ΤΑ «ΗΧΗΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ» ΣΤΑ APPLE PODCASTS
ΤΑ «ΗΧΗΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ» ΣΤO SPOTIFY
Εγγραφείτε για να μαθαίνετε πότε ανεβαίνουν νέα επεισόδια
ΔΕΝ ΤΙΘΕΤΑΙ βεβαίως για πρώτη φορά το ζήτημα των περιπτώσεων κραυγαλέου ρατσισμού σε κάποιες από τις αιωνίως δημοφιλείς ελληνικές ταινίες του λεγόμενου εμπορικού ή βιομηχανικού σινεμά που μετά τη λήξη της ακμής του, απέκτησαν καινούριες ζωές και πολλαπλάσια μαζικότητα μέσα από τις διαρκείς προβολές τους στην τηλεόραση. Το θέμα επανέρχεται κατά καιρούς –με ή χωρίς συγκεκριμένες αφορμές– στην επικαιρότητα, μαζί με την συζήτηση σχετικά με τις προσβλητικές αναπαραστάσεις των πάσης φύσεως μειονοτήτων σε πολλές από τις ταινίες εκείνες, κυρίως όμως των γυναικών, παρότι δημογραφικά εκείνες αποτελούσαν πάντα την πλειοψηφία.
Τωρινή αφορμή αποτελεί η απόφαση της streaming πλατφόρμας HBO Max να αποσύρει προσωρινά από το ρόστερ της το «Όσα παίρνει ο άνεμος», με σκοπό να το επαναφέρει με ειδική επεξήγηση σχετικά με το ρατσιστικό ιστορικό πλαίσιο της κλασικής ταινίας, η οποία γυρίστηκε το 1939 και διαδραματίζεται στον Αμερικανικό Νότο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Η κίνηση αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα ενός κλίματος έντονης αναθεώρησης, αποδόμησης και ακύρωσης ιστορικών προσώπων και προτύπων, είτε πρόκειται για αγάλματα επιφανών ρατσιστών, αποικιοκρατών και δουλεμπόρων είτε για διάσημα προϊόντα μυθοπλασίας όπως η εν λόγω «χαρακτηρισμένη» (και επίσημα πλέον) ταινία.
Σε πολλές (μα πάρα πολλές, δυστυχώς) ελληνικές ταινίες, ο διάχυτος σεξισμός και μισογυνισμός φτάνει σε όρια σαδισμού και βαριάς παθολογίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί από το πολιτισμικό πλαίσιο τα εποχής, τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας ή την φαλλοκρατική / πατριαρχική κουλτούρα εν γένει.
Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα με πλείστα άλλα αμαρτήματα (ιδεόλογικής και ταξικής φύσεως κυρίως) που δικαίως και αδίκως τους καταλογίζονται, οι ταινίες της «κλασικής» περιόδου του ελληνικού εμπορικού σινεμά (τις τσουβαλιάζω μόνο χάριν της συζήτησης), ελάχιστες φορές εμφάνισαν παραστάσεις φυλετικού ρατσισμού. Κάποιες από αυτές όμως ήταν απίστευτα καραμπινάτες, «γκροτέσκες» και εντελώς ντροπιαστικές, όχι μόνο για τώρα, αλλά και για τότε.
Οι πιο χαρακτηριστικές, προφανείς και κραυγαλέες από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται εύκολα σε ταινίες όπως «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και «Τον αράπη κι αν τον πλένεις» (1973) με τον Κώστα Βουτσά. Και οι δύο σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, και οι δύο παραγωγής Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, εταιρείας που είχε προσελκύσει με υψηλές αμοιβές κάποιους από τους μεγάλους σταρ του Φίνου δίνοντάς τους ως οχήματα παραγωγές κατώτερου επιπέδου από αυτές του μεγάλου ανταγωνιστή. (Όχι ότι οι κωμωδίες, μουσικοχορευτικές και μη, της Finos Films ήταν πολύ καλύτερες εκείνη την «ύστερη» περίοδο που είχε ήδη ξεκινήσει η ραγδαία παρακμή του μαζικού ελληνικού σινεμά).
Στην δεύτερη ταινία, «αράπης» (πολυμήχανος πάντως) είναι ο ίδιος ο Βουτσάς ενώ στην πρώτη το φούμο (blackface) το φορά ο Γιώργος Μούτσιος στον ρόλο του πιστού υπηρέτη Χουσεΐν που έχει φέρει μαζί του από την Αφρική ο «αποικιοκράτης» Κωνσταντάρας, σκιάζοντας τους πάντες κατά την επιστροφή του στην Αθήνα μετά από πολλά χρόνια στην «καρδιά του σκότους». Κάποια στιγμή, ο Χουσεϊν βάζει τα κλάματα εξαιτίας της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο κύριός του –ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαρνιέται τον γιο του επειδή έχει εξελιχθεί σε βιρτουόζο του κλασικού βιολιού αντί να μάθει καμιά αξιοπρεπή, αντρική δουλειά– για να δεχτεί την εξής στοργική φιλοφρόνηση: «Έλα ρε σκυλάραπα, μην κλαις».
