Προτού το Μιλάνο γίνει κάτι σημαντικό στον κόσμο της μόδας και προτού η Φλωρεντία ανοίξει το Palazzo Pitti στους Αμερικανούς αγοραστές, η πρωτεύουσα της μόδας στην Ιταλία ήταν η Ρώμη. Χάρη στις ανάγκες του παπικού κράτους οι τεχνίτες και τα εργαστήρια ήταν πολλά ‒μερικά αξεπέραστα‒ και χάρη στον Φελίνι και στο σινεμά η ζωή στη Ρώμη έπρεπε να βρει τα δικά της ρούχα. Επιδεικτική, εντυπωσιακή, μεγαλοπρεπής ‒μια «κυρία στα μπουζούκια», αν ήταν μιούζικαλ‒, η μόδα της Ρώμης ήταν σημαντική και μιλούσε σε συγκεκριμένο κοινό, χωρίς να σκέφτεται κατ᾽ ανάγκη επεκτατικά.
Στη μεγάλη οικογένεια της Ρώμης οι εμβληματικότερες όλων ήταν οι Sorelle Fontana, θρυλικές μοδίστρες του '50, αλλά αυτές που άλλαξαν το παιχνίδι με το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο ήταν οι αδελφές Fendi. Ένα μικρό μαγαζί, στην αρχή με είδη ιππασίας και ταξιδίου για τους αριστοκράτες της εποχής, που το ξεκίνησε η προγιαγιά το 1918 και το ονόμασε Fendi από τον άνδρα της όταν παντρεύτηκε, έμελλε να γίνει το επίκεντρο μιας επιχειρηματικής διαμάχης 2 κολοσσών το 2000 (του LVMH σε συμμαχία με την Prada και του ομίλου Kering), για να πωληθεί 850 εκ. ευρώ στους πρώτους, οι οποίοι κράτησαν τον δημιουργικό έλεγχο και γενικότερα τη μακροβιότερη συνεργασία που έχει γίνει ποτέ στη βιομηχανία της μόδας. Ο Karl Lagerfeld έμεινε πάνω από 50 χρόνια σύμβουλος και καλλιτεχνικός διευθυντής στα γυναικεία ρούχα, η μόνη ανδρική παρουσία μέσα σε μια μητριαρχική επιχείρηση.
Η Silvia αποφασίζει να αναλάβει όλες τις συλλογές μόνη της, αφήνοντας τη φωνή του Karl να μιλά μέσα της και τη «στρεβλή» ματιά της προς την κανονικότητα να παίζει με όλα τα ρούχα.
Οι αδελφές Fendi, η Paola, η Anna, η Franca, η Carla και η Alda, είχαν μοιράσει τις δουλειές στον οίκο και το 1964 ζήτησαν από τη γιαγιά να τους επιτρέψει να φέρουν τον νέο τότε σχεδιαστή Karl Lagerfeld για να «εκσυγχρονίσει» τον οίκο και να φροντίσει το προϊόν πολυτελείας στο οποίο ήθελαν να ποντάρουν, τη γούνα. Παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις της, η γιαγιά Adele τελικά υπέκυψε και ο Karl νοίκιασε ένα σπίτι στη Ρώμη για να ξεκινήσει να δουλεύει. Σχεδίασε το εμβληματικό logo με τα δύο F περίπου σε 10 λεπτά για να σηματοδοτήσει τη χρήση γούνας στον οίκο ‒ τα δύο F σήμαιναν «Fun Fur». Λίγα χρόνια μετά η πρώτη σειρά ρούχων βγήκε στις μπουτίκ με το όνομα 365 ‒ επρόκειτο για φορέματα που μπορούσαν να συνδυαστούν όλο τον χρόνο με γούνα.
Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία τεσσάρων Ιταλίδων αδελφών που μεγάλωσαν, αυτές και τα παιδιά τους, μέσα σε ένα ατελιέ. Χωρίς να ενδώσουν στην έννοια της κανονικότητας όσον αφορά τη ζωή τους και την ανατροφή των παιδιών τους, διοικούσαν το δημιουργικό τμήμα και τις πωλήσεις με τσακωμούς και μεγάλα τραπέζια, μπόλικη τρέλα και έναν ιδιοσυγκρασιακό Γερμανό, στοιχεία που διαφοροποιούν το όνομα Fendi απ' οποιοδήποτε άλλο. Αυτή η γνήσια ρωμαϊκή τρέλα, μακριά από την εσωστρέφεια και τους χαμηλούς τόνους των Μιλανέζων και τον ακαδημαϊσμό των Φιορεντίνων, έκανε τις γυναίκες αυτές να επενδύσουν στο ταλέντο ενός τεράστιου σχεδιαστή προτού το κάνει η Chanel, κρατώντας τον στο σπίτι τους μέχρι να πεθάνει και διοχετεύοντας αυτόν τον τρόπο ζωής σε ένα πνευματώδες χιούμορ, ευδιάκριτο και χαρακτηριστικό σε όλα τα ρούχα και αξεσουάρ Fendi.
Για τη Silvia, κόρη της Anna Fendi, το ενδιαφέρον για την κανονικότητα των άλλων που αυτή δεν είχε έμελλε να γίνει η δική της μυστική, δημιουργική δύναμη. Μικρή μπορούσε να φορά μόνο μαύρα ρούχα, καθώς η μαμά της πίστευε πως ήταν το μόνο κομψό ρούχο για παιδιά, να κοιμάται ανάμεσα σε γούνες στο εργαστήριο, να κάνει τις εργασίες για το σχολείο στο ατελιέ και να πηγαίνει με αεροπλάνο από τη Ρώμη στο Μιλάνο για να της κόψουν τα μαλλιά, αφού εκεί ήταν ο καλύτερος κομμωτής. Μεγαλώνοντας κυριολεκτικά στα πόδια του Karl, κατάλαβε πως αυτό που ζούσε ήταν περίεργο και σπάνιο και πως τα άλλα παιδιά έκαναν διαφορετικά πράγματα. (Για παράδειγμα, η Silvia μικρή έτρωγε ένα μενού που καθοριζόταν από το γούστο της Anna και την προτίμησή της σε κάποιο συγκεκριμένο χρώμα την εκάστοτε περίοδο, δηλαδή μπορεί να έτρωγαν μόνο μπλε φαγητά ή μόνο κόκκινα κ.ο.κ.).
Η Silvia μεγάλωσε μαζί με την επιχείρηση και σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτήν. Πήγε στη Βραζιλία όπου γνώρισε τον άντρα της, έκαναν 2 παιδιά ‒η γνωστή σχεδιάστρια κοσμημάτων Delfina Delettrez είναι κόρη της‒ και αρνήθηκε να δουλέψει με τη μητέρα της. Τελικά, το 1990, μετά από ένα τηλέφωνο του Karl που συνοδεύτηκε από μια επίσημη πρόταση για να αναλάβει τα αξεσουάρ του οίκου και στη συνέχεια τα αντρικά ρούχα, γύρισε πίσω. Το γούστο και η άποψη του Karl διοικούσαν τα πάντα, σαν μεγάλος φωτεινός σηματοδότης πάνω από τα κεφάλια όλων, ενσωματώνοντας τη φωνή του στον ήχο Fendi. Η Silvia ξεκίνησε να κοιτάζει την κανονικότητα με αδυσώπητο χιούμορ και ανιδιοτελή περιέργεια, επιτρέποντας έτσι στον εαυτό της να επιλέξει κανονικές συνήθειες και κανονικά αντικείμενα μόδας για να τα κάνει ξεχωριστά με ένα σπάνιο, βαθιά γοητευτικό και εντελώς κανονικό τρόπο.
Το 1996 σχεδίασε την πρώτη τσάντα Fendi Βaguette. Στο ατελιέ όλη τη βρήκαν «πολύ μικρή» και αποφάσισαν να στηρίξουν με αυτήν αλλά και με άλλα προϊόντα τους μια μικρή τότε αμερικανική παραγωγή, το «Sex and the City». Η Carrie κουβαλά μαζί της σαν ιερό Graal τη μικρούλα Fendi Baguette, που γίνεται μία από τις τελευταίες εμμονές των '00s. Μόνο για την υπάρχουν 3 αφηγήσεις σε επεισόδια της σειράς, με αξέχαστη τη σκηνή της ληστείας. Η τσαντούλα περικλείει την κανονικότητα ενός ανθρώπου που δεν την έχει χρησιμοποιήσει ποτέ ‒ είναι μικρή και παραλληλόγραμμη, με κοντό λουρί που φτάνει ακριβώς κάτω από τη μασχάλη και κυκλοφορεί σε εξωφρενική ποικιλία υφασμάτων και δέρματος. Σε αντίθεση με τη νάιλον μαύρη τσάντα της Prada που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, το πλήθος επιλογών υποδεικνύει πως υπάρχει μια baguette για καθεμία γυναίκα, κάνοντάς τες έτσι φανατικές συλλέκτριες αυτής της τσαντούλας που όσο κανονική φαίνεται, άλλο τόσο απομακρύνεται από τη νόρμα.
Η υπακοή της Silvia στους κανόνες του Karl της δίνουν την πειθαρχία που πιθανότατα δεν είχε ποτέ στο σπίτι της και απελευθερώνουν τη φαντασία της, επιτρέποντάς της να παίξει με το αντρικό πρότυπο, με προσμείξεις υφασμάτων και τρελά αξεσουάρ που φαίνονται καθ' όλα κανονικά. Η τρέλα με τα γούνινα μπρελόκ πάνω στις τσάντες είναι άλλη μία από τις ιδιοφυείς της ιδέες που προκύπτουν από αυτήν τη σύμπραξη και υπογραμμίζουν την πιο ενδιαφέρουσα όψη του ονόματος Fendi, αυτήν της κομψής Ρωμαίας που η εγκεφαλικότητά της δεν την αφήνει τελικά να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά. Αυτή η υπόσχεση, μαζί με τον ισχυρό συνδυασμό κανόνων και εποπτείας του Karl, κάνουν το όνομα Fendi τόσο μοναδικό και μεγάλο που χωρά με ευκολία πάρα πολλές γυναίκες ‒ μέχρι που μπήκε και στους στίχους του «Chun Li» της Nicki Minaj (και σε μια συλλογή της τον Οκτώβρη).
Το 2019 βρίσκει τη Silvia στα 58 της, χωρίς τον Karl πια, και τη μόνη Fendi στον οίκο. Τα υπόλοιπα αδέλφια της πολυμελούς οικογένειας έχουν αποσυρθεί μαζί με τα μεγάλα μερίδιά τους και ο οίκος ανήκει πλέον κατά 100% στον όμιλο LVMH. Η Silvia αποφασίζει να αναλάβει όλες τις συλλογές μόνη της, αφήνοντας τη φωνή του Karl να μιλά μέσα της και τη «στρεβλή» ματιά της προς την κανονικότητα να παίζει με όλα τα ρούχα.
Έτσι, καθώς οι κόρες των γυναικών που κουβαλούσαν την baguette παθαίνουν την ίδια εμμονή με τις μητέρες τους και την κυκλοφορούν πάλι, ο ίδιος ο οίκος προκύπτει πάλι κουλ μέσα από τη ματιά τους. Η πρώτη συλλογή της Silvia για το καλοκαίρι του 2020 είναι σαν να μιλά στην καρδούλα τους. Αναπάντεχα γήινη και εξωπραγματικά καθημερινή, η λεπτότητα της Silvia φαίνεται στις μικρές λεπτομέρειες με τις οποίες παίζει: στην αναφορά σε μια slapstick βρετανική κωμωδία των '60s, στα φλοράλ των χίπηδων, σε μια υποψία κακού γούστου που μονάχα μια Ρωμαία μπορεί να υποστηρίξει. H φωνή του Karl βρίσκεται πίσω από όλο αυτό, αλλά ο ίδιος δεν είναι πια εδώ. Δεν υπάρχει πια ο παντοκράτορας του γούστου. Η Silvia στάθηκε στα πόδια της και δήλωσε πως δεν θα πάρει στα σοβαρά τίποτα περισσότερο από αυτό που θέλει.
Fendi Women's Spring/Summer 2020 Fashion Show