«ΤΗΕ ΜΟRE TESTING, the more open the economy» είπε πρόσφατα ο Άντριου Mαρκ Κουόμο, κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης, εκφράζοντας όσους θεωρούν ότι τα τεστ είναι το κλειδί που θα ξεκλειδώσει την οικονομία ή προσπαθούν να πείσουν τους άλλους πως είναι, καθώς επιστημονική τεκμηρίωση γι' αυτό δεν υπάρχει, ούτε αξιόπιστα τεστ ακόμα. Αντιθέτως, τα τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά μπορούν να παραπλανήσουν με τα ψευδή αποτελέσματα που βγάζουν σε σημαντικό ποσοστό και αυτό να έχει αρνητικές συνέπειες στη μετάδοση της μόλυνσης. Γι' αυτό και στον αντίποδα του Άντριου Κουόμο, ο Mάικλ Μπους, διευθυντής του Vitalant Research Institute του Σαν Φρανσίσκο, έχει δηλώσει: «No test is better than a bad test» (Καλύτερα να μην κάνεις τεστ, από το να κάνεις κακό τεστ).
Κάποιοι εδώ και αρκετό καιρό προωθούν την άποψη ότι τα τεστ αντισωμάτων μπορούν να εξασφαλίσουν στους πολίτες ένα είδος «διαβατηρίου ανοσίας» προκειμένου να επιστρέψουν στην εργασία τους, αφού αυτά θα μπορούν να πιστοποιήσουν ότι έχουν νοσήσει από τον νέο κορωνοϊό και έχουν αναπτύξει ανοσία σε αυτόν. Τα τεστ αντισωμάτων που έχουμε ως τώρα, όμως, δεν θεωρούνται τόσο αξιόπιστα και ακριβή, καθώς αδυνατούν να εντοπίσουν τα άτομα που νόσησαν με ήπια συμπτώματα και έχουν λίγα αντισώματα, ενώ συχνά μπερδεύουν τον νέο κορωνοϊό με άλλους, παλιούς κορωνοϊούς
Επιπλέον, επιδημιολόγοι του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) έχουν προειδοποιήσει τις κυβερνήσεις να μην επενδύουν πολλά στα τεστ αντισωμάτων, καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις πως αν κάποιος έχει προσβληθεί από τον νέο κορωνοϊό, αυτό του εγγυάται ανοσία. Αρκετοί άνθρωποι που προσβλήθηκαν, βρέθηκαν να μην έχουν αναπτύξει αντισώματα και ο ΠΟΥ δεν έχει αποφανθεί με βεβαιότητα σχετικά με το αν η παρουσία αντισωμάτων σε έναν οργανισμό τού εξασφαλίζει ανοσία. Άρα, για ποια «διαβατήρια ανοσίας» μιλάμε σε αυτήν τη φάση;
Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Fudan στη Σαγκάη σε 175 άτομα που είχαν αναρρώσει από τον Covid-19 και είχαν ήπια συμπτώματα, ανέφερε ότι 10 από αυτά δεν είχαν ανιχνεύσιμα αντισώματα και ότι, μολονότι είχαν μολυνθεί, δεν είναι σαφές εάν έχουν προστατευτική ασυλία. Η υπόθεση, βέβαια, να μολυνθεί ξανά κάποιος που νόσησε πρόσφατα έχει λίγες πιθανότητες, σύμφωνα με τους ερευνητές, όμως με τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν μπορούν να αποφανθούν με βεβαιότητα ούτε για τη χρονική διάρκεια της όποιας ανοσίας αποκτά κανείς μετά την ανάρρωση.
Κάθε κρίση αποτελεί για ορισμένους μια ευκαιρία. Μια τέτοια ευκαιρία είναι και τα κέρδη των εταιρειών που θα προμηθεύσουν με τεστ τις χώρες, καθώς καθεμία θα χρειάζεται εκατομμύρια τεστ για πολύ καιρό. Κάποιοι ετοιμάζονται ήδη για νέα πάρτι προμηθειών, αφού τα κράτη θα δαπανήσουν πολλά χρήματα από τους προϋπολογισμούς τους για τα τεστ και κάποιοι βλέπουν την αγορά που δημιουργεί ο νέος κορωνοϊός σαν νέο Ελντοράντο.
