Σκεφτόμουν από καιρό μια συνέντευξη με τον νευροψυχίατρο, κλινικό ψυχολόγο, μέλος του Δ.Σ. του ΚΥΑΔΑ και νέο επιστημονικό διευθυντή του Ξενώνα Μεταβατικής Φιλοξενίας Αστέγων Χρηστών με σκοπό να μιλήσουμε για ουσίες, εξαρτήσεις, χρήσεις, καταχρήσεις, προνοιακές πολιτικές, πολιτικές μείωσης βλάβης και άλλες σχετικές θεματικές. Πέρα από τις επιστημονικές του περγαμηνές, ο δρ. Προύσαλης, που δεν διστάζει να βγαίνει στον δρόμο και ο ίδιος όταν χρειάζεται, διαθέτει και πολύχρονη εμπειρία στο πεδίο στη Γερμανία, την οποία επιθυμεί να αξιοποιήσει στην Ελλάδα με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών καθώς και άλλων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (άστεγοι, πρόσφυγες, μειονότητες, εργαζόμενες-οι στο σεξ κ.ά.).
Μιλήσαμε πράγματι για όλα αυτά και είπαμε πολλά ενδιαφέροντα, ξεκινήσαμε όμως με μια καταγγελία, που ήταν και ο λόγος για την επίσπευση αυτής της συνέντευξης και η οποία αφορά την απαράδεκτη συμπεριφορά κάποιων αστυνομικών οργάνων απέναντι τόσο στον ίδιο όσο και σε κρατούμενο ασθενή του τον οποίο συνόδευε. Ιδού όσα μου είπε:
— Προσπαθώντας να προστατεύσετε έναν ασθενή σας, βρεθήκατε να «ξενυχτάτε» σε αστυνομικό τμήμα, δεχτήκατε κιόλας προσβολές και ύβρεις από ενστόλους, παρότι γνωστοποιήσατε την ιδιότητά σας. Τι ακριβώς συνέβη;
Πρόκειται για έναν γεννημένο στην Ελλάδα εικοσάχρονο, παιδί φτωχής οικογένειας αλβανικής και ρομά καταγωγής, που τυχαίνει να είναι και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, όλα τα «κακά» δηλαδή! Τον συνέλαβαν επειδή σε αστυνομικό έλεγχο βρήκαν πάνω του ένα γραμμάριο «φούντα», μια αστεία δηλαδή εξαρχής σύλληψη, που συνοδεύτηκε από την καταγγελία μιας γυναίκας ότι της έκλεψε τάχα το κινητό της, κάτι που δεν αποδείχθηκε. Τον κράτησαν λοιπόν στο Α.Τ. Κυψέλης με την προοπτική να απελαθεί, καθώς δεν έχει ακόμα ελληνικά χαρτιά και ένας από τους λόγους είναι τα προβλήματα με την οικογένειά του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Σε συνεργασία μάλιστα με την αλβανική κοινότητα βρέθηκε και δικηγόρος.
Και αναρωτιέμαι, αν το παιδί αυτό ήταν μιας καθώς πρέπει ελληνικής οικογένειας, από τη Φιλοθέη, π.χ., θα είχε τέτοια τιμωρητική αντιμετώπιση; Καταρχάς δεν θα γινόταν καν προσαγωγή και πολύ σωστά!
Φτάνοντας στο τμήμα, ζήτησα να τον εξετάσω, καθώς είχε στερητικό σύνδρομο. Οι συνθήκες κράτησης ενός εξαρτημένου ανθρώπου, εντελώς απαράδεκτες για ευρωπαϊκή χώρα – τον είχαν σε ένα ανήλιαγο, βρομερό μπουντρούμι χωρίς καμία φροντίδα. Ενώ οι αστυνομικοί αρχικά μου φέρθηκαν ευγενικά, όταν ξαναπήγα σε βραδινή βάρδια αντιμετώπισα αγριοφωνάρες, ειρωνείες και προσβολές από τον αξιωματικό υπηρεσίας και άλλους – αμφισβητούσαν την ιδιότητά μου, με ρωτούσαν αν το παιδί με έχει «πελάτη», τέτοια. Όταν κάποια στιγμή ζήτησε νερό, του είπαν να πιει από την τουαλέτα, κάτι εντελώς ακυρωτικό για την ανθρώπινη υπόσταση.
Έχοντας αντιμετωπίσει σε ανάλογες καταστάσεις τη βαυαρική και τη βερολινέζικη αστυνομία, έλεγα ότι δεν με φοβίζει η ελληνική και έτσι είναι, όμως πραγματικά δεν είχα ξανασυναντήσει τέτοιες συμπεριφορές. Τον πήγαμε με τα πολλά στις 3 το πρωί στο «Γ. Γεννηματάς», όπου επίσης διαμαρτυρήθηκα διότι η εκεί συνάδελφος πρότεινε απλώς να του δώσουν ένα ηρεμιστικό και να φύγει, να επιστρέψει δηλαδή στο κελί! Να επιστρέψει για να τον στείλουν προς απέλαση στην Αμυγδαλέζα, όπως είπαμε, παρότι δεν είναι πρόσφυγας.
Και αναρωτιέμαι, αν το παιδί αυτό ήταν μιας καθώς πρέπει ελληνικής οικογένειας, από τη Φιλοθέη, π.χ., θα είχε τέτοια τιμωρητική αντιμετώπιση; Καταρχάς δεν θα γινόταν καν προσαγωγή και πολύ σωστά! Όλο αυτό δυστυχώς απλώς επιβεβαιώνει ό,τι διαπιστώνω αφότου επέστρεψα στην Ελλάδα, το πόσο διάχυτος είναι ο ρατσισμός, η ομοφοβία και η ξενοφοβία ακόμα και σε κρατικές υπηρεσίες όπως η ΕΛΑΣ. Δεν βάζω όλους τους αστυνομικούς στο ίδιο τσουβάλι, με κάποιους από αυτούς συνεργάζομαι κιόλας πολύ καλά στο πλαίσιο του λειτουργήματός μου, υπάρχουν όμως άλλοι που είναι κυριολεκτικά τραγικοί και με νοοτροπίες φασίζουσες − εκείνους καταγγέλλω. Διότι αν συμπεριφέρονται έτσι σε έναν άνθρωπο με το δικό μου status που προσπαθεί απλώς να κάνει τη δουλειά του, δεν θέλω να ξέρω πώς φέρονται στους μη προνομιούχους ειδικά κρατούμενούς τους… Έχω εξάλλου ξαναδεί αστυνομικούς να αντιμετωπίζουν εξαρτημένους σαν σκουπίδια, έχω επίσης υποστεί, εργαζόμενος στο πεδίο, κι άλλες απαξιωτικές και προσβλητικές συμπεριφορές από ενστόλους.
— Έχετε δουλέψει με πρόσφυγες και στη Γερμανία και μου λέγατε νωρίτερα στο τηλέφωνο ότι το καμπ της Αμυγδαλέζας σας θύμισε περισσότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ναι, διότι αντίκρισα εκεί εικόνες που με τσάκισαν. Το προσωπικό ήταν μεν καταδεχτικό, ίσως εξαιτίας της ιδιότητάς μου, είδα όμως πολλά τρομαγμένα βλέμματα στην «ξενάγηση» που μου έκαναν. Κάγκελα παντού, ο ίδιος ο ασθενής μου ήταν φοβισμένος, έτρεμε και με κοιτούσε ζητώντας βοήθεια. Εκεί παραμένει δυστυχώς, και μαζί με τη δικηγόρο του και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζουμε τις προσπάθειες για τον απεγκλωβισμό του.
— Είναι πράγματι αχαρακτήριστες και οι συμπεριφορές αυτές και η όλη κατάσταση που περιγράφετε. Αλλά, για πείτε μου, πώς επιστρέψατε στην Αθήνα; Σας θυμάμαι στο Βερολίνο, στη διάρκεια της πανδημίας είχαμε μιλήσει κιόλας για το πώς αντιμετώπιζε η πόλη την υγειονομική κρίση.
