Τη σκηνή ως τηλεοπτικό ενσταντανέ ή φωτογραφικό στιγμιότυπο την είδαμε λίγο-πολύ οι περισσότεροι. Στο κλείσιμο της ομιλίας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα κατά την ψήφιση του ασφαλιστικού, οι υπουργοί της κυβέρνησής του τον χειροκροτούν όρθιοι. Σύσσωμοι οι κυβερνητικοί βουλευτές επιχαίρουν και αργότερα, όταν το «ναι» έχει επισφραγιστεί με 153 ψήφους.
Το συγκεκριμένο χειροκρότημα δεν είναι βέβαια παρά ένα «τυπικό», ίσως κάπως εφηβικών ή και γηπεδικών αντανακλαστικών, αλλά πάντως ανθρώπινων: επισφραγίζει έναν μικρό θρίαμβο έναντι των «άλλων» (που εν προκειμένω συντάχθηκαν, άλλωστε, υπέρ του «όχι»), φωτίζει στιγμιαία την πολιτική ματαιοδοξία, φουσκώνει κάπως τα πολύχρωμα φτερά της εξουσίας. Και όμως, παρ' ότι δεν ήταν παρά ένα «αντανακλαστικό», τα συγκεκριμένα χειροκροτήματα, ως «κορδωμένα» επινίκια, ήταν και αυτά που λειτούργησαν ως σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της πικρίας πολλών αριστερών ψηφοφόρων: δεν φτάνει που οι κυβερνητικές αυταπάτες έφεραν τους πιο άγριους, ακραίους και οδυνηρούς συμβιβασμούς, βάζοντας ταφόπλακα στον προσδιορισμό «κυβέρνηση της Αριστεράς» (μια που ειδικά ο όρος «Αριστερά», εν αντιθέσει μάλιστα προς τους άλλους ιδεολογικούς προσδιορισμούς, είναι αυτός που οφείλει να δίνει καθημερινά διαπιστευτήρια), αλλά οι φορείς της αυταπάτης και του συμβιβασμού χειροκροτούν κι από πάνω. Χειροκροτούν τι και ποιον; Την παράταση της μεταλλαγμένης εξουσίας τους;
Η Ελλάδα ζει με τραγικούς όρους τη Μέρα της Πολιτικής Μαρμότας και της ματαίωσης του αυτοεγκλωβισμένου πολιτικού της δυναμικού, με μία εξαιρετικά επικίνδυνη και δραματική εξαίρεση: Την ακραία, νταηλίδικη και χυδαία ρητορεία της Χρυσής Αυγής, της μόνης που δεν αυταπατάται, δεν συμβιβάζεται και δεν προσαρμόζεται, αφού εξαρχής η δύναμή της πήγαζε από την ακαμψία του τρόμου και το «νταβατζιλίκι» της ακρότητας.
Η αντιπολίτευση σύσσωμη δεν ήταν καθόλου καλύτερη. Όσο πικρή και οριστική διάψευση ήταν το «ναι» των κυβερνώντων, τόσο επισφράγιση της υποκρισίας ήταν το «όχι» της αντιπολίτευσης, πρωτίστως όσων θήτευσαν σε κυβερνητικά σχήματα που διευκόλυναν και πέρασαν τα πρώτα μνημόνια με επιχειρηματολογία απολύτως ανάλογη με αυτήν της τωρινής κυβέρνησης.
