Συνηθισμένοι να διαχειρίζονται τα πάντα επικοινωνιακά στο Μαξίμου, έκαναν το λάθος να αντιμετωπίσουν με όρους επικοινωνίας και τη μεγάλη καταστροφή που προκλήθηκε από την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου με τους δεκάδες νεκρούς.
Ενώ ήταν προφανές από την αρχή ότι υποτίμησαν τον κίνδυνο και στη συνέχεια υπήρξε μια εντυπωσιακή έλλειψη συντονισμού και ετοιμότητας, αντί να σπεύσουν να διορθώσουν ό,τι διορθωνόταν και να σώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί, η αγωνία τους ήταν να μη δουν οι πολίτες την αδυναμία της κυβέρνησης.
Αρχικά συγκάλεσαν μια σύσκεψη το βράδυ της Δευτέρας για να φανεί ότι ο πρωθυπουργός έχει τα πάντα υπό έλεγχο, αλλά τα γεγονότα των επόμενων ημερών αποκάλυψαν ότι στη σύσκεψη εκείνη δεν είχαν ιδέα για την κόλαση στην οποία είχε μετατραπεί το Μάτι ούτε για τους δεκάδες ανθρώπους που είχαν απανθρακωθεί και όσους περίμεναν για ώρες εξαντλημένοι μέσα στη θάλασσα για να διασωθούν.
Χωρίς δεύτερες σκέψεις αποφάσισαν να διαχειριστούν και αυτή την κατάσταση επικοινωνιακά. Αρνήθηκαν τις ευθύνες για τις παραλείψεις τους, επιχείρησαν να ρίξουν τα λάθη σε προηγούμενες κυβερνήσεις και το χειρότερο από όλα: έριξαν τις ευθύνες στα ίδια τα θύματα, την ώρα που έταζαν στους συγγενείς και στους επιζώντες διορισμούς στο Δημόσιο, ελπίζοντας να γλιτώσουν την κατακραυγή.
Στη συνέχεια, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας ‒ο συνυπεύθυνος υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης προσπαθούσε να μην μπαίνει στο κάδρο‒, σε συνέντευξη που οργανώθηκε από το Μαξίμου και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο υποστήριξε ότι όλα τα έκαναν σωστά, επιρρίπτοντας στην ουσία την ευθύνη στα θύματα, στην αυθαίρετη δόμηση, στα καιρικά φαινόμενα κ.λπ. Αλλά καμία ευθύνη σε αυτούς που κυβερνούν και διαχειρίζονται τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος αποδείχτηκε εξαιρετικά ανεπαρκής και απροετοίμαστος.
Πώς, όμως, είναι δυνατόν, όταν έχεις τόσους νεκρούς, τέτοια καταστροφή και γνωρίζεις ότι δεν λειτούργησαν τα πάντα στην εντέλεια, να ισχυρίζεσαι ότι δεν ευθύνεσαι;
Επόμενη κίνηση ήταν η επίσης επικοινωνιακή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό (που δεν συνοδεύτηκε από κάποια πράξη), για να κορυφωθεί με τη σκηνοθετημένη επίσκεψη Τσίπρα, μία εβδομάδα μετά, στον τόπο της καταστροφής, όταν δεν βρισκόταν κανένας εκεί. Χωρίς την παρουσία των ΜΜΕ, για να μην καταγράψουν τυχόν αντιδράσεις κατοίκων, παρά μόνο με έναν δικό τους οπερατέρ, που θα μόνταρε μετά τα πλάνα, σύμφωνα με τις οδηγίες.
Η επικοινωνιακή διαχείριση μιας τόσο μεγάλης καταστροφής, αντί να κατευνάσει, αυτήν τη φορά προκάλεσε, αλλά το Μαξίμου δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τα πάντα ως επικοινωνία.
Ο Αλέξης Τσίπρας φημίζεται για τις ικανότητές του στην επικοινωνιακή πολιτική, η οποία θεωρείται και το μεγάλο του πλεονέκτημα. Έχει ποντάρει από την αρχή της πολιτικής του καριέρας σχεδόν τα πάντα σε αυτή και είναι γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα αυτό του έβγαινε. Από την υποψηφιότητά του στον Δήμο Αθηναίων το 2006 μέχρι την εκλογική νίκη του 2015, αλλά και όλες τις πολιτικές αποφάσεις που πήρε, αφού βρέθηκε στην εξουσία: το δημοψήφισμα, τη διαχείριση του αποτελέσματός του, τα capital controls, το τρίτο μνημόνιο, το προσφυγικό...
Ένα από τα ιστορικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι και σήμερα κοντά του και κατέχει υψηλό αξίωμα, έλεγε κάποτε ότι διαφωνεί μαζί του σε ένα μόνο πράγμα: στην αναλογία πολιτικής και επικοινωνίας. «Εγώ πιστεύω ότι είναι 50-50», έλεγε, «αλλά ο Αλέξης λέει 80 επικοινωνία και 20 πολιτική».
Κύριο χαρακτηριστικό της τακτικής του, όσο διάστημα είναι πρωθυπουργός, ήταν ότι άλλα έκανε κι άλλα επικοινωνούσε, καταφέρνοντας να πείθει τις κρίσιμες μάζες. Για περισσότερα από τρία χρόνια κυβερνάει κάνοντας επικοινωνία και όχι έργο, χωρίς αυτό να του έχει δημιουργήσει μέχρι πρότινος κανένα πρόβλημα.
