Φημολογείται έντονα πως ο Jonathan Anderson θα είναι ο επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής στον Dior, διαδεχόμενος τη Maria Grazia Chiuri που είχε τα δημιουργικά ηνία του γαλλικού οίκου μόδας από το 2016, γράφοντας ιστορία ως η πρώτη γυναίκα σε αυτήν τη θέση. Ο Βορειοϊρλανδός σχεδιαστής που μόλις γιόρτασε μια συγκλονιστική δεκαετία στην ισπανική Loewe, ιδιοκτησίας επίσης του κολοσσού πολυτελών ειδών LVMH, αναμένεται να αναλάβει άμεσα, δίνοντας τέλος στις φήμες ότι για τη θέση προαλειφόταν ο John Galliano, με τον ίδιο να κατευθύνεται στην Gucci. Το νέο όνομα που συζητιέται πλέον για την Gucci είναι αυτό του Hedi Slimane, ο οποίος αποχώρησε από τη Celine.
Χωρίς η LVMH να έχει επιβεβαιώσει ακόμα τίποτα σε σχέση με αυτό το ξέφρενο παιχνίδι μετακινήσεων στην κορυφή της μόδας, αξίζει να δούμε την περίπτωση του χαϊδεμένου της Anna Wintour σχεδιαστή που ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στα παριζιάνικα σαλόνια του οίκου Dior.
Ο Anderson, ορμητικός και αλαζονικός από τα πρώτα του βήματα, με μια εντελώς προσωπική ταυτότητα που έχει ορίσει τα τελευταία χρόνια το gender-fluid στυλ, δεν έκρυψε ποτέ ότι θέλει να είναι ο καλύτερος. Η ικανότητά του να δημιουργεί συχνά εξωφρενικές σιλουέτες και αξεσουάρ, εμπλουτίζοντας την κλασική αντίληψη περί πολυτέλειας με χιούμορ, τέχνη και μια «weird» αισθητική που σήμερα κυριαρχεί στην ποπ κουλτούρα, υπόσχεται μια νέα εποχή σε έναν οίκο που υπό τη Maria Grazia φλέρταρε επικίνδυνα με τη νοσταλγία και έναν κοριτσίστικο καθωσπρεπισμό, εγκαταλείποντας την τολμηρή του κληρονομιά.
Στην καρτουνίστικη ματιά του στη μόδα, αλλόκοτη, αλλά την ίδια στιγμή προσιτή, πλάσματα από το ζωικό βασίλειο και νέες τεχνικές ή υλικά αναμειγνύονται με στιγμιότυπα τέχνης, επίκαιρα ζητήματα της εποχής και «βαριά» αβανγκάρντ, συνθέτοντας μια οπτική ταυτότητα που φέρνει κάτι απόλυτα αυθεντικό στη μόδα του 21ου αιώνα.
Στην περίπτωση του Anderson κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έπεσε από τον ουρανό σ' αυτήν τη θέση. Από το 2007, που εμφανίστηκε με το προσωπικό του label, ο σχεδιαστής ξεδίπλωσε με συνέπεια το ταλέντο και το όραμά του, πετυχαίνοντας διαρκείς αναγνωρίσεις στον κλάδο: το 2013 τοποθετήθηκε στη Loewe για να βραβευτεί τα δύο επόμενα χρόνια από τα Βρετανικά Βραβεία Μόδας ως Σχεδιαστής της Χρονιάς (2014, 2015), ως Διεθνής Σχεδιαστής της Χρονιάς από το CFDA (2023) και Σχεδιαστής της Χρονιάς για το 2024 από το Βρετανικό Συμβούλιο Μόδας (BFC). To περιοδικό «Time» έσπευσε πέρσι να κατοχυρώσει το γκελ του Anderson, συγκαταλέγοντάς τον στη λίστα Time100 με τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους του 2023.
Από τον πατέρα του, γνωστό παίκτη του ράγκμπι στην Ιρλανδία, πήρε την αποφασιστικότητα και το ανταγωνιστικό πνεύμα. Χάρη στους γονείς του, που στις αρχές των '90s αγόρασαν ένα σπιτάκι στην Ίμπιζα, έζησε trash καλοκαίρια στο απόγειο του club culture. «Αισθανόμουν υπέροχα εκεί, είδα παρανοϊκά πράγματα για την εποχή, speedos που φωσφόριζαν, γυμνόστηθες γυναίκες στον δρόμο, ζευγάρια να κάνουν σεξ πάνω στη σκηνή των Manumission πάρτι», θυμάται σε μια εξομολογητική συνέντευξη στο «Etiquette».