Η εικόνα με τους μεν χειροκροτούντες και τους δε μουτρωμένους δεν είχε «λεζάντα». Οι ρόλοι απλώς άλλαξαν και μπορεί να ξαναλλάξουν πάραυτα, αν χρειαστεί, σε ένα αέναο, «τυφλό» παιχνίδι, απολύτως εσωτερικής κοινοβουλευτικής κατανάλωσης, που αδιαφορεί ή ξεχνάει εντελώς την ψυχολογία του κόσμου: η τελευταία περνάει από την οργή στην κατάθλιψη, από την κατάθλιψη στην αδιαφορία και την απαξίωση, επιστρέφει στην οργή, ξαναβουτάει στην κατάθλιψη, σε μια διαδικασία που το υπάρχον πολιτικό δυναμικό δεν φαίνεται να μπορεί να αξιολογήσει. Διότι με γραβάτα ή χωρίς, αναπαράγει εδώ και χρόνια το ίδιο τυπικό, την ίδια, λίγο-πολύ, φρασεολογία, την ίδια επιχειρηματολογία. Και αυτό εγκλωβίζεται διαρκώς, πασχίζοντας λες να αποδείξει κάθε φορά, με τον ίδιο τρόπο, πόσο κατώτερο των περιστάσεων είναι. Δεν έχει σημασία αν κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα –όπως, άλλωστε, συμβαίνει κατά κόρον στη βιομηχανία του θεάματος– η «νεότητα» (από τον νέο Αλέξη Τσίπρα μέχρι τον νέο «προοδευτικό πολιτικό, με άλλες ιδέες» Κυριάκο Μητσοτάκη). Το αποτέλεσμα είναι λίγο-πολύ το ίδιο. Η Ελλάδα ζει με τραγικούς όρους τη Μέρα της Πολιτικής Μαρμότας και της ματαίωσης του αυτο-εγκλωβισμένου πολιτικού της δυναμικού, με μία εξαιρετικά επικίνδυνη και δραματική εξαίρεση: Την ακραία, νταηλίδικη και χυδαία ρητορεία της Χρυσής Αυγής, της μόνης που δεν αυταπατάται, δεν συμβιβάζεται και δεν προσαρμόζεται, αφού εξαρχής η δύναμή της πήγαζε από την ακαμψία του τρόμου και το «νταβατζιλίκι» της ακρότητας.
Ούτε στα εσωτερικά των κομμάτων ή στους διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους έχουν αναδειχθεί μέχρι στιγμής προσωπικότητες ή σχηματισμοί ικανοί να πείσουν τον εξαντλημένο κόσμο ότι επεξεργάζονται μια εναλλακτική λύση, μια συγκροτημένη πρόταση, ικανή να μιλήσει ειλικρινά, να γεννήσει μια κάποια νέα ελπίδα και κυρίως να ραγίσει τον αέναο κύκλο των υφεσιακών μέτρων και της πεισματικής ευρωπαϊκής «συνταγής» που διαπιστωμένα έχει κάνει τη χώρα να αποδέχεται την ταυτότητα του «μελλοθάνατου»: κλεισμένη στο ασφυκτικό κελί της, δεν ελπίζει σε έφεση, απλώς, ψυχολογικά ηττημένη, περιμένει μοιρολατρικά την ημερομηνία...
Δεν είναι μόνο στην πολιτική, όπου ως φορέας νέων προτάσεων και μιας καινούργιας σελίδας επιχειρεί να προβληθεί σε καινούργια συσκευασία το παλιό και φθαρμένο. Και σε άλλους χώρους διαχείρισης της εξουσίας η ίδια συνταγή ακολουθείται. Έβλεπα π.χ. το κείμενο για τη «νέα αρχή του δημοσιογραφικού συνδικαλισμού» που ζητά «μια αναγέννηση και επανίδρυσή του». Αν και σε επίπεδο συγκεκριμένων προτάσεων πάσχει, περιέχει και σωστές επισημάνσεις. Όταν όμως βλέπεις πολλές από τις υπογραφές, αναρωτιέσαι πώς θα επιτύχουν την εξυγίανση και την επανίδρυση κατεξοχήν φορείς της δημοσιογραφικής εξουσίας εδώ και χρόνια, αρκετοί από αυτούς απολύτως υπεύθυνοι για το «ανθυγιεινό» κλίμα της δημοσιογραφίας, των παραμάγαζών της και του ομφάλιου λώρου της με την εργοδοσία και τις λογής εξουσίες...
Απλώς και σε αυτή την περίπτωση φοβάμαι ότι το κίνητρο πολλών είναι αντίστοιχο (η, πάση θυσία, παρατεταμένη εξουσία) και ότι το «χειροκρότημα» των υπογραφών, είναι εσωτερικής κατανάλωσης...
σχόλια