Για όλο αυτό το «ασυγκράτητο» - κάποτε και ασυνάρτητο ή αφόρητα γλυκερό – που παθαίνουν ποιητές και συγγραφείς (και εμείς), εκστασιασμένοι από το «όργιο της άνοιξης» και το «μεγαλείο της φύσης», η επιστήμη και η ιστορία της λογοτεχνίας έχουν έναν όρο χειρουργικό, αρκούντως κυνικούλη.
Τόσο όσο χρειάζεται για να κάνει «νιανιά» τα συναισθήματα (μας) και να πείθει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια υπάκουη ζύμη, που όταν φύση και εποχές πιλατέψουν τις σωστές άκρες, φουσκώνει, «φτύνοντας» ποιήματα, καρδούλες, λουλούδια και καλές προθέσεις.
«Τοπιοψυχική διάθεση» είναι ο όρος, μια χαρά τοποθετημένος, ήδη από τον 17ο αιώνα, κάπου στην Αγγλία και περιγράφει την ταύτιση της διάθεσης του ατόμου με το φυσικό περιβάλλον (βροχή=θλίψη, λιακάδα=ζήτω οι τσάρκες, άνοιξη=yeah, yeah, yeah, και πάει λέγοντας).
«Τοπιοψυχική διάθεση» είναι ο όρος, μια χαρά τοποθετημένος, ήδη από τον 17ο αιώνα, κάπου στην Αγγλία και περιγράφει την ταύτιση της διάθεσης του ατόμου με το φυσικό περιβάλλον (βροχή=θλίψη, λιακάδα=ζήτω οι τσάρκες, άνοιξη=yeah, yeah, yeah, και πάει λέγοντας).
Στην αρχή, δεν (σ’)το λέγαν για καλό. Ήταν κάπως επιτιμητικό το να συνδέεται κάποιος με αυτόν τον όρο, ήταν λίγο μια κουβέντα για τον «τρελό του χωριού» ή της αγγλικής επαρχίας ή στην καλύτερη περίπτωση για κάποιον που είχε έφεση στις «ρομάν» (σ.σ.: ιπποτικές μυθιστορίες). Και πάλι, το ότι κάποιος ασχολείτο όλη μέρα με τα ρομαντικά ζόρια των ιπποτών, ήταν σα να βαδίζει λίγο σε τεντωμένο σχοινί, όχι πολύ της προκοπής κατάσταση, λίγο στο όριο, σα να λέμε: και φαντασιόπληκτος, και να άγεται και να φέρεται από λιακάδες και βροχές, ανθισμένα λειβάδια και μανιασμένες θάλασσες, δεν ήταν ακριβώς νορμάλ.
Όλα αυτά, μέχρι τα χρόνια του Ρουσσώ και λίγο αργότερα του Γκαίτε.
Όχι ότι και οι δυο τους δεν είχαν σε εκτίμηση την άνοιξη, τα ξεσπάσματα της και τη φύση, γενικώς.
Λόγου χάριν, ο Γκαίτε, μήνα Μάιο, αφήνει τον «Βέρθερο» του, σχεδόν μισο-ανήμπορο μπροστά στις φυσικές ομορφιές του Βάλχαϊμ, ένα μέρος στο οποίο κατέφυγε για να σκεφτεί / ξεκουραστεί / ανακάμψει.
Από το ύφος του στην επιστολή της 10ης Μαΐου γίνεται αντιληπτό το «τι- του- έχει- κάνει- η άνοιξη»...