Τραγικός ο κατηφόρος της mainstream κινηματογραφικής παραγωγής (παρότι το σενάριο της ταινίας φέρει την υπογραφή των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου), ειδικά αν αναλογιστούμε ότι πέντε χρόνια πριν, στην εξαιρετική κωμωδία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», ο ίδιος ηθοποιός εμφανίζεται να ψέγει την Μπέτυ Αρβανίτη για την συναναστροφή της με κάποιους «ρατσίσταρους» Έλληνες επιχειρηματίες της Αφρικής (πατέρας και γιος) που έκαναν περιουσία «πίνοντας το αίμα των μαύρων».
Αν το ψάξει ενδελεχώς κανείς, μπορεί να βρει κι άλλα πολλά στιγμιότυπα ρατσιστικών αναπαραστάσεων (είτε εις βάρος των μαύρων είτε των «κιτρίνων»), με ένα από τα πιο γνωστά σε μια σκηνή της ταινίας «Μην είδατε τον Παναή» (γνωστής και ως «Καταζητείται ο Βέγγος») του 1962, όταν ο Θανάσης Βέγγος βγαίνει έξω από την καμπίνα του τρένου για να πάρει αέρα και γίνεται «μαύρος» από το κάρβουνο της ατμομηχανής. Επιστρέφοντας μέσα, σκορπά τον τρόμο στους επιβάτες και όταν βλέπει το είδωλο του στο τζάμι, αναφωνεί: «Αμάν, ο Καζαμπούμπου!».
Η φράση κατέληξε να γίνει παροιμιώδης (και παροιμιωδώς ρατσιστική), καθώς μέχρι και πρόσφατα σχετικά, συνόδευε ως παρατσούκλι διάφορους ποδοσφαιριστές αφρικανικής καταγωγής που κατέφταναν στη χώρα μας για να αγωνιστούν στο ελληνικό πρωτάθλημα. Όσο για την καταγωγή της λέξης, πρόκειται για το επώνυμο του πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας του Κονγκό, Ιωσήφ Καζαβούμπου, ο οποίος κατέλαβε το ανώτατο αξίωμα της χώρας του μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τους Βέλγους το 1960.
Ως αντιπαράθεση, θα μπορούσε να τεθεί ίσως η περίπτωση της άγαρμπης και αμήχανης με σύγχρονα κριτήρια, τρυφερής πάντως και μάλλον αντιρατσιστικής εν τέλει (παρά το "blackface" της Κάκιας Αναλυτή) ταινίας «Αγάπη μου Ουά-Ουά» (1974), η οποία όμως ήταν βασισμένη σε θεατρικό έργο ξένου συγγραφέα (του Γάλλου Φρανσουά Καμπώ), το οποίο υπήρξε για χρόνια τεράστια επιτυχία στην σκηνή από τον θίασο Ρηγόπουλου-Αναλυτή, πριν μεταφερθεί, χωρίς σπουδαία απήχηση, στη μεγάλη οθόνη, στα επίσημα τελειώματα πλέον του άλλοτε κραταιού ελληνικού εμπορικού σινεμά. Σπανίως έχει προβληθεί από την τηλεόραση.
Αυτές οι λίγες έστω, κωμικοτραγικά ρατσιστικές και χονδροειδώς «εξωτικές» απεικονίσεις μαύρων ως εργαλείο φτηνού κωμικού εφέ, αποτελούν δείγμα ενός γενικότερου ξεπεσμού της βιομηχανικής κινηματογραφικής παραγωγής από τα τέλη της δεκαετίας του '60 και μετά. Το γεγονός όμως ότι εξακολουθούν να προβάλλονται τακτικά χωρίς να τρέχει απολύτως τίποτα, αποτελεί επίσης και ντροπή, ειδικά για μια χώρα της οποίας ο πιο διάσημος σύγχρονος διεθνής εκπρόσωπος είναι αναμφισβήτητα ο Γιάννης Αντεντοκούμπο.
