ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ και οι νότες προσωπικής βιογραφίας δεν ανήκουν στις πολιτικές παραδόσεις που προτιμώ και μου είναι οικείες. Κυρίως όταν ξέρουμε ότι ο εξομολογητικός τόνος και μια περίσσια συναισθηματικής υγρασίας έχουν γίνει κάτι σαν επιδημίες της δημόσιας έκθεσης. Όταν, με άλλα λόγια, η «αποκαλυπτική» προσωπική φράση είναι κανόνας ενός επίσημου επικοινωνιακού μάνιουαλ. Παρόλα αυτά, στο Συνέδριο του κόμματος των Δημοκρατικών στο Σικάγο αυτό το ύφος, το τόσο χαρακτηριστικά αμερικανικό, φάνηκε να θριαμβεύει. Η Κάμαλα Χάρις, ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Τιμ Γουόλτς κι ακόμα και η αριστερή Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ μίλησαν από καρδιάς, με άμεσο ύφος, μεταξύ συγκινητικού story telling και λόγου πολιτικής κινητοποίησης.
Δεν ξέρουμε αν η συγκεκριμένη διάσταση –μαζί με άλλες φυσικά– θα αλλάξει πραγματικά τα δεδομένα και κυρίως τις προκαταλήψεις που έχουν χτιστεί από τον χώρο της τραμπικής δεξιάς. Πάντως οι επιφανείς αστέρες των Δημοκρατικών σπεύδουν πλέον να διεκδικήσουν το πεδίο των κοινωνικών και δημοκρατικών συναισθημάτων απέναντι στα (ακρο)δεξιά πάθη τα οποία καλλιεργούνται συστηματικά από το αντίπαλο στρατόπεδο. Σαν να θέλουν να απεμπλακούν κάπως από την εικόνα ενός κόμματος καλοσπουδαγμένων, μητροπολιτικών ελίτ ή ορισμένων μειονοτήτων. Στον ένθερμο λόγο αυτών των ημερών οι Δημοκρατικοί δείχνουν ως παράταξη της καλής καρδιάς με όρους προστασίας των συνηθισμένων ανθρώπων. Η υποψηφιότητα ενός σχολικού προπονητή και εθνοφύλακα από ένα χωριό των μεσοδυτικών Πολιτειών ήρθε εντέλει να εξισορροπήσει το καλιφορνέζικο λούστρο της Κάμαλα Χάρις που είναι μεν ινδο-αφροαμερικανικής καταγωγής αλλά και μια γυναίκα των ελίτ. Όλοι εντέλει, από τους πιο κεντρώους και συντηρητικούς ως την αριστερά του Δημοκρατικού κόμματος αποφάσισαν να μιλήσουν αυτό που πιο πάνω χαρακτήρισα γλώσσα της καλής καρδιάς.
Ο τραμπισμός αναμοχλεύει διαρκώς έναν βυθό αρνητικών παθών: αποδέχεται ασμένως διάφορες ανισότητες ως φυσικές και χρήσιμες ενώ «δουλεύει» κατά κόρο με κύματα περιφρόνησης και απέχθειας. Είναι, ουσιαστικά, μια πολιτική της μνησικακίας που αναζητεί την εκδίκηση απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις.
Θα σκεφτεί κανείς –και θα έχει βέβαια δίκιο– ότι τα προβλήματα και οι συγκρούσεις μιας κοινωνίας δεν «λύνονται» με παχιά λόγια, είτε αυτά έχουν ευγενή βάση είτε αποπνέουν ωμότητα και επιθετικότητα όπως στον Τραμπ. Τα μεγάλα συμφέροντα, οι συστημικές πιέσεις, οι πολύπλοκες ανάγκες, η ζωή των εργαζόμενων τάξεων και όλα τα υπόλοιπα ζητούν στιβαρές πρακτικές απαντήσεις. Η παρηγοριά, η εμψύχωση, το life coaching και η διαχείριση θυμού είναι πράγματα που έχουν τη σημασία τους αλλά δεν συνιστούν πολιτική. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αν θέλει κανείς να κάνει πολιτική νικώντας τη ριζοσπαστική λαϊκιστική δεξιά (που χειρίζεται συνεχώς τόνους από φορτία αγανάκτησης) δεν μπορεί να μιλάει σαν βραχμάνος της Αριστεράς και ιερέας του Ορθού Λόγου. Ο εννοιολογικός λόγος, η έντεχνη ιδεολογική και κοσμοθεωρητική ανάλυση είναι κληρονομιές που δεν σώζονται εύκολα για πλειοψηφικά ρεύματα και κόμματα. Κάποιες μορφές πολιτικής και κοινωνικής έκκλησης και ανάλυσης των πραγμάτων δύσκολα επικοινωνούν «προς τα κάτω». Εξάλλου, πολλές αποτυχίες των διαχειριστικών τεχνοκρατικών ελίτ αλλά και ο μοραλισμός και οι θολοί βυζαντινισμοί μέσα στα αριστερά περιβάλλοντα έχουν οδηγήσει στην ανάγκη μιας πιο απλής και συναισθηματικά γειωμένης πολιτικής γλώσσας.
Ο τραμπισμός αναμοχλεύει διαρκώς έναν βυθό αρνητικών παθών: αποδέχεται ασμένως διάφορες ανισότητες ως φυσικές και χρήσιμες ενώ «δουλεύει» κατά κόρο με κύματα περιφρόνησης και απέχθειας. Είναι, ουσιαστικά, μια πολιτική της μνησικακίας που αναζητεί την εκδίκηση απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να σταθεί εμμένοντας στην ηθική του ή στη διανοητική του «ανωτερότητα». Ο σνομπισμός, ο διανοουμενισμός και η απαξίωση των λαϊκών συναισθημάτων θα ήταν μια συνταγή καταστροφής. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να εγκωμιάζει την εξιδανικευμένη περσόνα του «απλού ανθρώπου». Αν ο ελιτισμός είναι σοβαρό πολιτικό και ηθικό λάθος, υπάρχουν και διάφορες εκδοχές φιλο-λαϊκού λόγου ( μαχητικού αντιελιτισμού και λαϊκισμού) που αφαιρούν τελείως την αίσθηση ευθύνης από τα δημοκρατικά άτομα παρουσιάζοντας τους απλώς ως θύματα των κακών της Ιστορίας.
Σαν συμπέρασμα: μια εγκάρδια γλώσσα που αγκαλιάζει τις κοινωνικές ανάγκες και τις ανησυχίες των «απλών ανθρώπων» δεν είναι υποχρεωτικά μια δημαγωγική χρήση των συγκινήσεων. Μπορεί, υπό όρους, να έχει βαθιά πολιτικό χαρακτήρα: να είναι εμπαθής υπεράσπιση του κοινού καλού από την απεριόριστη αρπακτικότητα ορισμένων συμφερόντων και από τη ντροπιαστική βαναυσότητα της ανισότητας. Η «καλή καρδιά» ενδέχεται να ανοίγει έναν ορίζοντας κοινής ελπίδας για αλλαγές στις σχέσεις εξουσίας και στην κατανομή των πόρων. Κανένας φυσικά συμπεριληπτικός λόγος δεν αρκεί για να γίνει πραγματικά δικαιότερη η ζωή και καλύτερη η καθημερινότητα των ανθρώπων. Είναι, ωστόσο, απείρως προτιμότερος από εκείνο τον λόγο που νοσταλγεί τις παλιές ανισότητες, γελάει εμπαίζοντας τους διαφορετικούς και υπερασπίζεται με φανατισμό τα τείχη ενός στενόμυαλου εθνικισμού.