«Μια θαυμαστή ευφροσύνη έχει καταλάβει την ψυχή μου, όμοια με τα γλυκά ανοιξιάτικα πρωινά, που απολαμβάνω με όλη μου την καρδιά. Είμαι μόνος και χαίρομαι τη ζωή μου σ’ αυτόν τον τόπο, που είναι φτιαγμένος για ψυχές σαν τη δική μου. Είμαι τόσο ευτυχισμένος, καλέ μου, τόσο ολοκληρωτικά βυθισμένος σ’ αυτό το αίσθημα της ειρηνικής ύπαρξης, ώστε η τέχνη μου πάσχει. Δεν μπορώ τώρα να σχεδιάσω καθόλου, δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μία γραμμή, κι ωστόσο ποτέ δεν υπήξα μεγαλύτερος ζωγράφος απ’ ό,τι αυτές τις στιγμές»...
Και λίγο παρακάτω, χάος:
«... Όταν τα μάτια μου κλείνουν και ο κόσμος γύρω μου και ο ουρανός αναπαύονται μες την ψυχή μου, όπως η μορφή μιας αγαπημένης, τότε με πιάνει νοσταλγία και σκέφτομαι: Αχ, να μπορούσες να το εκφράσεις αυτό, να μπορούσες να το εμφυσήσεις στο χαρτί, αυτό που με τόση πληρότητα, με τόση θέρμη ζει μέσα σου, έτσι που να γίνει ο καθρέφτης της ψυχής σου, όπως η ψυχή σου είναι καθρέφτης της απεραντοσύνης του Θεού! – φίλε μου... Όμως, οι σκέψεις αυτές μ’ αφανίζουν, υποκύπτω στη δύναμη του μεγαλείου αυτών των οραμάτων».
Κατάλαβες.
Όσο για τον Ρουσσώ, πριν αποτελειωθεί το πράγμα με τους ζηλωτές του Ρομαντισμού, έρχεται και ισορροπεί κάπως την κατάσταση. Ναι μεν, κρεσεντάρει άσχημα με τις περιγραφές «καταπράσινων αγρών» και «λουλουδιών μαραμένων από τη μελαγχολία και ξηραμένων από τις έγνοιες» στις «Ονειροπολήσεις του Μοναχικού Οδοιπόρου» του, αλλά ο ίδιος έγραψε και τις «Εξομολογήσεις», «ωδή» στο «ψάξιμο» πέρα από τις συναισθηματικές εμπλοκές και τα καπρίτσια του καιρού, στη «χειρουργική» ανάλυση «του τι μου συμβαίνει», πέρα από τα χόρτα που φυτρώνουν πλάι στο ποτάμι και πάει λέγοντας.
Εν ολίγοις και ο Ρουσσώ και ο πατέρας του «Φάουστ» τα είχαν καλά και με τις βαθιές αναλύσεις και με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής τους, αποφεύγοντας, αν όχι τον άκρατο ρομαντισμό, τουλάχιστον τις πιο γλιστερές διαδρομές του, καταφέρνοντας να εξηγήσουν, γιατί οι ήρωες τους αυτοκτόνησαν, τρελάθηκαν ή εκδήλωσαν τάσεις αναχωρητισμού, αλλά δεν ξεχάστηκαν ως γραφικοί τύποι που τους συνεπήρε η άνοιξη (και η τοπιοψυχική τους διάθεση).
Και τελοσπάντων, καλώς νιώθουμε, ό,τι νιώθουμε (την Άνοιξη) κι είναι σχεδόν παρηγοριά να ξέρεις, ότι κάποιοι εξ υμών μασουλάμε τους τοίχους, επειδή είμαστε και λίγο προγραμματισμένοι γι’ αυτό.
ΥΓ.: Μεταξύ μας, θα το ‘θελα πιο «ρομάν» το κείμενο, αλλά δεν βοήθησε και ο καιρός. Όσο να ‘ναι θερμοκρασίες Δεκεμβρίου στα τέλη Απριλίου αποσυντονίζουν λίγο...
ΠΗΓΕΣ
«Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», Johann Wolfgang von Goethe, εκδόσεις Άγρα
« Οι ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου», Jean-Jacques Rousseau, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος
«Η προϊστορία του Ρομαντικού Κινήματος», Lilian R. Furst, εκδόσεις Ερμής