Δηλώναμε κάποτε, μέσα στην αλαζονεία, την εγωπάθεια και τη θερμή σύγχυση της πρώιμης νεότητας, πόσο ιδανικό θα ήταν για τις μποέμ και αυτοτελείς προσωπικότητές μας να μπορούσαμε να μέναμε διά βίου σε ξενοδοχεία ως προνομιούχοι flâneurs της ύπαρξης. Μηδέν έγνοιες και οικιακές υποχρεώσεις, απόλυτη ελευθερία κινήσεων, περιορισμένοι δεσμοί, εύκολες αποδράσεις, πάμε γι' άλλα, το μέλλον είναι για πάντα...
Ουδείς, φυσικά, πραγμάτωσε αυτό το κωμικά επιπόλαιο όραμα και όποιος/-α στην ενήλικη ζωή έχει αναγκαστεί να διαμένει τακτικά και επί μακρόν σε ξενοδοχεία λόγω δουλειάς (πάσης φύσεως και αμοιβής) αργά ή γρήγορα δηλώνει εξοντωμένος από την εμπειρία, η οποία συχνά συνοδεύεται από χρόνια συμπτώματα αποξένωσης και αποπροσανατολισμού.
Υπάρχουν λόγοι για τον διαχωρισμό σπιτιού-ξενοδοχείου, και για το σλόγκαν «τι το πέρασες εδώ, ξενοδοχείο;» και δεν έχουν να κάνουν με την επιβολή κανόνων ούτε με τη θαλπωρή και την κεκτημένη οικειότητα μιας μόνιμης κατοικίας σε σχέση με ένα δωμάτιο (ή μια σουίτα) ξενοδοχείου. Το ένα είναι αυτό που είναι και ό,τι καλύτερο μπορεί να καταφέρει κανείς για να στεγάσει την καθημερινότητά του και το άλλο είναι... ό,τι να' ναι, δεν μας νοιάζει κιόλας στην πραγματικότητα.
Δεν είναι ότι μ' ενοχλεί η φασαρία αλλά, όπως και να το κάνεις, είναι μεγάλο το άλμα από το να ακούς σποραδικά κάτι που μοιάζει με επιθανάτιο ρόγχο σε κάτι που μοιάζει με φουλ ανέμελο σεξ εκτός έδρας.
Προσωπικά, προτιμούσα πάντα μια μέση λύση. Όχι ξενοδοχείο φυσικά (εκτός των άλλων, πώς νομίζαμε δηλαδή ότι θα το πληρώνουμε;), αλλά ούτε και πολλά-πολλά με τους υπόλοιπους ενοίκους, εκτός κι αν τύχει να τα βρεις μαζί τους σε κάποιο βαθύ επίπεδο (τέτοιες ευλογίες είναι σπάνιες, όμως, στον πολυπληθή αστικό βίο).
Μένω σε μια πολυκατοικία του ευρύτερου κέντρου όπου εσχάτως κάποια (δύο-τρία, δεν είμαι σίγουρος) διαμερίσματα που παρέμεναν για καιρό άδεια έχουν παραδοθεί στο Αirbnb. Το ένα είναι ακριβώς αποπάνω μου και μέχρι πριν από μερικούς μήνες ακουγόταν μόνο πού και πού η αγωνία μιας ηλικιωμένης κυρίας, ώσπου μια μέρα, ξημερώματα, ακούστηκε μια κραυγή κι ένας λυγμός συγγενικού προσώπου της, και μετά σιγή.
Ακολούθως, το διαμέρισμα τέθηκε στην υπηρεσία του Αirbnb, όπως σταδιακά έγινε φανερό από το ειδικό κουδούνι στην είσοδο, από τα ζευγάρια με τα μπαγκάζια και το ύφος καχυποψίας και απορίας («στο σωστό ήρθαμε;») στην εξώπορτα, τους περιστασιακούς (συν)ενοίκους που καμιά φορά προσπαθούν κατά λάθος να μπουν στο δικό μου διαμέρισμα, το γενικό κλίμα ευζωίας και αδιαφορίας για κανόνες κοινής ησυχίας που αντηχεί από το επάνω πάτωμα.
Δεν είναι ότι μ' ενοχλεί η φασαρία (ούτε τόσο έντονη είναι και επίσης έχω κάνει κι εγώ το μερίδιο του σαματά που μου αναλογούσε κατά καιρούς ως ένοικος), αλλά, όπως και να το κάνεις, είναι μεγάλο το άλμα από το να ακούς σποραδικά κάτι που μοιάζει με επιθανάτιο ρόγχο σε κάτι που μοιάζει με φουλ ανέμελο σεξ εκτός έδρας.
Είναι αυτή η ενοχλητική ιδέα της περιστρεφόμενης πόρτας με τους περιστασιακούς ενοίκους που διαρκώς έρχονται, τα «σπάνε» και φεύγουν, και ξανά από την αρχή. Είναι και ο (ρεαλιστικός) φόβος ότι μπορεί το «δικό» σου διαμέρισμα να είναι το επόμενο Αirbnb του κτιρίου, αν ο ιδιοκτήτης του δελεαστεί κι εκείνος, όπως τόσοι άλλοι, προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν λέω, το κατανοώ ως πατέντα το Αirbnb και επίσης κατανοώ και τους (μικρο)ιδιοκτήτες που βρήκαν στην «εφαρμογή» μια καταφυγή από τα βάρη της κρίσης και της φτωχοποίησης.
Απλώς είναι κι αυτό μία από τις ιδέες που σκαρφίστηκε κάποιο τζιμάνι της Silicon Valley και φαινόταν τόσο συμπαθητική και cute και ανθρώπινη και χρήσιμη στο μικρο-επίπεδο και κατόπιν γιγαντώθηκε αγρίως και εντελώς ασύμμετρα, προκαλώντας ποικίλες ρωγμές στον κοινωνικό ιστό, διάβρωση ολόκληρων περιοχών, εκτοπισμό μόνιμων κατοίκων, ραγδαία αύξηση ενοικίων κι ένα σωρό άλλα ζητήματα που έχουν αρκούντως καταγραφεί.
Έντεκα χρόνια μετά την ίδρυσή του ως τεχνολογικής πατέντας που, όπως δηλώνουν και όλες οι υπόλοιπες στο καταστατικό τους, θα μας «συνέδεε» αναμεταξύ μας –και θα κοιμόμασταν ο ένας στον καναπέ του άλλου ανά την υφήλιο–, ο υπερθυρεοειδισμός του Αirbnb μοιάζει να καταπίνει το σύμπαν ή να δαγκώνει το σκηνικό τριγύρω μας, όπως το ξέραμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO