Από το ένα άκρο στο άλλο. Αυτή η τάση χαρακτηρίζει δυστυχώς την κοινωνία μας. Από εκεί που έως πρότινος όλα τα περιμέναμε από το κράτος και που τα παιδιά μας οραματίζονταν μια θεσούλα στο Δημόσιο, περάσαμε στο άλλο άκρο: λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι όσο λιγότερο κράτος, τόσο καλύτερα, καθώς τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει από το Δημόσιο. Στην πορεία ξεχνάμε ότι η ποιότητα (ή η διαφθορά) του κράτους αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, την ποιότητα (ή τη διαφθορά) του ιδιωτικού τομέα. Και το αντίθετο. Η καθίζηση του ενός τομέα καταδικάζει τον άλλο στην απαξίωση (κι αυτό ισχύει το ίδιο όταν ο υπό καθίζηση τομέας είναι ο ιδιωτικός ή ο δημόσιος).
Το πρόβλημα είναι ότι, εγκλωβισμένοι όπως είμαστε στην τωρινή μας μοιρολατρία, δύσκολα ξεπερνάμε τις ιδεοληψίες μας. Γι' αυτό ίσως καταφέρουμε να οραματιστούμε μια πιο υγιή κοινωνία, μια οικονομία με δυναμική και μέλλον, κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα από τη μύτη μας, ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά σε χώρες όπου ο ιδιωτικός τομέας παράγει καινοτομίες που διαμορφώνουν το μέλλον όλων μας. Τι καλύτερο παράδειγμα από την Αμερική, που μας έδωσε τους υπολογιστές, το Διαδίκτυο, τα σύγχρονα φάρμακα, τη νανοτεχνολογία, τα έξυπνα τηλέφωνα, την εικονική πραγματικότητα, όλα τα καλούδια που παράγει καθημερινά η Κοιλάδα της Σιλικόνης;
Αν πράγματι κοιτάξουμε προσεκτικά τη διαδικασία που γέννησε τις καινοτομίες αυτές, πίσω της θα διακρίνουμε να κρύβεται κάποιο παρακλάδι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Π.χ. στον τομέα των φαρμάκων, όπου οι ΗΠΑ διατηρούν τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα, μπορεί μεν το 67% της έρευνας επί συγκεκριμένων φαρμάκων να διατίθεται από τον ιδιωτικό τομέα (με την κυβέρνηση να συνεισφέρει το 25% και τα πανεπιστήμια το υπόλοιπο), όμως η βασική επιστημονική έρευνα πάνω στην οποία χτίζεται η εξειδικευμένη φαρμακευτική έρευνα χρηματοδοτείται σε ποσοστό 67% από την κυβέρνηση και τα δημόσια πανεπιστήμια. Όσο για τα κέρδη του τομέα αυτού, πάνω από το 95% πηγαίνει στον ιδιωτικό τομέα, με τον δημόσιο να μην εισπράττει παρά ένα ελάχιστο ποσοστό για τους κόπους και τα έξοδά του.
Στον τομέα των σύγχρονων τεχνολογιών τα πράγματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα. Ας πάρουμε την πληροφορική και το Διαδίκτυο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η εμπόλεμη οικονομία σχεδιαζόταν κεντρικά, ιδρύθηκε μια σειρά από δημόσιους οργανισμούς (σε συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς) με στόχο την τεχνολογική εξέλιξη, ώστε οι ΗΠΑ να κερδίσουν τον (τεχνολογικό) πόλεμο. Το Μανχάταν Πρότζεκ, που κατασκεύασε την ατομική βόμβα, η RAND, όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτοι χρήσιμοι υπολογιστές, και η NASA είναι τρία ευρέως γνωστά εγχειρήματα του δημόσιου τομέα της Αμερικής που άλλαξαν, με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις τους, τον κόσμο, γεννώντας παράλληλα πλήθος ιδιωτικών εταιρειών και κλάδων.
Το 1957 η είδηση ότι ο Σπούτνικ κατάφερε να μπει σε τροχιά γύρω από τη Γη πανικόβαλε την αμερικανική κυβέρνηση, και έτσι οδήγησε στη δημιουργία της ομοσπονδιακής υπηρεσίας DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency). Στόχος της ήταν ένα σεβαστό ποσοστό των δημόσιων κονδυλίων που επενδύονταν σε έρευνα και τεχνολογία να πηγαίνουν σε ερευνητικά προγράμματα χωρίς άμεσο στόχο εφαρμογής – σε «κουφές» ιδέες που μπορεί να έπαιρνε και είκοσι χρόνια να υλοποιηθούν. Καμία ιδιωτική επιχείρηση δεν θα έδινε ζεστό χρήμα με τόσο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και τέτοιο βαθμό ρίσκου.