Οι πιέσεις για την άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας προέρχονται πάνω-κάτω από τους ίδιους που δεν ήθελαν το lockdown. Κάποιοι από αυτούς ήταν και υπέρ της ανοσίας της αγέλης, αν και δεν το διατύπωναν όλοι τους πολύ καθαρά. Ορισμένοι προτιμούσαν τον έμμεσο τρόπο, για να αποφύγουν την κατακραυγή: «Πώς κάνετε έτσι για μερικούς ηλικιωμένους», «ο κορωνοϊος δεν είναι χειρότερος από μια γρίπη», «η οικονομική κρίση που θα προκαλέσει το lockdown θα σκοτώσει πιο πολλούς» και άλλα τέτοια. Ούτε οι τραγικές εικόνες στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία ή στη Νέα Υόρκη τους έκαμψαν, ούτε οι αριθμοί των απωλειών. Ίσως γιατί οι αριθμοί των προβλέψεων της ύφεσης και οι απώλειες κερδών τούς τρομάζουν περισσότερο. Αλλά και γιατί κάθε κρίση αποτελεί για ορισμένους μια ευκαιρία.
Μια τέτοια ευκαιρία είναι και τα κέρδη των εταιρειών που θα προμηθεύσουν με τεστ τις χώρες, καθώς καθεμία θα χρειάζεται εκατομμύρια τεστ για πολύ καιρό. Κάποιοι ετοιμάζονται ήδη για νέα πάρτι προμηθειών, αφού τα κράτη θα δαπανήσουν πολλά χρήματα από τους προϋπολογισμούς τους για τα τεστ και κάποιοι βλέπουν την αγορά που δημιουργεί ο νέος κορωνοϊός σαν νέο Ελντοράντο. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν τις κινήσεις τους, είτε για να τοποθετηθούν στην αγορά είτε για να προωθήσουν συγκεκριμένες εταιρείες.
Την ίδια στιγμή ασκούνται πιέσεις, δημόσια και ιδιωτικά, για την προμήθεια των τεστ αντισωμάτων, ενώ είναι δεδομένο ότι όλες οι χώρες θα τα προμηθευτούν στον κατάλληλο για την καθεμία χρόνο, καθώς για την ώρα δεν υπάρχουν αξιόπιστα τεστ υψηλής ευαισθησίας.
Έχουμε παραδείγματα κρατών που βιάστηκαν και ξόδεψαν εκατομμύρια ευρώ για την προμήθεια τεστ αντισωμάτων, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει ότι αυτά θα πληρούσαν κάποια βασικά κριτήρια, με συνέπεια τα τεστ που αγόρασαν να αποδειχτούν αναξιόπιστα. Η Ελλάδα με το αμαρτωλό παρελθόν στη φαρμακευτική δαπάνη οφείλει να ακολουθήσει κανόνες διαφάνειας και λογοδοσίας.
Η στρατηγική του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα ήταν εξαρχής να οδηγηθεί η χώρα με ασφάλεια στα επόμενα βήματα και όχι με βιασύνη που ευνοεί τα λάθη. Όλο και περισσότεροι υπουργοί, ωστόσο, πιέζουν τον πρωθυπουργό να αρθούν άμεσα πολλά μέτρα, ενώ πιέσεις υπάρχουν και για προμήθεια τεστ αντισωμάτων.
Η ελληνική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων είχε συνεδριάσει στις 9 Απριλίου και είχε αποφασίσει τα κριτήρια επιλογής των τεστ αντισωμάτων, τα οποία, όπως είχε ανακοινωθεί, θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για επιδημιολογικούς σκοπούς στην Ελλάδα. «Θέλουμε να είναι αυτά τα τεστ αξιόπιστα και να χρησιμοποιηθούν με συγκεκριμένα κριτήρια για την καλύτερη επιδημιολογική καταγραφή της πορείας του ιού στη χώρα» είχε αναφέρει ο καθηγητής Τσιόδρας, ενώ στο μεταξύ αυξήθηκαν τα τεστ μοριακού ελέγχου και τα κρούσματα μειώνονται. Ως τώρα έχουν ελεγχθεί 56.944 κλινικά δείγματα και ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων είναι 2.408.
Στην Ευρώπη είναι πρόσφατο το φιάσκο της Βρετανίας που πλήρωσε εκατομμύρια ευρώ για κινέζικα τεστ αντισωμάτων, τα οποία αποδείχτηκαν εντελώς αναξιόπιστα. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Τζον Μπελ, που είναι επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου των τεστ στη Βρετανία, έχει δηλώσει ότι από τα διαγνωστικά τεστ που έχουν εξεταστεί ως τώρα «κανένα δεν πληροί τα κριτήρια ενός καλού τεστ».
«Βλέπουμε πολλά εσφαλμένα αρνητικά και βλέπουμε επίσης πολλά εσφαλμένα θετικά. Αυτό δεν είναι ένα καλό αποτέλεσμα ούτε για τους προμηθευτές των τεστ ούτε για μας» έχει πει. Αλλά και αξιωματούχοι του βρετανικού υπουργείου Υγείας έχουν παραδεχτεί ότι κανένα από τα τεστ που είχαν ελεγχθεί δεν ήταν αρκετά αξιόπιστο για να χρησιμοποιηθεί, με βασικότερο πρόβλημα ότι δεν έβρισκαν όσους νοσούσαν με ήπια συμπτώματα.
Πρόσφατο άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» ανέφερε ότι μερικά τεστ έχουν δοκιμαστεί σε λιγότερα από 30 άτομα πριν βγουν στην αγορά. Πολλές εταιρείες και ερευνητικά κέντρα σε όλο τον κόσμο έχουν αναπτύξει και προσπαθούν να βελτιώνουν τα γρήγορα τεστ αντισωμάτων. Η ανάπτυξή τους, όμως, έγινε πολύ βιαστικά, τα περισσότερα δεν έχουν υποβληθεί σε αυστηρές δοκιμές και δεν έχουν προλάβει να περάσουν από τη διαδικασία του λεπτομερούς ελέγχου που απαιτείται για την έγκρισή τους.
Τις προηγούμενες μέρες προβλήθηκε ιδιαιτέρως στα ελληνικά ΜΜΕ μία από τις πολλές έρευνες που γίνονται με χρήση τεστ αντισωμάτων. Πρόκειται για την έρευνα της ομάδας του Έλληνα καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ, Γιάννη Ιωαννίδη, σε δείγμα 3.300 ατόμων της επαρχίας Σάντα Κλάρα στην Καλιφόρνια, που βρέθηκαν μετά από πρόσκληση στο Facebook. Σύμφωνα, με τους ισχυρισμούς της ομάδας, η έρευνά τους «επιβεβαίωσε τις υποψίες ότι η εξάπλωση της νόσου Covid-19 είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι δείχνουν τα επίσημα στατιστικά των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, κάτι που εκτιμάται ότι συμβαίνει σε όλες τις χώρες». (Stanford researchers test 3,200 people for COVID-19 antibodies)
Αυτό, βέβαια, είναι ένα πρώιμο συμπέρασμα που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν περάσει τη διαδικασία που είθισται να περνούν οι έρευνες πριν δημοσιευτούν. Αλλά και η ελληνική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, χωρίς να έχει κάνει έρευνα με τεστ αντισωμάτων, γνωρίζει ότι τα κρούσματα είναι περισσότερα από τα καταγεγραμμένα. Εκεί όπου διαφοροποιείται ο κ. Ιωαννίδης είναι στην «εικασία» ‒όπως τη λέει και ο ίδιος‒ που κάνει. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο δελτίο του ΑΠΕ: «Αν πρέπει να κάνω μια εικασία, ο πιθανός αριθμός ατόμων που έχουν μολυνθεί στην Ελλάδα είναι κάπου 100.000-200.000, ίσως και μεγαλύτερος, με κάθε επιφύλαξη βέβαια, καθώς χρειαζόμαστε πραγματικά δεδομένα, ειδικά από την Ελλάδα, για να ξέρουμε με μεγαλύτερη σιγουριά». Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, ωστόσο, αμφισβητήθηκαν από άλλους επιστήμονες, όπως και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε.
Ο Ηλίας Μόσιαλος, όταν ρωτήθηκε, σχολίασε πως «Αν κάνουμε αναγωγή των αποτελεσμάτων της μελέτης ομάδας του Στάνφορντ που έδειξε ότι τα πραγματικά κρούσματα είναι από 50 μέχρι 85 φορές από αυτά που εντοπίζονται, τότε στη Νέα Υόρκη είναι φορείς του ιού το 78-125% των κατοίκων» και ότι τα νούμερα αυτά δεν βγαίνουν.
Ο κ. Μόσιαλος, όπως και ο κ. Τσιόδρας, έχουν τονίσει επανειλημμένα πως χρειαζόμαστε τα τεστ με την προϋπόθεση ότι είναι ακριβή. Τεστ που θα δίνουν με ακρίβεια τη διάγνωση, αλλά «σε αυτήν τη φάση δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τι ανοσία θα έχουμε, αν είναι πλήρης ή μερική, ούτε και έχουμε σίγουρα αποτελέσματα για την αξιοπιστία και την ακρίβεια των τεστ» έχει πει ο κ. Μόσιαλος.
Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες ακόμα για την αξιοπιστία των τεστ που χρησιμοποιούνται και το αν καταγράφουν την ανοσία κι άλλων κορονοϊών ή αφορούν μόνο αυτόν, καθώς και τα επίπεδα αντισωμάτων. Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμα αν τα ανιχνευόμενα αντισώματα «θα μας προστατεύουν και για πόσο καιρό».
Και κάπως έτσι από το «test, test, test» πήγαμε στο «test the test».
«Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν μιλάμε για τη θνητότητα του νέου κορωνοϊού με βάση αυτές τις μελέτες» τονίζουν διαρκώς τα μέλης της ελληνικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, τα οποία εξηγούν συνεχώς ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού έχει αντισώματα και συνεπώς δεν υπάρχει ακόμα συλλογική ανοσία.
ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΟ, πάντως, ότι το δημοσίευμα του ΑΠΕ, το οποίο ενδεχομένως προέρχεται από κάποιο δελτίο Τύπου του κ. Γιάννη Ιωαννίδη ή της ερευνητικής ομάδας, αναφέρει ονομαστικά την εταιρεία της οποίας τα τεστ χρησιμοποίησαν, κάτι που δεν συνηθίζεται, καθώς αποτελεί έμμεση προβολή της. Πρόκειται για την εταιρεία βιοτεχνολογίας Premier Biotech. Το τεστ που μεταπωλεί η Premier είναι από τη Hangzhou Biotest Biotech και πρόκειται για τεστ που εισάγονται από την Κίνα. Ωστόσο, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τον πίνακα με τα δεκάδες τεστ για τον νέο κορωνοϊό που κυκλοφορούν, ελάχιστα από αυτά είναι εγκεκριμένα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Στις ΗΠΑ, λόγω της συνεχιζόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, ο FDA, πριν από λίγο καιρό χαλάρωσε τους κανόνες που διέπουν τη χρήση των τεστ αντισωμάτων και έχει επιτρέψει τη χρήση τους, αναφέροντας όμως ότι τα τεστ αυτά δεν έχουν ελεγχθεί και ότι τα αποτελέσματά τους δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως η μόνη βάση για την επιβεβαίωση ότι κάποιος έχει νοσήσει. Ο λόγος που έχει επικαλεστεί ο FDA είναι ότι δεν υπάρχει ο χρόνος για να τηρηθεί η διαδικασία των δοκιμών που απαιτείται, γι' αυτό και επέτρεψε την κυκλοφορία τους, χωρίς να έχει δώσει έγκριση.
Ο Eran Bendavid, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής στο Στάνφορντ, επικεφαλής της έρευνας που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα, υποστηρίζει ότι τα τεστ αυτά είναι γρήγορα και φθηνά, αλλά παραδέχεται ότι είναι λιγότερο ακριβήαπό τα μοριακά τεστ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του NBC, σε Πολιτείες των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται μη εγκεκριμένα κινέζικα τεστ. «Δύο αμερικανικές εταιρείες, η Premier Biotech από τη Μινεάπολη και η Aytu Bioscience από το Κολοράντο, διακινούν κινεζικά τεστ μη εγκεκριμένα από τον FDA. Πολλά από αυτά φαίνεται να έχουν εισαχθεί στις ΗΠΑ, αφού ο FDA χαλάρωσε τις οδηγίες του για τα τεστ στα μέσα Μαρτίου και πριν η κινεζική κυβέρνηση απαγορεύσει την εξαγωγή τους».
Στον ιστότοπο του FDA, η εταιρεία Hangzhou Biotest Biotech ‒αναφέρει το δημοσίευμα‒ φαίνεται ότι είναι αυτή που προμηθεύει τα τεστ για τον νέο κορωνοϊό στην Premier Biotech, τα τεστ της οποίας χρησιμοποίησε η μελέτη του Στάνφορντ. Στο ρεπορτάζ του NBC απάντησε με επιστολή η εταιρεία που εμπορεύεται τα τεστ, υποστηρίζοντας ότι τα τεστ βρίσκονται νόμιμα στην αγορά των ΗΠΑ, σύμφωνα με την πολιτική του FDA για τον Covid-19, και ότι τα προϊόντα αυτά εξήχθησαν νόμιμα από την Κίνα, «τη στιγμή που έγινε η αγορά». Πολύ προσεκτικά διατυπωμένη απάντηση, αλλά το δημοσίευμα δεν αμφισβήτησε αυτό που απαντήθηκε.
Όπως παραδέχονται σε όσα αναφέρουν και οι ίδιοι οι ερευνητές του Στάνφορντ, τα τεστ της Premier Biotech που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη τους δεν έχουν εγκριθεί από τον FDA όσο διεξάγεται η μελέτη, και οι μελέτες επικύρωσης της έρευνας συνεχίζονται. «... Είναι πιθανό τα ασυμπτωματικά ή ελαφρώς συμπτωματικά άτομα να παράγουν μόνο λίγα αντισώματα και η ευαισθησία μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότερη, εάν υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις...».
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ των τεστ αντισωμάτων συζητούν πλέον όλο και περισσότεροι και το αναδεικνύουν πολλά διεθνή ΜΜΕ. «Το να έχεις πολλά ανακριβή τεστ είναι χειρότερο από το να μην έχεις τεστ» αναφέρει η Kelly Wroblewski, διευθύντρια του τομέα Μεταδοτικών Ασθενειών της Ένωσης Εργαστηρίων Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ, σε ένα από τα δημοσιεύματα αυτά.
Οι περισσότεροι από εκείνους που υποστηρίζουν με ζήλο τα μαζικά τεστ αντισωμάτων, παραβλέποντας τις αδυναμίες τους, είναι εκείνοι που τα θεωρούν κλειδί για την άρση των περιορισμών και για την επανεκκίνηση της οικονομίας ‒ game changer τα έλεγε ο Μπόρις Τζόνσον, πριν νοσήσει και πριν διαπιστώσει ότι τα εκατομμύρια τεστ αντισωμάτων που αγόρασε για λογαριασμό των Βρετανών ήταν ελαττωματικά.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της «Washington Post»: «Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούν την εξέταση των τεστ τον τρόπο για να ανοίξει εκ νέου η οικονομία, εντοπίζοντας τα άτομα που έχουν αναπτύξει ανοσία και μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στην εργασία τους. Ωστόσο, πολλοί επιστήμονες, καθώς και ο FDA, επιμένουν ότι λείπουν οι αποδείξεις πως ακόμα και υψηλής ποιότητας τεστ αντισωμάτων θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι κάποιος έχει ανοσία στον νέο κορωνοϊό».
Dozens of coronavirus antibody tests on the market were never vetted by the FDA, leading to accuracy concerns https://t.co/oNSDcDIZ2y
— The Washington Post (@washingtonpost) April 20, 2020
Τα ερωτήματα για τα τεστ αντισωμάτων, την ευαισθησία τους και την ανοσία έχουν διατυπωθεί από πολλούς Έλληνες ειδικούς που έχουν εξηγήσει ποιο είναι το πρόβλημα, όπως ο κ. Μόσιαλος, αλλά και τα μέλη της ελληνικής επιτροπής για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Πολλοί από αυτούς άσκησαν κριτική και στην έρευνα της ομάδας του Στάνφορντ που επικαλείται ο καθηγητής Ιωαννίδης. Ο κ. Μόσιαλος τη διατύπωσε κάπως διπλωματικά, αν και ξεκάθαρα είπε ότι τα νούμερά της δεν δένουν, και ο κ. Τσιόδρας την αμφισβήτησε κι αυτός έμμεσα και ευγενικά, όπως και πολλοί Έλληνες επιστήμονες.
Tο σχόλιό του για την ακρίβεια των τεστ «με αφορμή μια μελέτη που βγάζει τεράστιο αριθμο θετικών σε σχέση με αυτό που θα περιμέναμε» έκανε δημόσια και ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης. «Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν ιό που έχει μολύνει το 1% του πληθυσμού (περίπου εκεί που βρισκόμαστε τώρα). Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα τεστ που έχει 5% λάθος στην ταυτοποίηση θετικών σε σχέση με την εκτίμηση λάθους της εταιρείας που το πουλάει. Σε ένα δείγμα 10.000 ατόμων θα είχαμε 100 πραγματικά θετικούς. Από αυτούς, με βάση το τεστ, θα βρίσκαμε, ας πούμε, και τους 100 θετικούς (πράγμα σπάνιο). Όμως για τους υπόλοιπους 9.900 που θα κάναμε το τεστ, θα είχαμε και 5% false positives, δηλαδή 495 "θετικούς", που στην πραγματικότητα θα ήταν αρνητικοί. Άρα, ενώ ο πραγματικός αριθμός θετικών θα ήταν 100, εμείς θα λέγαμε ότι είναι 595, άρα περίπου 6 φορές πιο πάνω, και το συμπέρασμά μας θα ήταν εντελώς λάθος. Γι' αυτό χρειαζόμαστε τεστ με πολύ μεγάλη ακρίβεια ή τουλάχιστον εκτίμηση της ακρίβειας σε πολύ μεγάλο δείγμα χιλιάδων ασθενών, με γνωστό το αν είναι θετικοί ή αρνητικοί, και όχι σε 100-200 δείγματα με τα οποία η μελέτη αυτή έκανε τον υπολογισμό της».
Η μελέτη του Στάνφορντ που υποστηρίζει ο κ. Ιωαννίδης δέχεται αμφισβήτηση και στις ΗΠΑ, όπως σε πρόσφατο άρθρο των «NY Times Science», όπου αναφέρεται η κριτική «Η έρευνα είναι λάθος και οι αριθμοί αναξιόπιστοι».
Preliminary studies in two California counties suggest that 2 percent to 4 percent of residents may have been infected. Critics say the research is flawed and the numbers unreliable. https://t.co/SL3GkoK7Ie
— NYT Science (@NYTScience) April 21, 2020
Στο δημοσίευμα αυτό, ο κ. Ιωαννίδης, μιλώντας για τη μελέτη, φέρεται να παραδέχεται ότι «δεν είναι τέλεια αλλά είναι η μόνη επιστήμη που μπορεί να γίνει». Ωστόσο, ένα πρόσφατο δημοσίευμα του επιστημονικού περιοδικού «Nature» αναφέρει πως ένα τεστ υψηλής ποιότητας πρέπει να επιτυγχάνει 99% ή μεγαλύτερη ευαισθησία, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Αυτό σημαίνει ότι το τεστ θα πρέπει να εμφανίζει μόνο ένα ψευδώς θετικό και ένα ψευδώς αρνητικό για κάθε 100 αληθινά θετικά και αληθινά αρνητικά αποτελέσματα. «Χωρίς αξιόπιστα τεστ, μπορεί να καταλήξουμε να κάνουμε περισσότερο κακό παρά καλό» αναφέρει στο «Nature» μια Αυστραλή επιστήμονας.
Και κάπως έτσι από το «test, test, test» πήγαμε στο «test the test».