Ήρθα στις αρχές του χρόνου ως σύμβουλος του νέου δημάρχου Αθηναίων Χάρης Δούκα σε θέματα χρηστών, αστέγων, προσφύγων και περιθωριοποιημένων ατόμων, μετά από πρόταση του Γρηγόρη Βαλλιανάτου. Στο πλαίσιο αυτό έγινα μέλος του Δ.Σ. του ΚΥΑΔΑ και επιστημονικός διευθυντής του Ξενώνα Μεταβατικής Φιλοξενίας Αστέγων Χρηστών, διοικητικός διευθυντής του οποίου είναι ο κοινωνιολόγος Μάριος Ατζέμης. Πρόκειται για τη δομή που στεγάζεται στο πρώην ξενοδοχείο My Athens στην πλατεία Βάθη. Αποστολή δική μου είναι να διαμορφώσω προγράμματα και παρεμβάσεις για αστέγους-ες, χρήστες-τριες, εκδιδόμενες-ους και άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως αυτά που έτρεχα παλιότερα στο Μόναχο και το Βερολίνο.
Συμβαίνει μάλιστα αρκετά συχνά να συναντάς ανθρώπους που συνδυάζουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, χρειάζονται λοιπόν πολύπλευρη στήριξη. Διαπίστωσα ότι η τοπογραφία του Βερολίνου και της Αθήνας μοιάζουν αρκετά ως προς αυτά τα φαινόμενα. Τα προβλήματα εκεί είναι σίγουρα μεγαλύτερα, στο Βερολίνο, ας πούμε, οι άστεγοι είναι δεκάδες χιλιάδες, ενώ εδώ επίσημα είναι λιγότεροι από χίλιοι, το πρόβλημα είναι όμως πολύ πιο «ορατό» − δεν θα δεις ούτε στο Κρόιτσμπεργκ καταστάσεις όπως αυτές γύρω από τον ΟΣΕ στο Μεταξουργείο.
−Τι γίνεται αλήθεια με τους άστεγους της πρωτεύουσας; Υπήρχε η εντύπωση ότι το φαινόμενο βρισκόταν σε ύφεση, μια βόλτα όμως στο αθηναϊκό downtown δείχνει ότι η αστεγία επιμένει, συχνά σε συνδυασμό με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών.
Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα και κακώς βλέπω ακόμα και συναδέλφους μου στο ΚΥΑΔΑ να κάνουν τέτοιους διαχωρισμούς, που είναι άλλωστε πολύ σχετικοί. Και δεν ακούω μόνο για διαχωρισμό μεταξύ «κανονικών» αστέγων και χρηστών αλλά και μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών αστέγων, κάτι ακόμα πιο απαράδεκτο. Εγώ, πάλι, έχοντας δουλέψει για χρόνια ως νευροψυχίατρος και κλινικός ψυχοθεραπευτής στο πεδίο, λέω ότι όποιος άνθρωπος βρίσκεται στον δρόμο υποφέρει, άσχετα με την αιτία, και σε βάθος χρόνου, έχοντας χάσει τόσο τα στηρίγματα όσο και τον προσωπικό του χώρο, αναγκάζεται και για λόγους επιβίωσης να κάνει πράγματα που δεν έκανε πριν, να κλέψει, να εξαπατήσει, να κάνει χρήση ουσιών, να εκδοθεί για χρήματα...
Γι’ αυτό ιδρύσαμε στο Βερολίνο το Berliner Krisendienst, ένα σύγχρονο Ψυχοκοινωνικό Κέντρο Διαχείρησης Κρίσεων που προσεγγίζει ολιστικά τα ζητήματα αυτά και λειτουργεί σαν «ομπρέλα» σε συνεργασία με τον δήμο, την αστυνομία, τις ΜΚΟ και τις αρμόδιες δημόσιες, κοινωνικές και ιατρικές υπηρεσίες. Αφότου ξεκίνησε να λειτουργεί δεν βλέπεις πια εξαρτημένους χρήστες να περιφέρονται έξω. Υπάρχουν οι τηλεφωνικές γραμμές, τα Κέντρα Ημέρας, τα Υπνωτήρια, χορηγούνται καθαρές ουσίες σε όσους τις χρειάζονται με την παρακολούθηση ειδικών, οι ωφελούμενοι ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού θα βρουν γιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς λειτουργούς, καθαρά ρούχα, ντους, καθαρές σύριγγες κ.λπ. Στα Κέντρα αυτά, που βοήθησαν σημαντικά και στην πανδημία στο ψυχοκοινωνικό κομμάτι, μπορεί οποιοσδήποτε απλώς να έρθει, να πιει έναν καφέ, να μιλήσει, αν θέλει, με μας ακόμα και ανώνυμα και να φύγει χωρίς καμία δέσμευση. Ε, την επόμενη φορά θα του είναι πολύ ευκολότερο να σε εμπιστευθεί και να σου ανοιχτεί.
