Αυτό με τις μπαταρίες που γεμίζουν στις διακοπές πρέπει να είναι το πιο σαχλό και άκυρο γνωμικό του κόσμου. Σύμφωνα με την εμπειρία μου τουλάχιστον, η ιδανική κατάσταση διακοπών σε πετυχαίνει εξοντωμένο (ετοιμοθάνατο σχεδόν) από τον ήλιο, τη θάλασσα, το απαιτητικό σκηνικό, τις διεγέρσεις και τις ψευδαισθήσεις πάσης φύσεως, αλλά ευτυχή. Τα πάντα ρει και τον πούτσο κλαίγαμε. Κάθε μικροπεριστατικό γίνεται αστικός θρύλος, έστω και για μια μέρα. Μιλάς πολύ και δε λες τίποτα. Μιλάς ελάχιστα και κάθε λέξη αποκτά βάρος ιδιοφυούς παρατήρησης ακόμα κι αν σε διαφορετικό, «καθημερινό» περιβάλλον θα έπεφτε κάτω και δε θα την αναζητούσε κανείς. Οι σχεδόν πάντα ημιτελείς ψιλοκουβέντες των διακοπών έχουν την υφή ζεν κοινοτυπίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι όσο πιο πολύ χαλαρώνει - εντός ή εκτός εισαγωγικών – κανείς, τόσο ο λόγος του μοιάζει με προϊόν κάποιου είδους εποχιακής νοητικής υστέρησης. Από την άλλη, οι έντονες ιδιωτικές διενέξεις, ερωτικού ή άλλου τύπου, που συμβαίνουν σε σκηνές, σε δωμάτια, σε στούντιο, σε πισίνες, φέρουν κάτι από αρχαία τραγωδία ή από το πολύ ενδιαφέρον φιλμικό υποείδος με τίτλο «πώς μπορούν να συμβούν φριχτά πράγματα σε μαγευτικά μέρη». Εκεί ανήκει και το A Bigger Splash (Κάτω από τον ήλιο) που διασχίζει όλο αυτό το εδεμικό ναρκοπέδιο των θερινών διακοπών και παιζόταν στην Αθήνα δεκαπενταύγουστο ενώ θα έπρεπε ίσως να προβάλλεται σε κανονικά ή αυτοσχέδια θερινά σινεμά κατά μήκος των ελληνικών νησιών.
Οι σχεδόν πάντα ημιτελείς ψιλοκουβέντες των διακοπών έχουν την υφή ζεν κοινοτυπίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι όσο πιο πολύ χαλαρώνει - εντός ή εκτός εισαγωγικών – κανείς, τόσο ο λόγος του μοιάζει με προϊόν κάποιου είδους εποχιακής νοητικής υστέρησης.
Η ταινία πήρε τον τίτλο της από τον ομώνυμο πίνακα του Χόκνεϊ, στον οποίο όμως δεν υπάρχουν ανθρώπινες φιγούρες (μόνο το «σπλας» που αφήνει η βουτιά στην επιφάνεια της πισίνας) αντίθετα από την ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που σφύζει από ανθρώπινη σύγχυση και παθολογία με αποκορύφωμα τον χαρακτήρα του τρομερού Ρέιφ Φάινς που βρίσκεται μονίμως υπό καθεστώς μανιακής ηλίασης και όπως και η ίδια η ταινία, «αρνείται μανιασμένα να χαλαρώσει και είναι αδύνατο να τον αγνοήσεις. Αναδύεσαι από την εμπειρία νευρικός κι ανήσυχος, σα να μπορεί η οθόνη να σου προκαλέσει εγκαύματα απρόσεχτης ηλιοθεραπείας, και η πλοκή δεν επιλύεται τελικά. Κανείς από τους τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες δεν είναι ευχάριστος τύπος. Κι όμως όλοι μοιάζουν επικίνδυνα ζωντανοί τόσο στην οκνηρία όσο και στον οίστρο τους, κι ακόμα και η άφωνη Μαριάν [η ροκ σταρ μετά από εγχείριση στις φωνητικές χορδές που υποδύεται η Τίλντα Σουίντον] καταφέρνει να αρθρώνει με ευκρίνεια, χρησιμοποιώντας χειρονομίες και στεναγμούς, την τρικυμία της σωματικής της επιθυμίας και τα παράπονα της καρδιάς της. Το νησί είναι γεμάτο θορύβους, και δεν σβήνουν με τίποτα...» (Αυτά έγραψε, μεταξύ άλλων, για την ταινία, ο πάντα αξιαγάπητος και ανατομικά ακριβής ακόμα και στις πιο γλαφυρές εξορμήσεις του λόγου του, Anthony Lane στο New Yorker).
Η προηγούμενη ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη, το Io sono l' amore, όπου πρωταγωνιστούσε ξανά η Τίλντα Σουίντον, είχε ενθουσιάσει πολλούς, κι εμένα μαζί, με το απαράμιλλο στυλ και την πρόθυμη υποταγή της στους κανόνες του κλασικού μελοδράματος, αλλά αυτό πάει πιο βαθιά όσο κι αν περιφέρει κομψά και νωχελικά τις μπλαζέ και βραδυφλεγείς ασκήσεις απάθειας των πρωταγωνιστών της, που τρώνε τα σωθικά τους όταν δεν αναζητούν το επόμενο ιερό δισκοπότηρο εκστατικής ψυχαγωγίας στο νησί. Εκεί όπου το πιο exclusive σκηνικό (για όλους εμάς τους σύγχρονους αποικιοκράτες «αυθεντικών καταστάσεων») είναι μια καντίνα στο πουθενά, διαρκώς γεμάτη από ντόπιους και δεν υπάρχει η δυνατότητα να κλείσεις τραπέζι. Ή το τοπικό πανηγύρι όπου «ψυχεδελιαζόμαστε» με παραδοσιακές τελετουργίες. Σε κάποια στιγμή της ταινίας εμφανίζεται φευγαλέα στο φόντο η μεταγωγή προσφύγων και πολλοί στράβωσαν θεωρώντας ότι μπήκε κι αυτή η εικόνα ως αξεσουάρ επείγουσας επικαιρότητας χωρίς καμιά διάθεση διαχείρισης του ζητήματος. Έτσι είναι όμως ακριβώς όπως το δείχνει, έτσι κινείται το βλέμμα μας – εμάς των παραθεριστών που κάθε χρόνο θέλουμε όλο και πιο πολύ – αντιμέτωπο μ΄αυτή την εικόνα που τείνει (ειδικά σε συγκεκριμένα νησιά) να γίνει ρουτίνα. Κατεβάζουμε το κεφάλι, αποστρέφουμε το βλέμμα και συνεχίζουμε τα καλοκαιρινά μας δράματα από εκεί που τα είχαμε αφήσει πριν μας διακόψει αυτό το άβολο και στενάχωρο θέαμα που δεν έχουμε τρόπο να συμπεριλάβουμε στην ηλιοκαμένη αφήγηση των διακοπών μας.
σχόλια