Αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής με τη χρήση των νέων τεχνολογιών
Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των ασθενών που πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή κυμαίνεται στα 30-35 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει φέρει την επανάσταση στην αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής που αποτελεί την πιο συχνή αρρυθμία παγκοσμίως, με υψηλή θνητότητα και θνησιμότητα. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των ασθενών που πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή κυμαίνεται στα 30-35 εκατομμύρια παγκοσμίως. Η θεραπεία εστιάζεται κυρίως στη χορήγηση αντιπηκτικών για την πρόληψη των θρομβοεμβολικών επεισοδίων, καθώς και αντιαρρυθμικών φαρμάκων για τη διατήρηση του φυσιολογικού καρδιακού (φλεβοκομβικού) ρυθμού. Πλέον, στη σύγχρονη θεραπευτική φαρέτρα βρίσκεται και η λεγόμενη κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής (ablation).
Κατάλυση ή ablation
Η επέμβαση της κατάλυσης της κολπικής μαρμαρυγής επιμηκύνει την επιβίωση των ασθενών με κολπική μαρμαρυγή και καρδιακή ανεπάρκεια. Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι είναι πιο αποτελεσματική από τη φαρμακευτική θεραπεία για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη μείωση των υποτροπών της αρρυθμίας. Κατάλληλοι υποψήφιοι για επέμβαση κατάλυσης είναι οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή που είτε παραμένουν συμπτωματικοί παρά τη φαρμακευτική αγωγή είτε δεν ανέχονται τη θεραπεία με ένα ή περισσότερα αντιαρρυθμικά φάρμακα.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, η κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να εφαρμοσθεί και ως θεραπεία πρώτης γραμμής, ακόμα και πριν από την έναρξη αγωγής με αντιαρρυθμικά φάρμακα, σε ασθενείς με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή και συμπτωματικές παύσεις (σύνδρομο ταχυκαρδίας-βραδυκαρδίας), εφόσον δεν έχουν μόνιμο βηματοδότη, καθώς και σε επαγγελματίες αθλητές με κολπική μαρμαρυγή που συμμετέχουν σε υψηλού επιπέδου ανταγωνιστικά αθλήματα.
Επιπλέον, η κατάλυση πρέπει να γίνεται σε ασθενείς με συμπτωματική κολπική μαρμαρυγή που πρόκειται να υποβληθούν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση, είτε πρόκειται για αντικατάσταση βαλβίδας είτε για αορτοστεφανιαία παράκαμψη, ανεξαρτήτως προηγούμενης ή μη χρήσης αντιαρρυθμικών. Η πιθανότητα επιτυχίας της επέμβασης όπως αυτή ορίζεται με τη διατήρηση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού για τουλάχιστον έναν χρόνο μετά την επέμβαση (εξαιρώντας πάντα το πρώτο τρίμηνο, το οποίο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν) κυμαίνεται στο 70% για τους ασθενείς με βραχέα επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής (διάρκειας ωρών έως λίγων ημερών).
Παράγοντες όπως η υπέρταση, η διάμετρος του αριστερού κόλπου και η παχυσαρκία έχουν συσχετιστεί σημαντικά με την υποτροπή όλων των μορφών της κολπικής μαρμαρυγής. Κατά συνέπεια, η απώλεια βάρους (για τους υπέρβαρους ασθενείς), η φυσική δραστηριότητα και ο αποτελεσματικός έλεγχος της υπέρτασης σε συνδυασμό με την επέμβαση κατάλυσης αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην πρόληψη των υποτροπών της κολπικής μαρμαρυγής.
Νέες τεχνολογίες
Η χρήση ραδιοϋψίσυχνου ρεύματος αποτελεί συχνή μέθοδο στην κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής και κατά κανόνα συνδυάζεται με τη χρήση τρισδιάστατων συστημάτων ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης. Άλλη εναλλακτική πηγή ενέργειας είναι η λεγόμενη «κρυοπηξία». Ενώ τα κύματα ραδιοσυχνοτήτων προκαλούν μόνιμες βλάβες μέσω της υπερθέρμανσης του ιστού, στην κρυοπηξία οι βλάβες της κατάλυσης προκαλούνται από το «πάγωμα» του ιστού μέσω ειδικού μπαλονιού, το οποίο εφαρμόζεται φουσκωμένο στα στόμια των πνευμονικών φλεβών, στα επίπεδα των -30 με -55˚C, προκαλώντας τον σχηματισμό πάγου και τη μη αναστρέψιμη βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης και των ενδοκυττάριων οργανιδίων. Σε γενικές γραμμές, η επέμβαση έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με τα κύματα ραδιοσυχνοτήτων, ενώ διαρκεί λιγότερο χρόνο.
Η εξέλιξη των σύγχρονων συστημάτων ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης έχει φέρει ουσιαστική επανάσταση στην καθημερινή διαχείριση των περιστατικών που υποβάλλονται σε επεμβάσεις κατάλυσης κολπικής μαρμαρυγής. Με τη βοήθεια των συστημάτων αυτών δημιουργείται μια τρισδιάστατη ανακατασκευή της καρδιακής δομής (εν προκειμένω του αριστερού κόλπου), πάνω στην οποία επιπροβάλλονται σε ζωντανό χρόνο οι καθετήρες και εκτελείται η κατάλυση χωρίς τη χρήση ακτινοσκόπησης. Η πιο ουσιαστική συνεισφορά των συστημάτων αυτών, εκτός από την ακριβή αναπαράσταση της ανατομίας και της θέσης των καθετήρων, είναι η δυνατότητά τους να βοηθούν στην κατανόηση του μηχανισμού των αρρυθμιών με τη συγχώνευση ανατομικών και ηλεκτροκαρδιογραφικών δεδομένων και, τελικά, να αυξάνουν τα ποσοστά επιτυχίας της κατάλυσης.