπούλου και των περίφημων συμβουλίων του– τα δικαστήρια έκριναν τελικά συνταγματικές τις μεταρρυθμίσεις αυτές, επιβεβαιώνοντας μάλλον την πρόσφατη ρήση του έγκριτου συνταγματολόγου Ν. Αλιβιζάτου ότι συχνά χαρακτηρίζουμε μη συνταγματικό ό,τι απλώς δεν μας είναι πολιτικά αρεστό.
Θα πρότεινα συνεπώς μια ρέγουλα στην επίκληση του Συντάγματος διότι στο τέλος όσοι το κάνουν θα καταλήξουν σαν τον ψεύτη βοσκό που φώναζε διαρκώς και για ψύλλου πήδημα ότι έρχεται ο λύκος, ώστε όταν εκείνος πράγματι εμφανίστηκε, ο βοσκός είχε χάσει την αξιοπιστία του και κανείς δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίησή του.
Η δεύτερη ένσταση εκκινεί από το επιχείρημα ότι μια τέτοια πανεπιστημιακή αστυνομία δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Πρώτα και κύρια, αυτό δεν είναι αληθές, καθώς τέτοια σώματα υπάρχουν ή υπήρξαν στο πρόσφατο παρελθόν και σε αμερικανικά και σε βρετανικά ΑΕΙ.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το σημαντικό για μένα. Θα έσπευδα μάλιστα να αντιστρέψω το επιχείρημα ρωτώντας πού αλλού χτίζονται μέλη συγκλήτων στα γραφεία τους, πού αλλού γίνεται διακίνηση ναρκωτικών σε πανεπιστημιακά campus, πού αλλού βίαιες οργανώσεις καταλαμβάνουν ανενόχλητες πανεπιστημιακούς χώρους, πού αλλού τέτοιες καταλήψεις χρησιμεύουν στην ουσία ως γιάφκες αντάρτικου των πόλεων και πού αλλού πρύτανης πανεπιστημίου φωτογραφίζεται εξευτελιζόμενος από τους «δημίους» του, όπως παλιά οι εβραίοι διαπομπεύονταν δημοσίως από τους ναζί. Η απάντηση είναι απλή: πουθενά αλλού στον κόσμο. Αν έτσι έχουν λοιπόν τα πράγματα, το θέμα δεν είναι ποιο ξένο πρότυπο θα αντιγράψουμε (εφόσον πουθενά αλλού δεν έχουν να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα) αλλά πώς θα επινοήσουμε μια δική μας απάντηση στο πρόβλημα, μια απάντηση που θα είναι λειτουργική και αποτελεσματική και δεν θα θάβει ακόμη μια φορά το πρόβλημα.
Η τρίτη ένσταση, τέλος, έχει να κάνει με τη δήθεν κατάλυση του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ που μια τέτοια μεταρρύθμιση θα επιφέρει. Και πάλι εδώ φοβάμαι ότι δίνουμε στους όρους ένα βολικό περιεχόμενο, ξεχνώντας εσκεμμένα τι περιγράφουμε με αυτούς. Τα πανεπιστήμια δεν ανήκουν στους καθηγητές και στους φοιτητές τους. Ανήκουν στο κράτος από το οποίο άλλωστε χρηματοδοτούνται αδρά. Η πολιτεία, με τη σειρά της, έχει μεν παραχωρήσει τη διοίκησή τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα, μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι εκεί ισχύουν άλλοι νόμοι από ό,τι στην υπόλοιπη επικράτεια ή ακόμη χειρότερα ότι εκεί δεν εφαρμόζονται καν οι νόμοι διότι προτιμάται η ανοχή στην παρανομία. Αυτοδιοίκητο δεν σημαίνει άσυλο παράνομων πράξεων, και όπως προφανώς δεν θα έχαιρε ασυλίας στο πανεπιστήμιο π.χ. κανένας καταχραστής δημοσίου χρήματος, έτσι δεν μπορεί να χαίρει κι ένας παραβάτης του κοινού ποινικού δικαίου.
