ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΝΑ ΔΑΡΕΙΩΤΗ
Δεν μπορώ να μιλήσω για σκέψεις άλλων οπότε θα μιλήσω για τον εαυτό μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που η ψυχαγωγία υπήρξε από τα κυριότερα ζητούμενα, ειδικά για το ζεύγος των ανθρώπων που με γέννησαν. Θέατρο και σινεμά, από τον Χορν στις επιθεωρήσεις, από τον Μπουνιουέλ στην Εμμανουέλα, μουσικές σκηνές, όπερα και Άλκης Στέας, Χατζιδάκις, Μαρίνος και φάδος. Και φαγητό, όπου η όρεξή τους τους τραβούσε από τη μύτη. Στον Γεροφοίνικα στην Αθήνα, στο Club Mediterranee στην Κέρκυρα, στην ταβέρνα του Μήτσου στα Ταμπούρια, σε ένα ψαρομάγαζο στον Ισθμό, σε εξοχικά, σε αστικά, σε παρακμιακά, σε ξενικά.
Έτσι έμαθα, έτσι έκανα κι εγώ. Πλην όμως φαίνεται ότι για να έχω παρέες μεγάλες να θυμάμαι μάλλον δεν ήμουν η μόνη που μεγάλωνε με αυτά τα χούγια.
Ξεκινώντας από την ύστερη εφηβεία μας και περνώντας στα πρώτα πανεπιστημιακά χρόνια, μετακινούμασταν ως νομάδες της διασκέδασης όπου ανακαλύπταμε κάτι ενδιαφέρον. Κολωνάκι και Εξάρχεια, Παγκράτι, Βούλα και Γλυφάδα, Βουλιαγμένη και Βάρκιζα, λίγη Κηφισιά, ολονύχτια ταξίδια για έναν πρωινό καφέ στην Καβάλα και πάλι πίσω, ξαφνικές αναχωρήσεις για Μύκονο και Πάρο –Νάουσα πάντα– έτσι για λίγο, πριν προλάβουν να μας πάρουν χαμπάρι από τα σπίτια μας και αρχίσουν την γκρίνια για τις εξεταστικές.
Μέσα έξω στα κοσμικά και τα περιθωριακά, που τώρα τα κλισάρουμε ως τέτοια, τότε ήταν απλώς τόποι συνάντησης, μια στάση στις νυχτερινές κυρίως διαδρομές.
Τα καλοκαιρινά βράδια του καύσωνα με μαγιό, σαγιονάρα και τσίτι στα χαλίκια του Μπαλτάζαρ μου λείπουν, ο Τζούμας με την ανεμίζουσα καπαρντίνα, ο Λουκιανός πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι στο διπλανό σκαμπό, το Half Note της Μιχαλακοπούλου κι έπειτα της Δημητσάνης...
Δεν είμαι τόσο ρομαντική ούτε μιλώ για μια δημοκρατία που δεν γνώριζε από ετικέτες. Υπήρχαν, όπως υπάρχουν παντού και πάντα, μόνο που δεν τις συζητούσαμε ούτε μας επιβάλλονταν, υπήρχε ένας κώδικας, ενδυματολογικός και οικονομικός για το πού και πώς θα πηγαίναμε, βουβά, και τον σεβόμασταν όλοι. Και ναι, υπήρχαν αντιδράσεις ενδοπαρεϊκές, που όμως μεταφράζονταν συνήθως με ένα χιούμορ που στρεφόταν πρωτίστως σε μας και έπειτα σε ανθρώπους και χώρους. Η παραγγελία στο λουσάτο ιταλικό της παραλιακής μπορεί να έκλεινε με ένα «και δυο πατάτες και μια φέτα» από τον αντιδραστικό μας Βύρωνα, ή στο On the Rocks της Βάρκιζας να ζητούσε ο Γρηγόρης γαρδένιες να λούσει τον Πασχάλη ωσάν να ήταν σε σκυλάδικο της Εθνικής. Που ειρήσθω εν παρόδω, συχνά πυκνά επισκεπτόμασταν για να κλείσουμε ξημερώματα τις εξόδους μας. Μετακινούμασταν με ταχύτητες φωτός από το ένα άκρο της Αττικής στο άλλο, αναζητώντας νέες γεύσεις, νέα πρόσωπα, νέες μουσικές, νέους χώρους, χωρίς να ξεχνάμε του γνώριμους παλιούς, τα στέκια μας.
Υπήρχαν πάντοτε «πόρτες»; Ίσως, και να μην τους δίναμε σημασία, σαν αν μη μας αφορούσαν ποτέ ή σαν ήταν τόσο λίγες που δεν μας ενοχλούσαν. Ήταν οι ουρές στην Bora Bora ή στο Wild Rose εμπόδιο για ένα πέρασμα; Ποτέ. Η νύχτα ήταν μακριά και χωρούσε τα πάντα. Με ένα ποτό για τον δρόμο από τη μία στάση στην άλλη και ποτήρια φυτεμένα άδεια πια σε ζαρντινιέρες και πρεβάζια, καταστροφή οικονομική για τα μαγαζιά που δεν σκεφτόμαστε ποτέ.
