Μία χώρα που βρίσκεται επί δέκα συναπτά έτη σε βαθιά οικονομική κρίση και επιθυμεί να εμφανίζεται ως έχουσα ευρωπαϊκό προσανατολισμό, επιμένει κάθε χρόνο τέτοια εποχή να πληρώνει αδρά προκειμένου να μεταφερθεί αεροπορικώς μια φλόγα, την οποία μάλιστα υποδέχεται με τιμές αρχηγού κράτους.
Σε μία κοινωνία που εξελίσσεται, προοδεύει κοινωνικά και εμπλουτίζεται πολιτισμικά, όσοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι εξακολουθούν να υφίστανται διακρίσεις και καλούνται να πληρώνουν για δοξασίες που δεν ενστερνίζονται.
Η μεταφορά του λεγόμενου Αγίου Φωτός είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα διασπάθισης δημοσίου χρήματος που εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και εν τω μέσω μιας οικονομικής κρίσης που έχει αφήσει χιλιάδες συνανθρώπους μας χωρίς τα απαραίτητα.
Είναι πολλοί εκείνοι που οργίζονται με τα άτομα αλλά και φορείς που ζητούν να παύσει αυτή η δαπανηρή παράτα που θυμίζει φονταμενταλιστικό θεοκρατικό καθεστώς, επικαλούμενοι αφενός την ελληνική «παράδοση» και αφετέρου το «θαύμα» της αφής του «ανέσπερου φωτός».
Τον ρόλο του ταξιδιωτικού πρακτορείου αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών, η πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας αντικαθίσταται από κυβερνητικό αεροσκάφος και το θρησκευτικό αυτό πανηγύρι αναβαθμίζεται αισθητά με την προσθήκη αγήματος που αποδίδει τιμές αρχηγού κράτους στην υποδοχή μιας λαμπάδας!
Όμως και τα δύο επιχειρήματα είναι κάπως σαθρά.
Καταρχάς δεν πρόκειται για κάποια προαιώνια παράδοση, αλλά μια ιδιωτική πρωτοβουλία που ξεκίνησε μόλις το 1988 έπειτα από πρωτοβουλία ενός ευσεβούς και τετραπέρατου ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού πρακτορείου που συνδύασε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και τη στενή φιλία του με τον τότε έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα (και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων) Ειρηναίο.
Ο Ιάκωβος Οικονομίδης λοιπόν, σε συνεργασία και με τον Θεόδωρο Τσιακιρίδη (μετέπειτα πρόεδρο των Ολυμπιακών Αερογραμμών), συνέλαβε τότε τη φαεινή ιδέα να μεταφερθεί για πρώτη φορά αεροπορικώς το Άγιο Φως από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα.
Ως τότε οι πιστοί έπρεπε να περιμένουν μία εβδομάδα μετά την Ανάσταση, ίσως και κάτι παραπάνω, ώστε το «ανέσπερο» φως να μεταφερθεί ακτοπλοϊκώς με εμπορικό πλοίο που εκτελούσε την γραμμή Τελ Αβίβ–Πειραιά, γεγονός που προφανώς δεν μείωνε την κατάνυξή τους.
Το 2001 ο Ειρηναίος έχει χρισθεί Πατριάρχης Ιεροσολύμων, στον Οικονομίδη έχουν απονεμηθεί οι τίτλοι του «Μεγάλου Άρχοντα Ρεφερενδάριου» και του «Μεγαλόσταυρου», και με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Απόδημου Ελληνισμού κ. Γιάννη Μαγκριώτη η μεταφορά του Αγίου Φωτός μετατρέπεται σε «κρατική υπόθεση».
Αυτό σημαίνει πως τόσο την ευθύνη του συντονισμού όσο και τα έξοδα της όλης υπόθεσης επωμίζεται πια ο Έλληνας πολίτης, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί.