Εργαζόμαστε επίσης με κινητές μονάδες. «Είναι δυνατό να βγαίνετε στον δρόμο και να πηγαίνετε στις “πιάτσες”;», με ρωτούν εδώ πολλές φορές. Μα φυσικά, απαντώ, ο γιατρός θα πάει όπου κρίνει εκείνος ότι χρειάζεται. Είχαμε κάνει στη Γερμανία επιμορφώσεις σε αστυνομικούς στις οποίες αποσαφηνίζαμε ότι δεν χτυπάμε, δεν κλοτσάμε και δεν κακομεταχειριζόμαστε ευάλωτους ανθρώπους.
Φτιάξαμε επίσης μια δομή-κέντρο υποδοχής κι ένα καταφύγιο που απευθυνόταν κυρίως σε ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες, το Refugees Welcome. Υπήρξα επόπτης ψυχικής υγείας σε αυτό και άλλα ανάλογα κέντρα και δομές, έχω επιπλέον περιθάλψει ανθρώπους που εργάζονται στο σεξ. Ήταν κατά κάποιον τρόπο μια ιατρική και ταυτόχρονα ακτιβιστική δράση και αυτή την πλούσια εμπειρία θέλω να μεταφέρω στην Αθήνα. Η έμφαση που δίνει στα κοινωνικά θέματα η νέα δημοτική αρχή είναι μια ευκαιρία να διορθωθούν κάποια κακώς κείμενα. Διότι ενώ υπάρχουν διάφορες δημοτικές υπηρεσίες και ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο πεδίο, αυτό γίνεται αποσπασματικά και χωρίς σχέδιο.
— Ισχύει ότι κάποιοι απλώς δεν θέλουν να πάνε στις υφιστάμενες έστω δομές;
Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ένας άνθρωπος θέλει ή δεν θέλει να πάει κάπου. Όταν βρίσκεσαι στον δρόμο, ο χώρος και ο χρόνος σταματούν. Που σημαίνει, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο, ούτε με ενδιαφέρει, κοιτάω πώς θα τη βγάλω σήμερα. Πολλές φορές ένας άστεγος θα σου πει, ναι, θέλω να πάω σε μια δομή, αλλά όχι κάπου όπου μπορεί να με χτυπήσουν, να με κλέψουν, να με μειώσουν κ.λπ.
Η ερώτηση λοιπόν δεν είναι πού να «κρύψουμε» κάθε φορά κάποιους ανθρώπους για να μη χαλάνε την εικόνα της πόλης, αλλά τι θέλουμε να κάνουμε με αυτούς. Πώς θα τους φροντίσουμε και πώς θα πείσουμε και τους ίδιους ότι πρέπει να φροντιστούν. Οι υπάρχουσες δομές χρειάζονται αναθεώρηση και αναδιοργάνωση, χρειάζεται να προστεθούν νέες αλλά και να ενισχυθεί το street work του ΚΥΑΔΑ που σήμερα υπολειτουργεί.
Αυτή είναι μια πολύ σημαντική υπηρεσία, καθώς έρχεσαι σε άμεση επαφή με ευάλωτους ανθρώπους και αναζητάς λύση στο πρόβλημά τους, που δεν είναι μόνο το φαγητό. Χρειάζεται καταρχάς να τους καταγράψεις επακριβώς ώστε να αξιολογήσεις τις ανάγκες τους και στον τομέα αυτό στην Αθήνα υπάρχουν πολλά κενά. Πρέπει έπειτα να σκεφτούμε και στην Αθήνα το ζήτημα όχι απλώς της δημιουργίας χώρων εποπτευόμενης χρήσης (ΧΕΧ) αλλά και προγραμμάτων εποπτευόμενης χορήγησης καθαρών ουσιών σε εξαρτημένους.
— Ποιους ανθρώπους όμως θα χαρακτηρίζαμε εξαρτημένους;
Η απάντηση δεν είναι πάντα η προφανής, καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό που απαντάται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κανείς δεν γεννήθηκε με ένα μπουκάλι αλκοόλ στο στόμα, κανείς δεν ξεκίνησε τις ουσίες από την κούνια. Πολλοί καταφεύγουμε σε μια εξάρτηση για να επιβιώσουμε και η λύση δεν είναι να σταθούμε στην απαγόρευση, φανταστείτε για παράδειγμα μια Ελβετία όπου θα είχε απαγορευτεί η σοκολάτα! Υπάρχουν οι νόμιμες ψυχοδραστικές ουσίες, όπως είναι η καφεΐνη, ο καπνός, το αλκοόλ, σε πολλές χώρες πια και η κάνναβη, καθώς επίσης οι παράνομες.
Εξαρτημένοι έπειτα δεν είναι μόνο οι χρήστες ηρωΐνης, κρακ ή κοκαΐνης αλλά και όσοι είναι εθισμένοι στο chemsex, ακόμα και όσοι χρησιμοποιούν καθημερινά καπνό ή κάνναβη. Ο βαθμός και οι συνέπειες διαφέρουν και έχει σημασία να δούμε πότε και γιατί η χρήση γίνεται κατάχρηση, πότε περνά κανείς τη γραμμή της απόλαυσης και οδηγείται στην εξάρτηση. Έχω ασθενείς στο Βερολίνο που μπορεί τα Σαββατοκύριακα με τη βοήθεια ουσιών να κάνουν πολύ έντονη ζωή και τη Δευτέρα να είναι κύριοι στη δουλειά τους, σε σοβαρές και πολύ υπεύθυνες θέσεις, χωρίς να κινούν την παραμικρή υποψία. Δεν κρίνω αν αυτό είναι καλό ή κακό, είναι όμως αυτό που συμβαίνει και πρέπει να δούμε πώς βοηθάμε τα άτομα αυτά όταν χάνουν τον έλεγχο, περνώντας τη νοητή γραμμή που είπαμε παραπάνω. Διότι βέβαια και αυτοί είναι εξαρτημένοι, ασχέτως με το τι πιστεύουν οι ίδιοι, εφόσον διαφορετικά δεν μπορούν να «βγάλουν» ένα Σαββατοκύριακο, δεν μπορούν καν να διασκεδάσουν.
Πρέπει λοιπόν να δούμε το ζήτημα πολύπλευρα και έχοντας επίγνωση ότι ο άνθρωπος που καταφεύγει τακτικά στη χρήση ουσιών υποφέρει. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει βιώσει ή βιώνει τραυματικές καταστάσεις και αναζητά διεξόδους. Γι’ αυτό και λέω ότι το «εξαρτημένος» δεν συνιστά διάγνωση, ούτε υπάρχει μία και μόνο λύση στο πρόβλημα.
— Αν οι άλλες σοβαρές εξαρτήσεις είναι λίγο-πολύ ευρέως γνωστές, το chemsex και οι ενέσιμες ουσίες που σχετίζονται με αυτό αποτελεί νομίζω ξεχωριστό κεφάλαιο.
Ναι, γιατί ουσιαστικά απαντάται σε μια συγκεκριμένη κοινότητα, τη ΛΟΑΤΚΙ+, και αποτελεί τρόπον τινά ένα «ταυτοτικό» στοιχείο. Το πρόβλημα με το chemsex και το slamming είναι μεγάλο στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα έχουμε επίσης ανθρώπους κατεστραμμένους και βέβαια θανάτους. Χρειάζεται πρόληψη, εκπαίδευση και βέβαια ενημέρωση.
Η εξάπλωσή του σχετίζεται έπειτα και με την προσφυγική κρίση. Έρχονται άνθρωποι από ανελεύθερες κοινωνίες και καθεστώτα και πολλές φορές δίχως καμία παιδεία πέφτουν σε όλα με τα μούτρα. Όταν εργαζόμουν στο Berliner Krisendienst ρωτούσα κάποια τέτοια άτομα «τι θες να κάνεις» και μου απαντούσαν «να ζήσω τη ζωή μου, να δοκιμάσω ουσίες, να κάνω πολύ σεξ». Εγώ τότε τους έλεγα «ΟΚ, κάνε ό,τι θες, αλλά μετά έλα πίσω». Γιατί αν άρχιζα τα «όχι, μη», οι περισσότεροι δεν θα ξαναγύριζαν στο Κέντρο.
Με είχαν κατηγορήσει κάποιοι γι’ αυτή την τακτική, σημασία έχει όμως ότι οι οκτώ στους δέκα επέστρεφαν, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να δουν αλλιώς μερικά πράγματα. Αν όμως εθιστείς στην ιδέα ότι είμαι πανέμορφος, σέξι και όλοι με θέλουν εξαιτίας των ουσιών, είναι πολύ δύσκολος ο γυρισμός − το slamming σε διαλύει κυριολεκτικά.
— Μεγάλο πρόβλημα είναι βέβαια και το σίσα.
Φυσικά, και βλέπω ότι στην Αθήνα έχει δυστυχώς μεγάλη διάδοση. Πρόκειται για μια ουσία που επίσης σε εθίζει πολύ γρήγορα και σε καταστρέφει εξίσου γρήγορα, σωματικά και ψυχικά. Σε «στέλνει» σε μια άλλη διάσταση για ώρες και γι’ αυτό βλέπεις τόσους εξαθλιωμένους χρήστες κατάχαμα στον δρόμο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, γεγονός που με λυπεί ιδιαίτερα.
Αν υπήρχε ήδη το Κέντρο Διαχείρισης που λέγαμε, το φαινόμενο αυτό θα είχε περιοριστεί αισθητά. Χρειάζεται παιδεία, σχεδιασμός, συνεργασία, τόλμη, αποφασιστικότητα και βέβαια πολιτική βούληση για να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της εξάρτησης.
Ακούω μερικές φορές «δεν καταλαβαίνεις την ελληνική πραγματικότητα» και τότε απαντώ «μάλλον εσείς δεν καταλαβαίνετε τη δική μου πραγματικότητα, που μου δίνει την άνεση να καταλάβω τη δική σας!». Είναι και ανόητο να το λες αυτό σε έναν άνθρωπο που ήδη από φοιτητής δούλεψε για πολλά χρόνια σε προγράμματα του ΟΗΕ στην Αφρική, σε καταστάσεις και περιβάλλοντα αδιανόητα. Επρόκειτο για τεράστιο «σχολείο», γιατί εκεί ήρθα σε επαφή όχι μόνο με έναν ολόκληρο κόσμο που αγνοούσα, αλλά συνειδητοποίησα επίσης καλά τι σημαίνει απόγνωση, απελπισία, εγκατάλειψη, τι σημαίνει να ζεις μια ζωή που δεν αξίζει για κανέναν. Εμπειρίες που με σημάδεψαν και έγιναν οδηγοί μου.
Δεν τιμωρούμε ανθρώπους ούτε τους εκδικούμαστε επειδή είναι φτωχοί, εξαρτημένοι, μικροπαραβατικοί κ.λπ. Όπως λέει και το Ταλμούδ, δεν μπορούμε να σώσουμε όλους τους ανθρώπους, αν όμως σώσουμε έστω έναν, διασώζουμε ένα κομμάτι της ανθρωπιάς μας.
Ο δρ. Γιάκομπ Προύσαλης, νευροψυχίατρος και κλινικός ψυχολόγος με ειδίκευση στο μετατραυματικό σύνδρομο και τη διαπολιτισμική ψυχιατρική, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Μπολόνια, την Κολωνία και το Μόναχο. Πέρα από το δικό του ιατρείο, την τελευταία εικοσαετία εργάζεται παράλληλα σε κλινικές και μη δομές για χρήστες και άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Υπήρξε μεταξύ άλλων βασικός συνεργάτης της κλινικής Charité, του Κέντρου Διαχείρισης Κρίσεων Berliner Krisendienst και ιδρυτής/διευθυντής της δομής Refugees Welcome στο Βερολίνο, έχει επίσης συνεργαστεί με οργανώσεις υποστήριξης ανθρώπων με HIV/AIDS. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Μονάχου και του Βερολίνου, είναι επίσης εκπαιδευτής της οργάνωσης Deutsche Aids Hilfe (DAH).