Κι έπειτα, σιγά σιγά, κάτι άρχισε να αλλάζει. Ήμασταν εμείς που μεγαλώναμε, η πόλη που μεγάλωνε, οι καιροί; Ήταν οι φυλές της Αθήνας που το Κλικ αποφάσισε να ξεχωρίσει και να οριοθετήσει; Ήταν η αναζήτηση μια νέας ταυτότητας γιατί η άλλη που είχαμε έμοιαζε πολύ ξεχειλωμένη και πολύ ανεκτική; Οι «πόρτες» άρχισαν να γίνονται πιο σκληρές, πιο δύσκολες, βαριές στο άνοιγμά τους. Ακόμη θυμάμαι επίσκεψή μου στο Τμήμα Κολωνακίου, όπου πήγαν να καταγγείλω σε ώρα μεταμεσονύχτια μαγαζί νέο, φίλου, που δεν επέτρεψε την είσοδο στους υπόλοιπους της παρέας μου, γιατί δεν «ταίριαζαν» στο ύφος. Νομίζω ακόμη δεν μου το έχει συγχωρήσει.
Σταδιακά, αργά και σταθερά, οι παρέες άρχισαν να σπάνε, οι μεν πήγαιναν από δω, οι δε από εκεί, όπου ένιωθαν ασφαλείς ότι δεν θα υποστούν τον εξευτελισμό της άρνησης εισόδου. Αρχίσαμε να δίνουμε ραντεβού σε μέρη όπου όλοι μοιάζαμε, όπου τίποτε δεν θα μας ανησυχούσε, δεν θα μας ανάγκαζε να διαπραγματευτούμε. Αρχίσαμε να συζητάμε τις ετικέτες, τα αυτονόητα, να προδιαγράφουμε τα κέφια μιας ολόκληρης νύχτας, για να μην έχουμε εκπλήξεις. Μόνο που μαζί με τις δυσάρεστες, χάσαμε και τις ευχάριστες.
Τίποτε δεν έγινε αυτόματα, τίποτε δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη. Η βαρεμάρα άρχισε να απλώνεται πάνω μας, πάνω στην πόλη, με νέους όρους. Κι εμείς συνεχίσαμε να αναζητούμε κάθε μέρα, κάθε βράδυ, την έξαρση, το ξάφνιασμα, το ξεφάντωμα, αλλά με συνθήκες τεχνητές, επιβεβλημένες και αυστηρά οριοθετημένες. Δεν ξαναπαραγγείλαμε ποτέ «δυο πατάτες και μια φέτα» στο ακριβό ιταλικό, δεν ήταν αστείο, αρχίσαμε να ψάχνουμε υφές και ρινίσματα χρυσού σε ριζότι, την ώρα που γελούσαμε, με τη βοήθεια του ποτού, νιώθαμε ωραία γιατί και οι διπλανοί κάπως έτσι ήταν, σαν κι εμάς, πιωμένοι μισοευτυχείς.
Μαζί με μας που μεγαλώναμε και δεν φταίγαμε, αλλά η ζωή που είναι μικρή, χαζομισοδιασκέδαζαν και οι επόμενες φουρνιές. Εκείνες που ακολουθούσαν τα δικά μας πια ίχνη. Και εκείνους οι επόμενες κλπ κλπ. Εγκιβωτισμένες σε κουτάκια με ταμπελίτσες, καταχωρισμένες με κωδικούς περιοχής, τάξης, οικονομικής δυνατότητας, επαγγελματικής κατάστασης. Χωρίς ίχνος πραγματικού fun, χαράς, αυτής που ξεκινάει από τα σωθικά και σε καταπίνει ολόκληρο και δεν ησυχάζει αν δεν φτάσει στις άκρες των νυχιών σου, που σε κάνει να πηδάς φράχτες, να μπαίνεις σε ξένα οικόπεδα, να δοκιμάζεις, να γνωρίζεις, να ανακαλύπτεις τα όριά σου και να τα ξεπερνάς.
Δεν είμαι παρελθοντολάγνα, όμως τα καλοκαιρινά βράδια του καύσωνα με μαγιό, σαγιονάρα και τσίτι στα χαλίκια του Μπαλτάζαρ μου λείπουν, ο Τζούμας με την ανεμίζουσα καπαρντίνα, ο Λουκιανός πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι στο διπλανό σκαμπό, το Half Note της Μιχαλακοπούλου κι έπειτα της Δημητσάνης, η Ποδηλάτισσα της Χαράς Αργυροπούλου με τον Κλέωνα Τριανταφύλλου των σημερινών Mode Plagal να πετάει στραγαλάκια στον κόσμο από σκηνής, ο Λώρας, η Μάριαν Φέιθφουλ να τραγουδάει με ραγισμένη φωνή κι ένα ουίσκι στο χέρι στο Ρόδον, ο Πασχάλης να σολάρει για τα γενέθλιά μας με την Καιτούλα (τη Γαρμπή) σε υπερυψωμένη εξεδρούλα, κι έπειτα, βάμος αλά πλάγια, για βουτιές στο Καβούρι, στις 3:00 τα ξημερώματα.
Είναι η δημοκρατία της χαράς που μου λείπει τελικά, εκείνη που αντικαταστάθηκε από τη δικτατορία της ευπρεπούς ψυχαγωγίας, εκείνη που ακόμη την αναζητώ, αλλά πιθανώς δεν έχω πια τις δυνάμεις να την αντέξω, γι' αυτό και δεν τη βρίσκω.