ΗΕλλάδα είναι η μόνη χώρα που γιορτάζειτην είσοδό της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- οι υπόλοιπες χώρες γιορτάζουν το τέλοςτου πολέμου. Βέβαια, αυτό έχει μια λογικήεξήγηση: μιας και λέμε σε όλους «ΝΑΙ»,γιορτάζουμε τη μια φορά που είπαμε«ΟΧΙ». Από το '40 και μετά, κανείςδεν μπαίνει στον κόπο να μας ρωτήσει -θεωρούν την καταφατική μας απάντησηδεδομένη και κάνουν όλοι ό,τι γουστάρουν.Η Ελλάδα θυμίζει πόρνη που περιγράφειμε περηφάνια στις φίλες της τη μια καιμοναδική φορά που αρνήθηκε να εκδοθείεπί χρήμασι. Για τη σύγχρονη Ελλάδα, ταπράγματα είναι ακόμα χειρότερα: θυμίζειπόρνη που πανηγυρίζει τη χυλόπιτα πουέριξε η γιαγιά της.
Ταξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, στις 3παρά δέκα, ο Εμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτήςτης Ιταλίας στην Ελλάδα, πήγε και χτύπησετο κουδούνι της οικίας του δικτάτοραΙωάννη Μεταξά στην Κηφισιά. Συνηθιζότανεκείνα τα χρόνια -αν ξέμενες από κάτι-να βαράς τα κουδούνια των γειτόνων μέσαστην άγρια νύχτα για να σου δώσουν λίγηζάχαρη ή καμιά ασπιρίνη. Τότε οι άνθρωποιήταν απλοί και καταδεκτικοί. Ο Μεταξάςείδε τον Γκράτσι από το ματάκι τηςπόρτας, κατάλαβε πως δεν ήθελε ζάχαρηκαι έκανε πως δεν ήταν μέσα - πατούσεμάλιστα με πατάκια στο παρκέ για ναμην τον ακούσει ο Ιταλός. Θα βαρεθεί,σου λέει, και θα φύγει. Ο Γκράτσι, όμως,εκεί, μπάστακας! Κόντεψε να σπάσει τηνπόρτα με τις γροθιές του και σήκωσε όλητην Κηφισιά στο πόδι - μέχρι τον Βάρσοακούστηκαν οι γαϊδουροφωνάρες του. Τινα κάνει κι ο Μεταξάς, στο τέλος τουάνοιξε. «Τι χαμπάρια, μάστορα;»του κάνει του Γκράτσι, του οποίου, εν τωμεταξύ, του είχε γυαλίσει το μάτι απότην αναμονή, αλλά τον είχε πιάσει καικατούρημα επειδή είχε υπερτροφία τουπροστάτη - παραλίγο να του φύγουν ενμέσω της σαλόνος. Αφού έριξε έναγερό κατούρημα, την τίναξε και τράβηξετο καζανάκι, πάει στον Μεταξά και τουλέει πως έχει εντολή να του παραδώσειένα τελεσίγραφο.
ΟΜεταξάς δεν καταλάβαινε ιταλικά καιέκανε την πάπια: «Νον καπίσκο νιέντεσινιόρε Γκράτσι, να σας τρατάρω έναπεργαμόντο;». Τον πλάκωσε και στα«φόρτσα Γιούβε» μπας και τονκαλοπιάσει, αλλά ο Ιταλός ήταν γάτα καιτο γύρισε στα γαλλικά, που εκείνα ταχρόνια ήταν η γλώσσα της διπλωματίας -μην κοιτάτε σήμερα, αν δεν μιλούσεςγαλλικά το '40, σε θεωρούσαν εντελώςμπασκλασαρία. Παίρνει το τελεσίγραφοο Μεταξάς, το διαβάζει και έγινε η καρδιάτου περιβόλι: η ιταλική κυβέρνησηαπαιτούσε την ελεύθερη διέλευση τωνστρατευμάτων της από τον ελληνικό χώρο,από τις 6 π.μ. - δηλαδή, σε τρεις ώρες. Όπωςκάθε δουλοπρεπής Έλληνας, ο Μεταξάςήταν έτοιμος να πει του Γκράτσι «Περάστε- σαν στο σπίτι σας», αλλά τότε θυμήθηκεπως ήταν μια χρυσή ευκαιρία να ξεπλύνειτην ντροπή της οικογένειάς του. O Μεταξάςείχε δυο κόρες, τη Λουκία και τη Νανά. ΗΝανά ήταν υπόδειγμα θυγατέρας δικτάτορα-γαλλικά, πιάνο, παρέλαση και σπίτι-,αλλά η Λουκία ήταν εξώλης και προώλης.Νυμφομανής. Με το βρακί στην τσέπηκυκλοφορούσε. Όλη η Αθήνα υποστήριζεπως την είχε πάρει. Ο Μεταξάς είχε μάθειτις πομπές της κόρης του και ήταν σεαπόγνωση. Στο σπίτι δεν τη φώναζαν πια«Λουκία» αλλά «Λουλού» -προφανώς, επειδή ήταν σουρλουλού.Χαϊδευτικά την έλεγαν «Λουλούκα».Τα ήθελε και του Μεταξά ο κώλος τουπάντως, γιατί δεν μπορείς, κύριε, ναείσαι δικτάτορας και «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια»και να φωνάζεις τις κόρες σου «Λουλού»και «Νανά» - έτσι λέγονται τακορίτσια στα μπορντέλα. Πάλι καλά πουδεν είχε και τρίτη θυγατέρα - «Λολίτα»θα τη βάφτιζε.
Βέβαια,από την άλλη, ευτυχώς που είχε κόρες -φαντάζεστε να είχε κάνα γιο και να του 'βγαινε ντιγκιντάνγκας; Θα κατέρρεε ηδικτατορία σαν χάρτινος πύργος. Τομεγάλο πρόβλημα του Μεταξά ήταν πωςήταν κοντός και δεν άρεσε στις γυναίκες,γιατί ανέκαθεν τα θηλυκά προτιμούσαντους νταγλαράδες. Γι' αυτό ο καλόςΘεούλης του έδωσε κόρες - για να τοντιμωρήσει.
Τούτωνδοθέντων, ο Μεταξάς σκέφτηκε πως ανέκανε επιστράτευση και έστελνε όλο τοναντρικό πληθυσμό στα σύνορα, η Λουλούδεν θα έβρισκε αρσενικό ελεύθερο καιθα συμμορφωνόταν. Για μια στιγμή τουπέρασε από το μυαλό να της κάνειπαρθενορραφή και να την κλείσει σεμοναστήρι, αλλά υπήρχε περίπτωση να τογυρίσει στα λεσβιακά, να τρελάνει στομπαλαμούτι τις καλόγριες και τότε δενθα τον ξέπλενε ούτε ο Δούναβης. Γυρνάειλοιπόν στον Γκράτσι και του λέει μεάψογο γαλλικό αξάν: «Alors, c' est la guerre»(Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).
Ταχάνει ο Γκράτσι -που δεν περίμενε αρνητικήαπάντηση- και, γοητευμένος από τηναρρενωπότητα του Μεταξά, τον ρωτάει μεπάθος: «Voulez-vous coucher avec moi ce soir?».«ΟΧΙ» του λέει ο Μεταξάς αποφασιστικά.Αυτό το «ΟΧΙ» γιορτάζουμε εμείςσήμερα και είναι απόλυτα λογικό - υπήρχεπερίπτωση να γιορτάζαμε το «Alors, c'est la guerre»; Δεν θα κατέβαινε κανείςστην παρέλαση για να μην τον πούνε φλώρο.