Το 1962 η DARPA χρηματοδότησε μια παραφυάδα της, το λεγόμενο Γραφείο Τεχνικών Διαχείρισης Πληροφοριών (Information Processing Techniques Office), το ερευνητικό έργο του οποίου κατέληξε δεκαπέντε χρόνια αργότερα στην παραγωγή των πρώτων προσωπικών υπολογιστών. Κλειδί της επιτυχίας της DARPA ήταν ο τρόπος με τον οποίο o δημόσιος αυτός οργανισμός χρηματοδότησε όχι μόνο επιστήμονες που δούλευαν γι' αυτόν αλλά και ολόκληρα νέα ερευνητικά τμήματα σε πανεπιστήμια όπως εκείνο της Νότιας Καλιφόρνιας. Εξασφάλιζε, δε (πέραν της οικονομικής υποστήριξης), τη δυνατότητα άμεσης και δίχως κόστος κατασκευής (σε εργαστήρια της DARPA) των πειραματικών μικρο-τσιπ που σχεδίαζε ο οποιοσδήποτε επιστήμονας ανά την επικράτεια. Ούτε ο πρώτος υπολογιστής της Apple, εν έτει 1976, ούτε και η εκθετική ανάπτυξη της Κοιλάδας της Σιλικόνης θα προέκυπταν χωρίς αυτήν την συστηματική, ετήσια δημόσια επένδυση του αμερικανικού κράτους.
Αντίστοιχες δημόσιες επενδύσεις, μέσω της κρατικής Πρωτοβουλίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (Small Business Innovation Research Programme), που ιδρύθηκε τη δεκαετία του '80, έφεραν πραγματική επανάσταση στον χώρο των φαρμακευτικών εφευρέσεων που προανέφερα, αλλά και στη νανοτεχνολογία (National Nanotechnology Initiative). Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε και παίζει το αμερικανικό κράτος στη δημιουργία και προώθηση σχεδόν όλων των τεχνολογιών αιχμής, στο φαντασιακό του μέσου δυτικού πολίτη όλα αυτά τα επιτεύγματα θεωρούνται, περίπου εξ ορισμού, θρίαμβοι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αποκλειστικά, για να μην πω θρίαμβοι που επιτεύχθηκαν «εναντίον» ενός δημόσιου τομέα που αποτελούσε τροχοπέδη στις προσπάθειες των ιδιωτών. Πράγματι, πόσοι γνωρίζουν άραγε ότι ο αλγόριθμος πάνω στον οποίο χτίστηκε η Google εφευρέθηκε χάριν χρηματοδότησης που εξασφάλισε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ μέσω του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών (National Science Foundation);
Εν κατακλείδι, στην Ευρώπη αναλωνόμαστε σε μια στείρα συζήτηση για το κατά πόσον το κράτος πρέπει, μέσα από τη δημοσιονομική του πολιτική, να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως στην εποχή της κρίσης. Εγκλωβισμένοι σε αυτή την κουβέντα, λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι εκείνος που θα προωθήσει την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την έρευνα (το R&D). Ξεχνάμε ότι παγκοσμίως, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, το κράτος παίζει, και δεν μπορεί παρά να παίζει, καίριο ρόλο στη δημιουργία νέων τεχνολογιών, οι οποίες, με τη σειρά τους, γεννούν νέους κλάδους, στους οποίους μετακομίζουν ιδιωτικές επιχειρήσεις μετά από ένα σημείο.
Θα μου πείτε: το δικό μας κράτος είναι ανεπρόκοπο και πτωχευμένο. Πώς θα σηκώσει αυτό το βάρος; Και θα έχετε δίκιο. Απλώς, δεν μπορεί. Ούτε όμως το ισπανικό, το ιταλικό και το ιρλανδικό μπορούν, σε τελική ανάλυση. Οπότε, ποια λύση μένει, από τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί μόνος του να γεμίσει το κενό; Η απάντηση, για την Ευρώπη, βρίσκεται σε δύο ευρωπαϊκούς θεσμούς που μπορούν να παίξουν αυτόν το ρόλο: στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF). Το πώς θα συμβεί αυτό είναι μια άλλη κουβέντα...
σχόλια