Τα πρώτα νομίσματα, όπως τα τσιγάρα στις φυλακές ή ακόμα και ο χρυσός ο ίδιος, εξελίχθηκαν περίπου όπως και οι κοινωνίες μας, όπου, σταδιακά, οι αξίες αντικαταστάθηκαν από τις... τιμές. Εν αρχή ην η βιωματική αξία, η οποία κάποια στιγμή ανατράπηκε από την ανταλλακτική αξία.
Ας πάρουμε τα τσιγάρα στις φυλακές. Μπήκαν στα «σίδερα» λόγω της περίεργης, ανθυγιεινής παρηγοριάς που έδιναν στους φυλακισμένους. Λόγω της βιωματικής τους αξίας, με απλά λόγια. Όμως, πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε χρηματικές μονάδες, καθώς οι κρατούμενοι τα αντάλλασσαν με άλλα, σπάνια στη φυλακή αγαθά (από σοκολάτες και σαπούνι μέχρι και SIM για τα κινητά τους τηλέφωνα). Εν τέλει, η ανταλλακτική αξία ενός τσιγάρου επικράτησε και ήταν ίδια για καπνιστές και μη, ανεξάρτητη από τις ανθυγιεινές «χαρές» που πρόσφερε ως κάψουλα νικοτίνης.
Ο χρυσός, όπως τα τσιγάρα, είχε κι αυτός, και διατηρεί, τη δική του βιωματική αξία, η οποία προκύπτει από τη λάμψη του, την ιδιότητά του να μη σκουριάζει, το βάρος του. Όμως, πολύ γρήγορα, αφού απέκτησε ανταλλακτική αξία και μετετράπη (όπως και τα τσιγάρα στις φυλακές) σε χρηματική μονάδα, η βιωματική του αξία μπήκε στο περιθώριο.
Αντιδρώντας στην εξουσία των κεντρικών τραπεζιτών επί του χρήματος που πασχίζουμε να κερδίσουμε καθημερινά (για να μην καταλήξουμε στον δρόμο), πολλοί αναπολούν τις εποχές που το χρήμα ήταν μεταλλικό, «πραγματικό».
Ωστόσο σήμερα τα χρήματα που χρησιμοποιούμε στον ύστερο καπιταλισμό δεν έχουν καμία βιωματική αξία, καθώς τείνουν να είναι όχι μόνο χάρτινα αλλά ψηφιακά, άυλα, άνευ υλικής υπόστασης. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε ένα παιδί πώς γίνεται το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ να κοστίζει 8 λεπτά (γιατί αυτό είναι το κόστος παραγωγής του). Ή το ότι μόνο το 8% των σε κυκλοφορία ευρώ έχει τυπωθεί. Και είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθεί, σε μια σύγχρονη εγχρήματη οικονομία, που πλήττεται από αλλεπάλληλες κρίσεις, η τάση προς τις θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν την Κεντρική Τράπεζα να υφαίνει πλεκτάνες εναντίον των πολιτών (θεωρίες που «φύονται» όλο και περισσότερο, ιδίως εδώ, στις ΗΠΑ, απ' όπου γράφω τις γραμμές αυτές, αλλά και στη Γερμανία, δυστυχώς).
Κάπως έτσι, λόγω της μεγάλης απόστασης μεταξύ ανταλλακτικής και βιωματικής αξίας του χρήματος (που σήμερα είναι πλέον τεράστια), γεννιέται και θεριεύει αυτό που ονομάζω «φαντασίωση του απολίτικου χρήματος». Αντιδρώντας στην εξουσία των κεντρικών τραπεζιτών επί του χρήματος που πασχίζουμε να κερδίσουμε καθημερινά (για να μην καταλήξουμε στον δρόμο), πολλοί αναπολούν τις εποχές που το χρήμα ήταν μεταλλικό, «πραγματικό». Ή, τουλάχιστον, που είχες το δικαίωμα να εξαργυρώσεις το χάρτινο χρήμα σου για χρυσό ή ασήμι. Οι νοσταλγοί αυτοί θεωρούν πως, καθώς κανείς πολιτικός ή κεντρικός τραπεζίτης δεν μπορεί να «γεννήσει» ασήμι ή χρυσό, η επιστροφή στον Κανόνα του Χρυσού ή του Αργύρου ή, τέλος πάντων, κάποιου πολύτιμου μετάλλου, θα ήταν μια λύση – θα μείωνε την εξουσία των λίγων επί των πολλών.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με εκείνους που ελπίζουν πως τη «λύση» θα δώσει η τεχνολογία. Πως ένα αποκεντρωμένο ψηφιακό χρήμα, το οποίο δεν θα μπορεί να ελέγξει καμία κυβέρνηση, θα μας απελευθερώσει (βλ. το άρθρο μου στη LiFO για το Bitcoin, 24/4/2013). Όπως και οι οπισθοδρομικοί νοσταλγοί του Μεταλλικού Κανόνα, έτσι και οι φουτουριστές τεχνολάγνοι κάνουν ένα σοβαρό λάθος: αν οι οικονομίες μας θύμιζαν την οικονομία της φυλακής, όπου τα τσιγάρα λειτουργούν τέλεια ως αποκεντρωμένη, απολίτικη χρηματική μονάδα, τότε θα είχαν δίκιο. Όμως, οι πραγματικές οικονομίες διαφέρουν ριζικά από την ανταλλακτική οικονομία της φυλακής. Σε τι; Τι λείπει από την οικονομία της φυλακής που καθιστά τα τσιγάρα, άλλα αντικείμενα, ακόμα κι ένα απολίτικο ψηφιακό νόμισμα τύπου Bitcoin, εν δυνάμει ικανοποιητικό νόμισμα στη φυλακή αλλά όχι εκτός αυτής;
Η απάντηση είναι απλή: η παραγωγή και η αγορά εργασίας. Ποια η ουσία της διαφοράς αυτής; Η απάντηση έχει δύο σκέλη.
Πρώτον, η ανθρώπινη εργασία έχει μια πολύ περίεργη, διττή φύση. Περιληπτικά, στην αγορά εργασίας άλλο «πράγμα» μισθώνει ο εργοδότης και άλλο τον ενδιαφέρει να αποκτήσει. Πληρώνει για τον (μετρήσιμο) χρόνο του εργαζομένου (κάτι που δεν ενδιαφέρει τον εργοδότη καθόλου να αποκτήσει, αλλά που μπορεί να το πληρώσει για να το έχει), αλλά τον ενδιαφέρει το (μη μετρήσιμο) «έργο» του εργαζομένου, το οποίο προσδίδει αξία στα προϊόντα της εταιρείας (αλλά το οποίο «έργο» δεν μετριέται και συνεπώς δεν αγοράζεται – απλώς «εκμαιεύεται» κατά τη διάρκεια των μισθωμένων ωρών). Αυτή η διττή φύση της εργασίας είναι το κλειδί για να καταλάβουμε από πού προκύπτει το κέρδος του εργοδότη (όταν προκύπτει) αλλά και για να συλλάβουμε τα αίτια της ανεργίας (που, χωρίς τη διττή φύση της εργασίας, θα εξαφανιζόταν, εφόσον ο μισθός έπεφτε αρκετά – όπως τα βλίτα που «ξεπουλάνε» στις λαϊκές όταν η τιμή τους πέσει).
Δεύτερον, η τάση των οικονομιών (εκτός φυλακής) να γεννούν κρίσεις στο εσωτερικό τους (σε αντιδιαστολή με τις φυλακές, όπου ποτέ δεν θα μείνει απούλητη καμία ποσότητα διακινούμενων αγαθών) απαιτεί συλλογική διαχείριση της ποσότητας του χρήματος με στόχο, αν όχι την αποτροπή της κρίσης, τουλάχιστον την ανακούφιση της κοινωνίας μετά την κρίση (π.χ. με αύξηση της ρευστότητας).
Σε τελική ανάλυση, όπως η κατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος και η διαφύλαξη του περιβάλλοντος απαιτούν συλλογικό έλεγχο και δεν επιδέχονται τεχνικών, απολίτικων λύσεων, το ίδιο συμβαίνει και με το χρήμα: η συλλογική του διαχείριση είναι απαραίτητη. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η σημερινή μορφή συλλογικής διαχείρισης, από κεντρικούς τραπεζίτες που δεν λογοδοτούν στους πολίτες, είναι αποδεκτή – όπως ισχύει για την εξουσία γενικά: όσο χρήσιμη και να είναι, κάποιος πρέπει να εξουσιάζει τους εξουσιαστές. Αυτός είναι ο λόγος που η δημοκρατία, όσο κακή εικόνα και να έχει, είναι αναντικατάστατη. Το ίδιο και με το χρήμα: η λύση δεν είναι να φαντασιωνόμαστε την ιδέα της απολιτικοποίησής του αλλά ο εκδημοκρατισμός του.
σχόλια