Κατάφερε να περάσει δύσκολες αποφάσεις ή να καλύψει λάθη και παραλείψεις που είχαν κόστος για τη χώρα με ελάχιστο έως μηδαμινό προσωπικό κόστος για τον ίδιο. Αυτή είναι η μεγάλη προσωπική του επιτυχία, η οποία τον έκανε να πιστεύει ότι, αφού πέρασε τόσο δύσκολα πράγματα με επικοινωνιακά τρικ (μνημονιακά μέτρα κ.ά.), μπορεί να περάσει τα πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Και ήρθε το τραγικό συμβάν της φονικής πυρκαγιάς για να καταρρεύσουν όλα. Το μεγάλο λάθος, που κατά πολλούς άγγιξε την ύβρη, ήταν ότι η κυβέρνηση επιχείρησε να κάνει επικοινωνιακή διαχείριση ακόμα και σε μια τέτοια μεγάλη τραγωδία. Αντί να κινητοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό για να κάνει ό,τι μπορούσε και ό,τι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι λειτουργοί του, χωρίς να χαθεί ούτε ένα λεπτό. Οι πολίτες είδαν τον πρωθυπουργό να εμφανίζεται την περασμένη Δευτέρα σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, σχεδόν πέντε ώρες μετά την ολοκλήρωση του καταστροφικού έργου της φωτιάς στο Μάτι, σε μια σύσκεψη που είχε σκοπό να καθησυχάσει την κοινή γνώμη ότι όλα είναι υπό έλεγχο.
Εκείνη την ώρα, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, δεκάδες άνθρωποι είχαν καεί ζωντανοί και πολλοί άλλοι είχαν πνιγεί στην προσπάθειά τους να σωθούν από τη φωτιά, ενώ εκατοντάδες περίμεναν με απόγνωση την πολιτεία να τους σώσει. Ο πρωθυπουργός, όμως, και οι αρμόδιοι έμοιαζαν να αγνοούν εντελώς την έκταση του δράματος.
Για την ακρίβεια, έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου. Και όταν πέντε ώρες μετά το «ολοκαύτωμα» αγνοείς το μέγεθος της καταστροφής, είναι βέβαιο ότι αδυνατείς και να την αντιμετωπίσεις εγκαίρως και επιτυχώς.
Τα κυβερνητικά στελέχη εκείνη τη βραδιά επέμεναν να υποτιμούν τη φωτιά και να σπινάρουν ότι πρόκειται για υπερβολές των ΜΜΕ που θέλουν να πλήξουν την κυβέρνηση. Αντί να σπεύσουν να αντιληφθούν την έκταση της καταστροφής και να πράξουν τα δέοντα, όταν άρχισαν να υποψιάζονται ότι ίσως δεν ήταν υπερβολές του ΣΚΑΪ όλα αυτά, έσπευσαν να σχεδιάσουν την επικοινωνιακή διαχείριση της καταστροφής.
Ο πρωθυπουργός έπρεπε να επιστρέψει από τη Βοσνία και να φανεί ότι συμμετέχει σε μία σύσκεψη για τις πυρκαγιές, που, όπως φάνηκε αργότερα, όταν αποκαλύφθηκαν τα πραγματικά και τραγικά συμβάντα, ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Η μεγάλη αποκάλυψη, όμως, ήταν ότι εκείνες τις κρίσιμες ώρες η κυβέρνηση όχι μόνο υποτίμησε την καταστροφή που συντελούνταν αλλά και όταν την κατάλαβε, επιχείρησε να τη διαχειριστεί επικοινωνιακά, όπως είχε κάνει τόσες φορές με τόσα άλλα θέματα και σχεδόν πάντα με επιτυχία ως τώρα (μόνη εξαίρεση, πρόσφατα, το Σκοπιανό).
Ίσως από κεκτημένη ταχύτητα, ίσως λόγω της πεποίθησης ότι στην επικοινωνία θα κερδίζουν πάντα, ίσως επειδή είχαν δει αυτές τις τακτικές να πιάνουν ακόμα κι εκεί που δεν το περίμεναν (π.χ. η επιτυχής για το Μαξίμου επικοινωνιακή διαχείριση του δημοψηφίσματος και του τρίτου μνημονίου ξεπέρασε κάθε προσδοκία τους).
Για όλους αυτούς τους λόγους και χωρίς δεύτερες σκέψεις αποφάσισαν να διαχειριστούν και αυτή την κατάσταση επικοινωνιακά. Αρνήθηκαν τις ευθύνες για τις παραλείψεις τους, επιχείρησαν να ρίξουν τα λάθη σε προηγούμενες κυβερνήσεις και το χειρότερο από όλα: έριξαν τις ευθύνες στα ίδια τα θύματα, την ώρα που έταζαν στους συγγενείς και στους επιζώντες διορισμούς στο Δημόσιο, ελπίζοντας να γλιτώσουν την κατακραυγή.
Δεν έσκυψαν το κεφάλι, δεν επέδειξαν ευθιξία, δεν αναγνώρισαν τα λάθη τους, αλλά εμφανίστηκαν βέβαιοι ότι με επικοινωνιακά τρικ θα τη γλιτώσουν και αυτήν τη φορά. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος και πολύ πιθανό και μοιραίο για τον Αλέξη Τσίπρα. Παγιδεύτηκε από τις προηγούμενες επιτυχείς εκβάσεις, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει επικοινωνιακή διαχείριση για τα πάντα.