Ο παππούς του τον προίκισε με το πάθος για τα κεραμικά. «Ήταν σχεδιαστής υφασμάτων στη Βόρεια Ιρλανδία. Μικρό αγόρι, με έπαιρνε μαζί του στο εργοστάσιο όπου τύπωναν υφάσματα παραλλαγής για τον βρετανικό στρατό με την παραδοσιακή τεχνική της μεταξοτυπίας. Τον θυμάμαι να μου χαρίζει ένα βάζο Delft του 17ου αιώνα που είχε αγοράσει με 5 λίρες! Την πρώτη μου αγορά την έκανα στις αρχές των '00s… Ήταν ένα μαυρόασπρο βάζο του John Ward, που τότε δεν τον γνώριζα, βέβαια».
Η αγάπη του για καθετί το καλλιτεχνικό τον συνοδεύει από την εφηβεία του. Αρχικά, σκόπευε να γίνει ηθοποιός, σπούδασε μάλιστα στο Studio Theatre στην Ουάσινγκτον. Εκεί συνειδητοποίησε ότι είναι gay και ότι ήθελε να ασχοληθεί με τη μόδα. Επέστρεψε στο Δουβλίνο κι έπιασε δουλειά στο πολυκατάστημα Brown Thomas, λέγοντας ψέματα ότι είχε προϋπηρεσία σε αμερικανικά μαγαζιά. «Πουλούσαμε κυρίως σε ντόπιους ποδοσφαιριστές που διάλεγαν δερμάτινα καουμπόικα παντελόνια D&G, χωρίς να βλέπουν πόσο gay ήταν αυτό το look». Η τύχη τον συνάντησε εκεί, δίπλα σε μια κρεμάστρα με ρούχα της Prada, όπου η τότε στενή συνεργάτιδα της Miuccia, Μanuela Pavezi, τον μάγεψε τόσο ώστε γράφτηκε στο London College of Fashion για να σπουδάσει αντρικό σχέδιο μόδας. Μόλις αποφοίτησε, το 2005, εργάστηκε με την Pavezi στην οπτική ανάδειξη των προϊόντων Prada, κοινώς έστηνε βιτρίνες. To 2007 λάνσαρε τη δική του σειρά αντρικών ρούχων και δυο χρόνια αργότερα πρόσθεσε και τα γυναικεία, γιατί του το ζητούσαν οι πάντες. Μόλις 29 χρονών, βοήθησε την Donatella Versace να λανσάρει τη σειρά Versus. Την ίδια χρονιά, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, ο πρόεδρος της LVMH, Βernard Arnault, αγόρασε μετοχές στο label JW Anderson και του εμπιστεύτηκε το δημιουργικός κομμάτι της Loewe, την ισπανική απάντηση στο savoir faire της Hermès.
Λίγες μέρες αφότου ανέλαβε το πόστο, ο Anderson έδειξε από τι είναι φτιαγμένος. Αντί να βαλτώσει στην εξεζητημένη κληρονομιά του ισπανικού οίκου, προχώρησε με τη μεταδοτική φρενίτιδα των κλαμπ του Λονδίνου και της Ίμπιζα που τόσο καλά γνώριζε, μακριά από εκείνο το στάσιμο, το ντεμοντέ και το σοβαροφανές. Στην καρτουνίστικη ματιά του στη μόδα, αλλόκοτη, αλλά την ίδια στιγμή προσιτή, πλάσματα από το ζωικό βασίλειο και νέες τεχνικές ή υλικά αναμειγνύονται με στιγμιότυπα τέχνης, επίκαιρα ζητήματα της εποχής και «βαριά» αβανγκάρντ, συνθέτοντας μια οπτική ταυτότητα που φέρνει κάτι απόλυτα αυθεντικό στη μόδα του 21ου αιώνα. Oι 6,2 εκατομμύρια ακόλουθοι στο Instagram της Loewe και 1,2 στο προσωπικό του brand μαζί με πρωτοφανείς πωλήσεις απλώς πιστοποιούν το χάρισμά του να μοσχοπουλά ό,τι δημιουργεί, όσο αλλόκοτο κι αν είναι.
Ιδιαίτερα μαγικό είναι το άγγιγμά του στις τσάντες, το άγιο δισκοπότηρο κάθε πολυτελούς οίκου μόδας, με ένα πολλαπλό ρεκόρ μοντέλων JW Anderson και Loewe (Puzzle, Bow, Flamenco, Barcelona, Basket και τόσα άλλα) που έγιναν γνωστά με το όνομά τους, έγιναν σύμβολα ενός νέου modernity και αποκτήθηκαν ακόμα και από συντηρητικούς καταναλωτές που αντικατέστησαν την Hermès τους με μια τσάντα του Anderson. Όσο για τα ρούχα του, αν κρίνει κανείς από την γκάμα των ανθρώπων που τα επιλέγουν –από επιμελητές τέχνης και executives μέχρι φανταχτερούς φασιονίστας–, φαίνεται πως ο Anderson κάλυψε το κενό της παλιάς Philo, επί Celine, τότε που όποιος σχετιζόταν με την τρέχουσα αισθητική όφειλε να φοράει κομμάτια της.
Θα ήταν απλοϊκό να αναρωτηθεί κανείς τι τον εμπνέει. Για παράδειγμα, οι φράουλες που κυριαρχούσαν στην καλοκαιρινή συλλογή του 2022 ξεπήδησαν μπροστά του από έναν πίνακα του William Sartorius που έδειχνε έναν σκίουρο με ένα αναποδογυρισμένο μπολ φράουλες – σκέφτηκε τι θα γινόταν αν εμφανιζόταν μια σιλουέτα στο αεροδρόμιο με φλις φόρμα με φράουλες. Δεν πολυσκέφτεται τη μόδα. Το 2021 είχε δηλώσει στο «GQ» πως όταν σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι, προκύπτουν σύνθετα κομμάτια που όλοι τα βαριούνται. Εκείνος αναζητά κάτι να τον εξάπτει! Ένα αντικείμενο, ένα πρόσωπο στο κλαμπ, έναν Φλαμανδό ζωγράφο του 1530, μια ιδέα σε κάποιο βιβλίο Οικονομικών ή Πολιτικής… Επίσης, βαριέται εύκολα, γι' αυτό και σπάνια επαναλαμβάνει σχέδια από τη μία σεζόν στην άλλη. Εμπορικά ρισκάρει, δημιουργικά, όμως, είναι βέβαιος πως πάντα τον περιμένει κάτι νέο και καλύτερο.
Μπορεί να δουλέψει μόνο στα κόκκινα. Αν τα πράγματα γύρω του κινούνται αργά, χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, μαζί με την υπομονή του. Ο μεγαλύτερος φόβος του στη ζωή, έλεγε στην «Guardian» το 2018, είναι μήπως η δουλειά του δεν αφορά πια κανέναν. Θαύμαζε ανοιχτά τον Κarl Lagerfeld για το ένστικτό του να απευθύνεται σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες και για το ταλέντο του να επανευφερίσκει τον εαυτό του διαρκώς, αλλά και τη Miuccia Prada που «έφερε μια νέα φωνή στη μόδα», ενώ παραδέχεται ότι από το κολέγιο ακόμα τον γοήτευε ο αινιγματικός Hedi Slimane. Δηλωτικό, όμως, της ροπής του στο camp είναι ότι σέβεται το στυλ του Jeremy Scott, την αισιοδοξία του, τον αυτοσαρκασμό του και το ότι δεν υπήρξε ποτέ ελίτ. Κατά ειρωνικό τρόπο, ούτε κι εκείνος, παρότι δουλεύει για έναν κυνικό κολοσσό της μόδας. Γι' αυτό συνεχίζει να σχεδιάζει mini σειρές για την Uniqlo, μια φίρμα γρήγορης μόδας (ό,τι ήταν τα Gap στα '90s) με κομμάτια καλοφτιαγμένα και προσιτά που φοράει και ο ίδιος γιατί τον απελευθερώνουν από την έννοια του προσωπικού στυλ.