Πρινκαλά καλά ξημερώσει η 28η Οκτωβρίου, τοτι έγινε δεν περιγράφεται. Όλοι οιΈλληνες να πάνε να πολεμήσουν! Στρατόκαυλοι!Συνέβη και τότε αυτό που συνέβη με τακινητά πριν από μερικά χρόνια: με το πουπήρε ο πρώτος Έλληνας κινητό, την άλλημέρα είχαν όλοι. Πάσχουμε από μιμητισμό.Ξεκίνησε ένας Έλληνας να πάει στηνΉπειρο να πολεμήσει και τον ακολούθησανόλοι οι άλλοι. Οι γυναίκες με το ζόριέμειναν πίσω. Από τα νεύρα τους που δεντις άφηναν να πολεμήσουν, πλακώθηκανκι άρχισαν να πλέκουν κάλτσες για τουςφαντάρους μας. Έμεινε η χώρα από μαλλί.Μπορεί οι στρατιώτες μας να μην είχανσώβρακο ν' αλλάξουν, αλλά είχαν απόδιακόσια ζευγάρια κάλτσες ο καθένας.Μέσα σε δεκάξι μέρες δεν υπήρχε Ιταλόςούτε για δείγμα στο ελληνικό έδαφος. Μακι αυτοί οι Ιταλοί είχαν στείλει στομέτωπο τη μεραρχία «Τζούλια» -πάλι καλά που δεν έστειλαν και τη μεραρχία«Ορνέλλα».
Βέβαια,και οι Ιταλοί δεν είχαν και μεγάληπρεμούρα να καταλάβουν την Ελλάδα, γιατίήξεραν πως τότε δεν είχαμε ούτε εσπρέσοούτε φρεντοτσίνο - μόνο ελληνικό πολλάβαρύ και όχι, και όποιος γουστάρει. Τουςπήραν οι φαντάροι μας στο κυνήγι μέσαστην Αλβανία, κι αυτοί όπου φύγει φύγει.Ήταν και νταβραντισμένοι οι δικοί μαςαπό τη φασολάδα και πέρδονταν συνέχεια.Ενώ οι Ιταλοί με τα μακαρόνια, τι νακλάσουν; Ακόμα και σήμερα βρομάει ηΑλβανία από τα αέρια των φαντάρων μας- γι' αυτό την εγκαταλείπουν οι Αλβανοί.Το μεγάλο μας όπλο όμως ήταν η ΣοφίαΒέμπο, η τραγουδίστρια της νίκης. Πήγαινεη Βέμπο στο μέτωπο, την άκουγαν οιφαντάροι μας και ορμούσαν στους Ιταλούς.Την άκουγαν και οι Ιταλοί και σκιάζονταν.Βέβαια, κάποια στιγμή «έκλεισε»η φωνή της Βέμπο και βρήκαν την ευκαιρίαοι Γερμανοί να μας κάνουν με τα κρεμμυδάκια.Δεν σκέφτηκε κανένας Έλληνας στρατηγόςνα αντικαταστήσει τη Βέμπο στην πρώτηγραμμή του μετώπου με τη Μαρία Κάλλας,κι έτσι το μεγάλο μας όπλο έμεινε στηνΑθήνα.
ΣτουςΈλληνες άρεσε τόσο πολύ το έπος του ‘40,που με το πού έφυγαν οι
Γερμανοί άρχισαννα σκοτώνονται μεταξύ τους. Ευτυχώςόμως οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί μάςβοήθησαν να διώξουμε τους κομμουνιστές.Φαντάζεστε πώς θα ήταν σήμερα η Ελλάδααν στον εμφύλιο είχαν επικρατήσει οικομμουνιστές; Κόλαση. Εμείς θα ήμαστανατομικιστές, αγενείς, φθονεροί καιρουφιάνοι, ενώ η χώρα θα είχε γεμίσειτσιμέντο, θα είχε γίνει ένας απέραντοςσκουπιδότοπος και δεν θα υπήρχε ελπίδα απόπουθενά γιατί θα είχαμε ξεπουλήσει ταπάντα. Τι; Έτσι ακριβώς είμαστε; Αέραααααααααααααααααααα!!!
σχόλια