ΧΑΖΕΥΩ ΣΤΙΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ιντερνετικές σελίδες του Φεστιβάλ Transmediale του Βερολίνου. Το θέμα του για το 2021-2022; Η άρνηση. Παρόλο που συχνά θεωρείται μια πράξη παθητική, λένε οι συντελεστές, έχει μεγάλη σημασία. Μια άρνηση μπορεί να είναι πράξη πολιτική, να ασκηθεί ατομικά ή συλλογικά, να είναι αρχή αλλαγών.
Ακολουθεί το γνωστό λεκτικό για την κλιματική αλλαγή και τις ανισότητες που πλέον συναντά κανείς σχεδόν σε κάθε έκθεση σύγχρονης τέχνης, ενώ εγώ έχω κολλήσει στην ιδέα ότι τα «όχι» έχουν αξία. Οι αρνήσεις δύσκολα βγαίνουν στην επιφάνεια. Συχνά είναι ήσυχες παραλείψεις ενεργειών. Άρα πώς βρίσκουν τη θέση τους σε μια κοινωνία επίδειξης;
Κι όμως. Διάφορες αρνήσεις, με τον αργό και ήπιο τρόπο που φαντάζεται κανείς ότι θα λειτουργούσαν τέτοιου είδους συστήματα, φέρνουν ή υπόσχονται αλλαγές. Από την άρνηση να τρως κρέας ή να χρησιμοποιείς το αυτοκίνητο ή ακόμα και το αεροπλάνο έχει γεννηθεί μια ζωηρή συζήτηση για την πολιτική οικολογία. Η άρνηση να αγοράζεις συγκεκριμένα προϊόντα (καινούργια, τεσταρισμένα σε ζώα, με μεγάλο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, με πλαστικό περιτύλιγμα κ.λπ.) επίσης έχει φέρει αλλαγές.
Σε πιο ριζοσπαστικό επίπεδο, κάποιοι απορρίπτουν γενικώς την ιδέα της διαρκούς κατανάλωσης, που με τη σειρά της συνεπάγεται παραγωγή, άρα συνεχή κατασπατάληση πόρων. Δεν τους αρκεί τα πράγματα στα σούπερ-μάρκετ να συσκευάζονται σε χαρτί αντί για πλαστικό, θα ήθελαν ο κόσμος να καταναλώνει λιγότερο.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η πανδημία επιτάχυνε αυτές τις εξελίξεις. Οι άνθρωποι κατάλαβαν το «κόστος ευκαιρίας», αυτά που χάνουν όση ώρα είναι κλεισμένοι στο εταιρικό περιβάλλον. Στην Ελλάδα αυτές οι συνειδητοποιήσεις είναι εύκολες, αφού υπάρχει μια γενική δυσαρέσκεια με την αγορά εργασίας και τις συρρικνωμένες επιλογές.
Το «κύμα» παραιτήσεων που ήρθε τώρα είναι κι αυτό μια μορφή άρνησης. Άρνηση να περνάς το οκτάωρο ή το δεκάωρο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Σηματοδοτεί την άρνηση να σε απασχολούν συγκεκριμένα ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα αγνοείς άλλα.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η πανδημία επιτάχυνε αυτές τις εξελίξεις. Οι άνθρωποι κατάλαβαν το «κόστος ευκαιρίας», αυτά που χάνουν όση ώρα είναι κλεισμένοι στο εταιρικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα αυτές οι συνειδητοποιήσεις είναι εύκολες, αφού υπάρχει μια γενική δυσαρέσκεια με την αγορά εργασίας και τις συρρικνωμένες επιλογές. Ήδη το να «παραιτείται» κανείς φαίνεται να είναι μακριά από τις στοχευμένα αρνητικές συνδηλώσεις που υπονοούν μια ήττα, μια αποτυχία. Αντίθετα, φωτίζεται το ενδεχόμενο να αποχωρεί ή να αποτραβιέται κανείς για να κάνει κάτι άλλο που το νομίζει καλύτερο.
Πρόσφατα απασχόλησαν την επικαιρότητα και αρνήσεις συνεργασίας. Κάποιοι αρκετά διάσημοι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι σάπιο και ρυπαρό να συνεργάζεσαι με πλατφόρμες που διακινούν ιδέες της εναλλακτικής δεξιάς ή να αράζεις με πρόσωπα που οι ιδέες τους σού φέρνουν φρίκη (άρα και ο τρόπος ζωής τους).
Πολλοί απορρίπτουν αυτές τις αρνήσεις ως ασήμαντες, δεν αλλάζει τίποτα, λένε. Είμαι όμως σίγουρη ότι κάτι αλλάζει μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο που επιλέγει πιο προσεκτικά πού να εργάζεται ή ποιους να συναναστρέφεται. Είναι τόσο λίγο αυτό; Κι είμαστε τόσο σίγουροι ότι όντως δεν έχει καμία επίδραση στο πώς σκέφτονται οι άλλοι;
Ανακάλυψα πρόσφατα δύο αρνήσεις που πολύ με γοήτευσαν. Πολλοί αρνούνται να «συνομιλούν» στα social ‒ τα οποία όμως διατηρούν για επαγγελματικούς λόγους. Μια μετακίνηση από το inbox των social στο email, ενώ δεν είναι μια ριζική έξοδος, ένα εντυπωσιακό unplug, μπορεί να ’χει σπουδαίες συνέπειες. Το email διεισδύει λιγότερο στην καθημερινότητα, χωρίς βιντεάκια, ενδείξεις για το ποιος είδε πότε τι και αλγοριθμικούς χειρισμούς, ασκεί μικρότερο έλεγχο στον χρήστη. Δεν σε βρίσκουν σαν βέλη τα μηνύματα.
Η δεύτερη: η άρνηση να δώσεις μια πληροφορία μέσα από το κινητό. Δεν είναι παράνοια να αγανακτεί κανείς πια μ’ αυτήν τη διαρκή συσσώρευση και επεξεργασία των προσωπικών μας δεδομένων. Οι διαφημίσεις φέρνουν ανατριχίλα με την ακρίβειά τους. Η εμπειρία της περιήγησης εύκολα γίνεται εφιάλτης: κάτι τρομακτικό, φτιαγμένο από σκόρπια ασύνδετη πληροφόρηση και εικόνες που αστραπιαία διέσχισαν τον νου σου. Μερικοί αρνούνται να ταΐσουν τη μηχανή. Λένε τα σημαντικά από κοντά και με τα κινητά κλειδωμένα και παραχωμένα κάπου. Μια άρνηση ρομαντική, που κερδίζει έδαφος.
Η άρνηση, όμως, τον τελευταίο καιρό έχει συνδεθεί με την περιφρόνηση της επιστημονικής αλήθειας (βλ. «αρνητές»). Ίσως, λοιπόν, να είναι κι αυτός ένας όρος που χρειάζεται να τον οικειοποιηθούν άλλα ρεύματα σκέψης, ομάδες και άτομα που θεωρούν ότι έχει αξία να λες μερικά, ήσυχα ή θορυβώδη, «όχι», αρνητές της ιδέας πως τα πράγματα έτσι είναι και δεν γίνεται αλλιώς.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.