Η πολυτέλεια, όμως, δεν είναι εξ ορισμού ελιτίστικη;
Σε παλιότερη συνέντευξή του στο «W» το αρνήθηκε εμφατικά. «Ως παιδί, φοβόμουν να μπω σε μαγαζιά μεγάλων brands, επειδή δεν μπορούσα να αγοράσω τίποτα. Γι' αυτό τώρα τους έχω τρελάνει όλους με την ιδέα ενός πολιτιστικού brand (αναφορά στη Loewe), ενός γιγαντιαίου οικοσυστήματος με εργαζόμενους και τις οικογένειές τους», εξηγούσε. «Τα πολυτελή καταστήματα δεν είναι εύκολο πράγμα, γιατί στην τελική ο στόχος είναι να πουλήσουν», σκεπτόταν το 2018 με αφορμή τα εγκαίνια μιας εντυπωσιακής μπουτίκ Loewe στη Μαδρίτη. «Κι όμως, υπάρχει μια ουτοπία στην οποία πιστεύω. Μπορεί να υπάρχουν βιβλία, χειροποίητα δερμάτινα μπολ, λουλούδια … όλα σε έναν χώρο». Mε μια δημοκρατική αντίληψη περί πολυτέλειας, θεωρεί ότι η εμπειρία στους ναούς των mega-brands δεν χρειάζεται να καταλήγει σε αγορές. Μπορεί κανείς να μυρίσει το κερί στην ατμόσφαιρα, να ζητήσει ένα look-book ή να απολαύσει τα interiors. Κι αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό, πιστεύει.
Ο Anderson είναι από τους σχεδιαστές μιας γενιάς που εξέλιξαν το storytelling της μόδας. Από τον σχεδιασμό των logos ως τα λουλούδια στα καταστήματα και την «ιδέα» για καθένα από τα δύο brands που ως τώρα κατηύθυνε δημιουργικά, τα πάντα μορφοποιούνται τρισδιάστατα στο μυαλό του σε μια «διασταυρούμενη επικονίαση», όπως ο ίδιος λέει. Η τέχνη –κλασική και queer– και τα crafts πρωταγωνιστούν σταθερά σε αυτά του τα οράματα.
«Από την τρίτη εβδομάδα που βρέθηκα στη Loewe γνώριζα ότι έπρεπε να θεσπίσω ένα βραβείο για crafts στο πλαίσιο του Loewe Foundation που προϋπήρχε, στηρίζοντας τις τέχνες της ποίησης και του χορού. Αισθάνθηκα ότι καμιά διεθνής διάκριση δεν είχε συλλάβει τον τρόπο που θα παρουσιάσουμε τα crafts στις επόμενες γενιές. Νιώθω υποχρεωμένος να στηρίξω τους χειρώνακτες –καλλιτέχνες και τεχνίτες– ώστε να να εξελίξουν το έργο τους χωρίς τη διαρκή πίεση να πουλήσουν για να ζήσουν. Σιχαίνομαι όσους χρησιμοποιούν τη βιωσιμότητα ως εργαλείο μάρκετινγκ. Είναι καθήκον μας να την ενσωματώσουμε στη δημιουργία μας, παράγοντας αντικείμενα ανθεκτικά στον χρόνο που θα αλλάξουν πολλά χέρια. Τώρα που είμαστε τόσο εξαρτημένοι από τα ψηφιακά μέσα και τις εικόνες δύο διαστάσεων, τα crafts είναι το τρισδιάστατο αντίδοτο που μας κρατά σε επαφή με την ανθρωπιά μας».
Αυτό το αντίδοτο ο Anderson το έχει σερβίρει γενναιόδωρα σε ένα φανατικό, πλέον, κοινό που τον αναγνωρίζει ως προστάτη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Χιλιάδες δημιουργοί, από την Κορέα ως την Αργεντινή, συμμετέχουν κάθε χρόνο στο Loewe Crafts Prize, με τα έργα όσων τελικά προκριθούν να εκτίθενται σε φυσικό χώρο και, φυσικά, να αγοράζονται μέσω του ιδρύματος, εμπλουτίζοντας το προφίλ του οίκου και συνάμα στηρίζοντας ανθρώπους και τέχνες. Οι γλυπτικοί καμβάδες του Richard Smith, τα τεράστια πορσελάνινα αγγεία του Edmund de Waal, moon jars από κορυφαίους κεραμίστες της Κορέας, υπέροχα «αντικείμενα που συνδέουν τον κόσμο της μόδας, της τέχνης κι ένα ευρύτερο κοινό συγκεντρώνονται χρόνια σε μια πλατφόρμα απ' όπου μετακινούνται για να διακοσμήσουν καταστήματα Loewe ή δανείζονται, χωρίς να καταναλώνονται».
Στην τελευταία του αριστουργηματική κολεξιόν για το καλοκαίρι του 2025 στη Loewe ο Anderson δειγμάτισε τα στοιχεία που τον καθιστούν μέγιστο και μοναδικό: τα φορέματα-κρινολίνα –αχ αυτά τα φορέματα–, ανάλαφρες φυσαλίδες που πάλλονταν με ανασηκωμένους ποδόγυρους γύρω από στρογγυλές συρμάτινες μπανέλες! Πόσες σεζόν είχαμε να αντικρίσουμε μια τόσο αυθεντική ιδέα, εκτελεσμένη με ζηλευτή αφαίρεση. Τα κορίτσια, φορώντας γυαλιά Aviators και δίχρωμα Oxfords ή sneakers, περπατούσαν με τα χέρια στις τσέπες σε έναν κυκλικό χορό που ισορροπούσε μεταξύ ελαφρότητας και ακαμψίας: τα εμπριμέ σιφόν με την απόλυτη ελευθερία στο περπάτημα «συγκρούονταν» με τη στιβαρότητα δερμάτινων τζάκετ ή μικροσκοπικών μαντό από φιλντισένιες ψηφίδες σε γραμμή Α. Σε άλλα κομμάτια, η ιδέα της ακαμψίας μεταφερόταν στα υφάσματα, πότε παίρνοντας τη μορφή παλτό που το στρίφωμά τους κρατιόταν μακριά από το σώμα και πότε μιας φούστας από μπεζ καμπαρντίνα με στρίφωμα από χαλκό. Υπήρχαν κι άλλα, πνιγμένα σε στρώσεις φτερών, που λειτουργούσαν ως καμβάς για τυπώματα έργων τέχνης –ίριδες και ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ– ή μουσικών συνθέσεων του Σοπέν ή του Μπαχ. Θέλησε να «αναδείξει τις επιφάνειες», όπως είπε. Η ιδέα, όμως, σε αυτό αποχαιρετιστήριο σόου του για τη Loewe ήταν μια άσκηση στην αφαίρεση που υπηρετείται από τεχνικές δεξιότητες.
Υπερ-μοντέρνα, υπερ-κινητικά σπαράγματα υφάσματος, ρούχα που χορεύουν γύρω από το σώμα, αστεία, παράδοξα, πολύχρωμα. Ο Anderson κινείται μαεστρικά μεταξύ των δύο πόλων όπου τόσα χρόνια δημιουργεί: του δυναμικού tailoring μιας αντρικής γκαρνταρόμπας και των δονούμενων όγκων μιας νεορομαντικής κοριτσίστικης σιλουέτας που μόνο ο Marc Jacobs έχει προσεγγίσει εξίσου εύστοχα στο παρελθόν.
Ο ίδιος πιστεύει πως χρειάζεται να γκρεμίσεις ένα brand για να το αναδομήσεις. Να κομματιάσεις τα συστατικά του με διαφορετικούς τρόπους για να μπορέσεις να πεις κάτι νέο που να φοριέται και να «πουλάει» φυσικά, μια και εκεί καταλήγουν τα πάντα.
Αυτή η προσήλωσή του στη λειτουργική φόρμα, στη δημιουργία ρούχων που οπτικά εντυπωσιάζουν, ενώ την ίδια στιγμή είναι ευέλικτα και άνετα, συνιστά το διαβατήριό του που του ανοίγει τις πύλες του οίκου Dior. H ικανότητά του να ανανεώνει το fashion design (όχι πάντα καλόγουστα, αναμφίβολα, όμως, τολμηρά) και παράλληλα να σέβεται την κληρονομιά που παραλαμβάνει, όπως το απέδειξε στη Loewe, τον καθιστά έναν πολλά υποσχόμενο νυμφίο για τον γαλλικό οίκο.
Θα παίξει με τις κλίμακες, τις υφές και την κίνηση των ρούχων με τον ανορθόδοξο τρόπο που τον διακρίνει και ίσως καταφέρει να προικίσει τον Dior με ένα φρέσκο στίγμα, συγχρονισμένο με τα νέα ζητούμενα στη μόδα.