Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ έπαιξε με τη φωτιά και κάηκε. Κάηκε σίγουρα ο ίδιος, καθώς είναι απίθανο, μετά τα όσα έγιναν, να επιχειρήσει ένα πολιτικό comeback για την προεδρία. Όπως κάηκε και η υστεροφημία του, μετά από μια θητεία μάλιστα που όποιος θέλει (ή μπορεί) να την κρίνει κάπως αντικειμενικά είχε και κάποια επιτεύγματα να επιδείξει. Τα όποια θετικά του, κυρίως στην oικονομία, δεν θα τα θυμάται κανείς. Αυτό που κυρίως θα μείνει είναι ότι υπήρξε ένας επικίνδυνος δημαγωγός, ένας bad loser, που έπαιξε με τα όρια του δημοκρατικού συστήματος.
Ο Τραμπ, από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στην πολιτική, επένδυσε στην αμετροέπειά του, την οποία πλάσαρε ως αντισυστημικότητα. Στις εκλογές του 2016 είχε πει το αμίμητο «αν πυροβολήσω κάποιον στην 5η λεωφόρο δεν θα χάσω ούτε μία ψήφο». Φαίνεται ότι το πίστεψε και ο ίδιος.
Η αίσθηση παντοδυναμίας, η ψευδαίσθηση ότι είναι ένα πολιτικό «τεφάλ» στο οποίο δεν κολλάει τίποτα, σε συνδυασμό με την έμφυτη και ανεξέλεγκτη αλαζονεία του, οδήγησε στο θεμελιώδες πολιτικό αμάρτημα της οίησης. Και έτσι ξεπέρασε τα όρια. Τόσο προεκλογικά, με την τραγική επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας (ακόμα και της προσωπικής του ασθένειας) που του κόστισε τις εκλογές, αλλά κυρίως μετά από αυτές. Όταν, αντί να περιοριστεί στη δικαστική αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων –όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάνει–, αμφισβήτησε τόσο τα δικαστήρια που δεν αποδέχτηκαν τις ενστάσεις του όσο και μια μακρά πολιτική παράδοση ομαλής μετάβασης της εξουσίας. Αρνούμενος να δεχτεί το αποτέλεσμα, οξύνοντας το πολιτικό κλίμα και εξωθώντας τους οπαδούς του σε ντροπιαστικές και επικίνδυνες πρακτικές.
Ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του ενδεχομένως θα πουν ότι ποτέ δεν τους εξώθησε κυριολεκτικά να μπουκάρουν στο Καπιτώλιο. Ανοησίες. Όταν επί μήνες μιλάς για εκλογική απάτη, για κλοπή, για διεφθαρμένο σύστημα που σε πολεμά, όταν φλερτάρεις με κάθε παλαβή θεωρία συνωμοσίας, όταν αγκαλιάζεις περιθωριακά στοιχεία, όταν χρησιμοποιείς συστηματικά ακραία τοξική ρητορική, είναι θέμα χρόνου να ξεφύγει η κατάσταση. Η εχθροπάθεια προκαλεί το μίσος και τον φανατισμό. Και το μίσος με τον φανατισμό είναι τα στοιχεία που τροφοδοτούν τον κάθε λογής εξτρεμισμό.
Η αίσθηση παντοδυναμίας, η ψευδαίσθηση ότι είναι ένα πολιτικό «τεφάλ» στο οποίο δεν κολλάει τίποτα, σε συνδυασμό με την έμφυτη και ανεξέλεγκτη αλαζονεία του, οδήγησε στο θεμελιώδες πολιτικό αμάρτημα της οίησης. Και έτσι ξεπέρασε τα όρια.
Ο Τραμπ έχασε το μέτρο και το πλήρωσε, θυμίζοντας σε όλους την αξία του. Καλό θα είναι όμως την αξία του μέτρου να τη θυμούνται οι πάντες. Αν όσοι εναντιώθηκαν στον Τραμπ επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν το κλίμα που διαμορφώνεται και το πάτημα που τους δόθηκε μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο για να δαιμονοποιήσουν συλλήβδην τους αντιπάλους τους, να μετέλθουν πρακτικές λογοκρισίας, να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα μέσα σε ένα παροξυσμικό περιβάλλον θα έχουν επίσης τροφοδοτήσει επικίνδυνες καταστάσεις.
Ο τραμπισμός μπορεί να αποτέλεσε μια λάθος απάντηση, αλλά αφορούσε υπαρκτά ερωτήματα. Οι άνθρωποι που νιώθουν ότι η φωνή τους δεν ακούγεται, ότι σνομπάρεται ο τρόπος ζωής τους, οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης που ανησυχούν για το μέλλον και τις δουλειές τους, όσοι ενοχλούνται από το ότι καταστρέφονται καριέρες και ζωές ανθρώπων που παρεξέκλιναν από το newspeak της πολιτικής ορθότητας, όσοι αγανακτούν με υστερικού τύπου αναθεωρήσεις της Ιστορίας και γκρεμίσματα αγαλμάτων, όσοι ενοχλούνται από την ανοχή στη βία οργανωμένων ομάδων, είναι πολίτες που δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιηθούν ούτε να περιθωριοποιηθούν.
Στα 74 εκατομμύρια ψηφοφόρων που στήριξαν τον Τραμπ (σε μια απολύτως οριακή αναμέτρηση, που εν τέλει κρίθηκε για 43.000 ψήφους) δεν περιλαμβάνονται μόνο τα λούμπεν στοιχεία που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο αλλά και εκατομμύρια άλλοι που συμμερίζονται τις παραπάνω ανησυχίες. Ο διαχωρισμός τους είναι αναγκαίος, τουλάχιστον για όποιον θέλει να βλέπει όλη την εικόνα και να μην την περιορίζει στις ανάγκες της πολιτικής του προπαγάνδας.
Η έλλειψη μέτρου από τη μεριά των νικητών, των Δημοκρατικών εν προκειμένω, θα οδηγήσει νομοτελειακά στη δική τους ύβρη και νέμεση. Και θα ακυρώσει το ίδιο το νόημα της εκλογής Μπάιντεν, που περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο ήταν μια νίκη της μετριοπάθειας. Εναντίον τόσο του Τραμπ όσο και της ακραίας τάσης του δικού του κόμματος.
Ο πρώτος που πρέπει να το θυμάται αυτό είναι ο ίδιος ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος, του οποίου η βασική υπόσχεση ήταν να βγάλει τη χώρα από τα χαρακώματα της ακραίας πόλωσης.
Όσο για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ούτε ψύλλος στον κόρφο του... Η νέα ηγεσία που θα αναδειχθεί θα πρέπει να ανασυντάξει ένα τραυματισμένο κόμμα, το οποίο σήμερα έχει χάσει και τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Θα πρέπει να κρατήσει αποστάσεις από τον αφιονισμένο Τραμπ και να προχωρήσει μπροστά, χωρίς ωστόσο να αποξενώσει τη βάση των ψηφοφόρων του. Και παράλληλα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις πρακτικές των Δημοκρατικών (και των συμμάχων τους) που αναμενόμενα θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για να τους προκαλέσουν στρατηγικά πλήγματα.
Η ανάγκη των Ρεπουμπλικανών για στελέχη νεότερης γενιάς, με ισορροπημένη εικόνα και ισχυρή προσωπικότητα ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν τη δική τους ατζέντα, είναι επιβεβλημένη. Σε κάθε περίπτωση, θα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Εκεί κι αν θα χρειαστούν ισορροπία και μέτρο...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια