O GIORGIO ARMANI, το μεγάλο σόου του οποίου με τίτλο «One Night Only Venice» συνέπεσε με τη φετινή Μόστρα, ήταν πάντοτε αποφασισμένος να κάνει τα πράγματα διαφορετικά από πολλούς Ιταλούς ομοτέχνους του. Ενώ οι οίκοι Valentino, Gucci και Versace έχουν πωληθεί σε ξένους επενδυτές, ο ίδιος παραμένει ο μοναδικός μέτοχος της επιχείρησης που φέρει το όνομά του, μια απόφαση που ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές λένε ότι έχει υποτιμήσει την αξία του ομίλου.
Ο ίδιος ο 89χρονος σχεδιαστής και διευθύνων σύμβουλος λέει ότι δεν αμφισβήτησε ποτέ τις επιλογές του και ότι θέλει να αποφύγει πάση θυσία την εξαγορά από κάποια μεγάλη γαλλική κοινοπραξία. «Αυτοί οι γαλλικοί όμιλοι θέλουν να ελέγχουν τα πάντα, δεν το καταλαβαίνω...είναι λίγο γελοίο», λέει. «Γιατί πρέπει να με δυναστεύει κάποιο από αυτά τα μεγαθήρια που στερούνται προσωπικότητας;»
Παρότι το 2011 είχε δηλώσει στην αμερικανική Vogue ότι ήταν ανοιχτός σε «μια συμφωνία με μια σημαντική ιταλική εταιρεία» –δήλωση που γρήγορα πυροδότησε εικασίες ότι η εταιρεία ήταν προς πώληση– τώρα λέει ότι δεν πρόκειται να πάει πουθενά: «Όλοι μου λένε ότι πρέπει να αποσυρθώ και να απολαύσω τους καρπούς αυτού που έχω χτίσει, αλλά εγώ λέω όχι… απολύτως όχι».
Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε πέντε χρόνια αργότερα, όταν έντυσε τον Ρίτσαρντ Γκιρ στην ταινία American Gigolo. Οι ιστορικοί της μόδας θεωρούν τον Armani την πιο επιδραστική φιγούρα του 20ού αιώνα στην ιταλική υψηλή μόδα μαζί με τους αείμνηστους Gianni Versace και Valentino Garavani.
Ο Armani ξεκίνησε να εργάζεται στο χώρο της μόδας το 1957, αφού εγκατέλειψε την ιατρική σχολή, ως διακοσμητής βιτρινών στο πολυτελές πολυκατάστημα La Rinascente του Μιλάνου, ενώ στη συνέχεια σχεδίασε για την ανδρική συλλογή Hitman του Nino Cerruti, πριν ιδρύσει τον δικό του οίκο μόδας το 1975 μαζί με τον αείμνηστο αρχιτέκτονα Sergio Galeotti. Η αποδομημένη αντίληψή του για τα ανδρικά σακάκια ήταν ο αντίποδας των τυπικών δομημένων κοστουμιών του Savile Row. Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε πέντε χρόνια αργότερα, όταν έντυσε τον Ρίτσαρντ Γκιρ στην ταινία American Gigolo. Οι ιστορικοί της μόδας θεωρούν τον Armani την πιο επιδραστική φιγούρα του 20ού αιώνα στην ιταλική υψηλή μόδα μαζί με τους αείμνηστους Gianni Versace και Valentino Garavani.
Ο όμιλός του, ο οποίος περιλαμβάνει τις εμπορικές φίρμες Emporio Armani και Armani Exchange καθώς και την πιο high-end σειρά Giorgio Armani, σημείωσε έσοδα 2,35 δισ. ευρώ το 2022, αυξημένα κατά 16,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο Giorgio Armani είναι ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος της Ιταλίας, μετά τον κληρονόμο της αυτοκρατορίας της Nutella, Τζιοβάνι Φερέρο, και η επιχείρησή του περιλαμβάνει πλέον επίσης εστιατόρια, πολυτελή ξενοδοχεία και μια συνεργασία με τη L'Oréal.
Ο Armani καταστρώνει καθημερινά σχέδια για το μέλλον της εταιρείας του ενώ δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι «φοβάται να πεθάνει».
«Ξέρω ότι η εταιρεία Giorgio Armani ταυτίζεται με εμένα, συνεπώς είναι δική μου ευθύνη να διασφαλίσω ότι αυτό θα συνεχιστεί και ότι η εταιρεία θα έχει πάντα ένα αποτύπωμα που θα θυμίζει "il signor Armani"», λέει.
Δηλώνει επίσης ότι έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και ότι έχει αποδεχτεί την εξέλιξη της μόδας, αλλά μόνο σε έναν ορισμένο βαθμό. «Κάποια στιγμή ήξερα ότι μπορούσα είτε [να επιμείνω] στο δικό μου στυλ, είτε [να τα παρατήσω, καθώς] δεν θα είχα προσαρμοστεί στις νέες τάσεις. Οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες και έχω αλλάξει κι εγώ...το θέμα είναι ότι οι σημερινοί σχεδιαστές μοιάζουν να αντλούν έμπνευση αποκλειστικά από το παρελθόν».
Αυτό που τον ενοχλεί, ωστόσο, είναι κάτι που ο ίδιος ορίζει ως μια έλλειψη αφοσίωσης από τη νεότερη γενιά καταναλωτών μόδας. «Είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας, γιατί ό,τι αρέσει στους νέους σήμερα, δεν θα τους αρέσει αύριο...και αυτός ο υπόκοσμος των [VIPs] καθορίζει τις τάσεις, υπάρχει έλλειψη κουλτούρας, ουσίας...όλα είναι πολύ, πολύ επιφανειακά», λέει.
Ο ίδιος παραμένει στενά συνδεδεμένος με την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης. Οι βοηθοί του ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ούτε ένα έγγραφο που να μην υπογράφει προσωπικά ο Armani, ούτε ένα στοιχείο που να μην μελετά εξονυχιστικά. «Η λεπτομέρεια είναι απαραίτητη...συχνά είναι η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά, όχι η σπουδαία ιδέα, καθώς αυτές είναι σπάνιες», λέει.
Με στοιχεία από The Financial Times