Τον ρόλο του ταξιδιωτικού πρακτορείου αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών, η πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας αντικαθίσταται από κυβερνητικό αεροσκάφος και το θρησκευτικό αυτό πανηγύρι αναβαθμίζεται αισθητά με την προσθήκη αγήματος που αποδίδει τιμές αρχηγού κράτους στην υποδοχή μιας λαμπάδας!
Σε ό,τι αφορά τώρα την αξίωση των ελληνορθόδοξων χριστιανών ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή πρόκειται περί θαύματος, τα αντεπιχειρήματα είναι πολλά και μάλιστα διατυπώνονται και από ανθρώπους της Εκκλησίας.
Ήδη από το 1825, ο Αδαμάντιος Κοραής είχε καταδικάσει ως θρησκευτική απάτη την αφή του λεγόμενου αγίου φωτός στην πραγματεία του «Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός» (Άτακτα, 1825, Τόμος Γ'), όπου αναφερόταν στην εκδήλωση ως «θαύμα αισχροκέρδιας, μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων» και «ψευδοκαταίβατα φώτα της Ιερουσαλήμ».
Πιο πρόσφατα ο Χρήστος Γιανναράς είχε χαρακτηρίσει την όλη διαδικασία «θρησκευτικό πρωτογονισμό», ενώ επικριτικός ήταν και ο ακαδημαϊκός, συγγραφέας και πρέσβης Άγγελος Βλάχος στο έργο του «Μια φορά κι ένα καιρό, ένας διπλωμάτης».
Για τους πιστούς όμως που δεν συγκινούνται από τις θέσεις λογίων, η σαφής τοποθέτηση του διδάκτορα θεολογίας και μέγα πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κ. Γεώργιου Τσέτση, βάζει τα πράγματα στην θέση τους:
«Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για "θαύματα" προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή της αφής το άγιον φως κατέρχεται θαυματουργικά "ουρανόθεν" για να ανάψει την λαμπάδα του πατριάρχου. [...] Η ευχή την οποία αναπέμπει ο πατριάρχης προ της αφής μέσα στο "ιερό κουβούκλιο" είναι σαφέστατη και δεν επιδέχεται καμιά παρερμηνεία. Ο πατριάρχης δεν προσεύχεται για την διενέργεια θαύματος. Απλώς "αναμιμνήσκεται" της θυσίας και της τριημέρου αναστάσεως του Χριστού και απευθυνόμενος σ' Αυτόν λέγει: "εκ του επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες, διαδιδόαμεν τοις πιστεύουσιν εις σε το αληθινόν φως, και δεόμεθά σου όπως αναδείξης αυτό αγιασμού δώρον...". Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται πάνω στον πανάγιο τάφο».
Τόσο μεμονωμένοι πολίτες, όσο και η Ένωση Αθέων έχουν επανειλημμένα αιτηθεί να παύσει αυτή η οπισθοδρομική και εξευτελιστική για την ελληνική πολιτεία χρηματοδότηση μιας δοξασίας, και πρόσφατα τις φωνές τους ένωσαν και αρκετοί βουλευτές, όπως το 2014 ο τότε βουλευτής του Ποταμιού Νίκος Δήμου και το 2015 αρκετοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Φίλη. Φευ όμως, το κράτος κωφεύει.
Σε μία οριακά χρεοκοπημένη χώρα, όπου οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν υποστεί ραγδαίες μειώσεις, είναι δυνατόν να υφίσταται ακόμα μια απολύτως άσκοπη και σκανδαλώδης δαπάνη για να ικανοποιείται το παράλογο θρησκευτικό αίσθημα κάποιων;
Κι αν αύριο οι δωδεκαθεϊστές ισχυριστούν ότι λόγω της (αποδεδειγμένα παλαιότερης και «ελληνικότερης») ιστορίας του δόγματός τους, το ελληνικό κράτος οφείλει να χρηματοδοτήσει κάποια τελετή μεταφοράς σπινθήρα που προκύπτει στον Όλυμπο από τον κεραυνό του Δία ή θαλάσσιου αφρού από το σημείο που έσκαγε η τρίαινα του Ποσειδώνα, τι θα τους πούμε;
σχόλια