Το αυτοδιοίκητο κανονικά πηγαίνει άλλωστε μαζί με τη λογοδοσία, και ο Έλληνας φορολογούμενος οφείλει να γνωρίζει γιατί εδώ και δεκαετίες η δημόσια περιουσία του καταλαμβάνεται από εισβολείς, υπόκειται σε βανδαλισμούς ή τελούνται παράνομες πράξεις στους χώρους της – και ουδείς μέχρι τώρα έχει ασχοληθεί σοβαρά με αυτό. Και δεν έχει το δικαίωμα μόνο να γνωρίζει αλλά απαιτεί να επιβάλλεται κι εκεί αποτελεσματικά ο νόμος, όπως οπουδήποτε αλλού στην ελληνική κρατική επικράτεια.
Συχνότατα, οι υποστηρικτές ενός τέτοιου –σημειωτέον, άοπλου– πανεπιστημιακού σώματος που θα αναφέρεται απευθείας στην ΕΛΑΣ κατηγορούνται ως συντηρητικοί οπαδοί του «νόμου και της τάξης». Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη μομφή. Υπάρχει άραγε πανεπιστημιακός λειτουργός που αδιαφορεί για τον νόμο και είναι εχθρός της τάξης; Ένας τέτοιος λειτουργός θα ήταν κακός λειτουργός, θα δίδασκε επικίνδυνες αρχές στους φοιτητές του και δεν θα τιμούσε τον όρκο του. Αν υπάρχουν πρωτίστως κάποιοι που πρέπει να υπηρετούν τους νόμους είναι οι κρατικοί λειτουργοί.
Ορισμένοι πανεπιστημιακοί θα αντιτείνουν βέβαια ότι «με την αστυνομία έξω από τις αίθουσες, δεν θα μπορούν να κάνουν μάθημα». Μόνο που όλα τα προηγούμενα χρόνια, σε πολλά ΑΕΙ, οι μόνες που εμπόδιζαν την ελεύθερη διενέργεια των μαθημάτων ή την απρόσκοπτη λειτουργία των διοικητικών οργάνων ήταν διάφορες ακτιβιστικές ομάδες φοιτητών ή και απλών εισβολέων (κανείς ποτέ δεν ήξερε ποιοι ήταν ακριβώς) που απειλούσαν ή και βαιοπραγούσαν εναντίον συγκλητικών ή και μεμονωμένων καθηγητών – τα περιστατικά είναι πάμπολα, πασίγνωστα και αρκετά θλιβερά για να τα αναφέρω.
Αδυνατώ να καταλάβω τι έχουμε τελικά να φοβηθούμε από ένα τέτοιο πανεπιστημιακό σώμα με αστυνομικά καθήκοντα, σε μια πολιτεία με εμπεδωμένη δημοκρατία δεκαετιών. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες ο νόμος (και συνεπώς τα όργανα επιβολής του) τιμωρεί τις παράνομες πράξεις, όχι τις ιδέες, ούτε φυσικά την ελευθερία της άποψης. Καμία κυβέρνηση και κανένας υπουργός δεν διανοήθηκε εδώ και 45 χρόνια, στην περίοδο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, να επιβάλει διανοητικό έλεγχο στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Είναι αστείο και να το συζητάμε. Δεν θα το ανεχόταν άλλωστε αυτό ουδείς πανεπιστημιακός που τιμά το λειτούργημά του.
Εκείνο που ωστόσο οφείλει να ελέγξει μια κυβέρνηση και ένα κράτος, σε οποιονδήποτε δημόσιο οργανισμό εποπτεύει και χρηματοδοτεί, είναι η βία και η ανομία. Το πανεπιστήμιο είναι άσυλο ιδεών. Όχι παράνομων πράξεων. Και στην Ελλάδα, εδώ και κάποια χρόνια, αν οι ιδέες αυτές απειλούνται από κάπου δεν είναι πια από το κράτος αλλά από ακραίες ομάδες που χρησιμοποιούν την ιδεολογία ως προκάλυμμα της μηδενιστικής τους βίας. Για να ανησυχεί κάποιος για το αντίθετο θα πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους προϊστορία. Πότε υπήρξε κρατικός έλεγχος, πλην της επταετούς χούντας; Κι έχουμε σήμερα, άραγε, χούντα...;
σχόλια