Τι να πουν βέβαια και άλλες κατηγορίες και ομάδες για την κατά καιρούς μεταχείριση τους στις ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου – όπως οι γκέι (φουλ κράξιμο), οι παχύσαρκοι/ες (άγριο body shaming) ή τα ΑμεΑ. Σ' αυτές τις περιπτώσεις βέβαια υπάρχει κάποια δικαιολογία που έχει να κάνει με την εποχή. Αντίστοιχη λίγο-πολύ ήταν η μεταχείριση τέτοιων ομάδων και στις mainstream/ λαϊκές κωμωδίες ακόμα και πολύ πιο προηγμένων κινηματογραφικά χωρών. Όπως επίσης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ο κατοχυρωμένος και διάχυτος σεξισμός και μισογυνισμός. Πουθενά όμως σχεδόν όσο εδώ.
Σε πολλές (μα πάρα πολλές, δυστυχώς) ελληνικές ταινίες, αυτή η τάση φτάνει σε όρια σαδισμού και βαριάς παθολογίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί από το πολιτισμικό πλαίσιο τα εποχής, τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας ή την φαλλοκρατική / πατριαρχική κουλτούρα εν γένει. Όλα μπορεί να τα καταπιεί ή να τα προσπεράσει κάποιος (σαν κι εμένα) που αγαπά αρκετές από αυτές τις ταινίες και βρίσκει πολλαπλώς ενδιαφέρουσες ακόμα περισσότερες, όμως ο διαβρωτικός, εμμονικός μισογυνισμός που χαρακτηρίζει συχνά την αντίληψή τους δεν καταπίνεται με τίποτα πια.
Ειδικά όταν πρόκειται για αγαπητές γενικώς ταινίες πρώτης (εμπορικής) κλάσης. Όπως λόγου χάρη (τα παραδείγματα είναι αμέτρητα), το σκαμπίλι που δέχεται ως δίκαιη τιμωρία για την ξινή και αλαζονική συμπεριφορά της η «πρόστυχη» Ζωή Λάσκαρη από τον Φαίδωνα Γεωργίτση στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), ένα μόνο μικρό δείγμα των άπειρων περιπτώσεων στις οποίες το ξύλο, που ως γνωστόν βγήκε από τον παράδεισο, παρουσιάζεται ως το πιο αποτελεσματικό μέσο συνετισμού και αναμόρφωσης των επιπόλαιων, άστατων, απείθαρχων και άμυαλων θηλυκών. «Σαν πολύ θάρρος δεν πήρε αυτός;» της λένε οι «τεντιμπόισες» φίλες της, αυτή όμως χαμογελά σα να είδε το φως το αληθινό και σα να γνώρισε την πραγματική αφή του έρωτα.
Εξαιρετικά απεχθής και ενοχλητικός είναι και ο χαρακτήρας του Αλέκου Αλεξανδράκη σε μια κατά τ' άλλα συμπαθή και αγαπητή ταινία, το «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» (1965), το μοντέρνο και ανάλαφρο κλίμα της οποίας υπονομεύεται και διαβρώνεται διαρκώς από τις επιτακτικές προτροπές του να ξυλοφορτωθούν παραδειγματικά όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου.
Αντιθέτως, ένας χαρακτήρας όπως αυτός του Αντωνάκη στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» είναι τόσο ακραίος και γραφικός, ως ακτιβιστής - φαλλοκράτης παλαιάς κοπής, ώστε παρουσιάζεται τελικά ως περιθωριακή φιγούρα, όπως αποδεικνύει η σκηνή στο διάδρομο του δικαστηρίου μετά την εις βάρος του έκδοση του διαζυγίου, όπου απέναντι του στέκονται στο πλευρό της γυναίκας του όλοι του οι φίλοι και οι γνωστοί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται απολύτως απομονωμένος, με την αποκλειστική στήριξη του «παντόφλα» ταξιτζή.
Αν θεωρήσουμε πάντως ότι ο ρατσισμός (κοινωνικός ή φυλετικός) δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί με τόσο κραυγαλέο τρόπο σε σύγχρονα προϊόντα mainstream μυθοπλασίας, το ίδιο δεν ισχύει με τον σεξισμό και τον μισογυνισμό που εξακολουθούν να εμφανίζονται ως κυριαρχικά μοντέλα αφήγησης στην ελληνική κουλτούρα.Για να μην ξεκινήσουμε με τα διάφορα ριμέικ των παλιών ταινιών που γίνονται εδώ και αρκετά χρόνια στην τηλεόραση, στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αρμέγοντας νοσταλγική διάθεση, ανακυκλώνοντας παρωχημένα στερεότυπα και μπαγιάτικες ηθογραφίες, με παραλήπτη ένα κοινό που μοιάζει να συντηρητικοποιείται όλο και περισσότερο.
σχόλια