Η ζωή του Λεωνίδα Τσάκαλου θα μπορούσε να γίνει ένα εκπληκτικό βιβλίο γεμάτο δράση και περιπέτεια. Άνθρωπος απλός, με μια σοφία που προκύπτει από τις αμέτρητες εμπειρίες του, έξυπνος, χαλαρός και «cool», όπως τον χαρακτηρίζουν οι πιτσιρικάδες που μαζεύει γύρω του και τους σαγηνεύει με τις ιστορίες του. Μπορείς να συζητάς ώρες ατελείωτες μαζί του για όλα: για τις γυναίκες, την πολιτική, την μπάλα, τον έρωτα. Βέρος Ικαριώτης! Μιλάει για την πατρίδα του, την Ικαριά, και ψηλώνει 50 πόντους.
Ο Λεωνίδας γεννήθηκε στην Αυστραλία από πατέρα Ικαριώτη και μητέρα από τους Γαργαλιάνους. Στην Ικαριά ήρθαν όταν ήταν τριών κι εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Δύσκολος έφηβος, σε ηλικία δεκαεπτά ετών θα τα παρατήσει όλα για να έρθει στο Πέραμα. «Ήμουν ασυγκράτητος νέος, δεν με έπιανες πουθενά» λέει. «Eίχε αγανακτήσει η μάνα μου μ' εμένα, δεν της βγήκα ήρεμος, όπως τα άλλα της παιδιά. Ο πατέρας μου κοίταζε μήπως με κάνει υπάλληλο και μπω σε μια σειρά, αλλά εγώ δεν ήθελα τέτοιο πράμα. Μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα». Δηλώνει ότι πιστεύει πολύ στους ανθρώπους, τούς έχει αδυναμία. Δεν θα μπορούσε χωρίς έναν άνθρωπο δίπλα του. Για την παρέα του και τους ανθρώπους που αγαπάει άνοιξε την ιστορική ψαροταβέρνα στο Πέραμα. Το μαγαζί του είναι και η ζωή του, το έχει παντρευτεί.
Τα γλέντια που γίνονται σήμερα στη Στροφή δεν είναι πρωτόγνωρα. Από τα πρώτα χρόνια ο κόσμος διασκέδαζε και γλεντούσε χωρίς να το έχει προγραμματίσει, εντελώς αυθόρμητα. Από το πουθενά μπορείς να δεις μια γυναίκα να σηκώνεται να χορέψει με τις φίλες της ή τον συνοδό της ή έναν γέρο θαμώνα να κορτάρει μια πιτσιρίκα ή παρέες ολόκληρες να σηκώνουν το μαγαζί με τα ρυθμικά χτυπήματα των ποδιών τους.
Η Στροφή είναι μια ψαροταβέρνα ακριβώς πάνω σε μια στροφή –από κει πήρε το όνομά της– που δημιουργήθηκε πριν από είκοσι χρόνια περίπου από τον Λεωνίδα Τσάκαλο και τον Γιάννη Ρετσή. Ήταν το πρώτο μαγαζί που προσέλκυσε κόσμο εκτός της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά και σιγά-σιγά διαμόρφωσε και τα υπόλοιπα μαγαζιά της περιοχής. Σπεσιαλιτέ του το καβούρι και η σκορδαλιά. Ειδικά για την τελευταία, έχει γίνει μάχη για να μείνει μυστική η συνταγή. Δεν είναι, όμως, μόνο το φαγητό και το σημείο που κάνουν το μέρος μοναδικό. Είναι το κλίμα που δημιουργείται από τους επισκέπτες που διασκεδάζουν σε αυτό, οι μουσικοί που ξεσηκώνουν, οι ιδιοκτήτες και τα γκαρσόνια που το κάνουν να ξεχωρίζει.
Όταν άνοιξαν την ταβέρνα ο Λεωνίδας και ο Γιάννης δεν είχαν ιδέα από μαγειρική. Ερασιτέχνες μάγειρες και οι δύο, είχαν επιχειρήσει να μαγειρέψουν μόνο για φίλους και συγγενείς στο σπίτι τους – ο Λεωνίδας ήταν λίγο πιο έμπειρος επειδή ήταν μάγειρας στον στρατό. «Στις επισκευές των ναυπηγείων δουλεύαμε, αμμοβολές και βαψίματα κάναμε, δεν ξέραμε να μαγειρεύουμε» λέει ο Λεωνίδας. Η αρχική τους απόφαση ήταν να ανοίξουν ένα καφενείο που θα σέρβιρε και κανένα μεζέ για τους εργάτες που δούλευαν λίγο πιο κάτω στα καράβια. «Με τον Γιάννη επιλέξαμε εκείνο το μαγαζί εντελώς τυχαία. Περνάγαμε μια μέρα και είδαμε ότι νοικιάζεται. Δεν το σκεφτήκαμε πολύ, να σου πω την αλήθεια, και είπαμε να το προχωρήσουμε. Μας άρεσε αυτός ο τρόπος διασκέδασης, πηγαίναμε συχνά σε παρόμοια μαγαζιά. Δοκιμάσαμε να φτιάξουμε ένα καφενείο που να έχει και κανένα μεζεδάκι, κάνα χταποδάκι, καμιά αθερίνα – με αυτό το σκεπτικό ξεκινήσαμε».
Το πρώτο μαγαζί ήταν μικρότερο σε χωρητικότητα και το εσωτερικό του έμοιαζε με καράβι. Όποτε τύχαινε να περάσεις απ' έξω, σου θύμιζε παλιές εποχές, τότε που μια ολόκληρη Ελλάδα έβγαινε να διασκεδάσει παρέα με φίλους και συγγενείς. «Θυμάμαι ότι στο παλιό μαγαζί, πολλές φορές, σερβίραμε από την κουζίνα. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε και να σερβίρουμε, γιατί τα τραπέζια είχαν γίνει όλα ένα. Ήμασταν εγκλωβισμένοι στην κουζίνα και μοιράζαμε τα πιάτα από εκεί». Ο κόσμος που πήγαινε και πηγαίνει στο μαγαζί αντικατοπτρίζει όλη την κοινωνία. Θα δεις εκεί από απλούς εργάτες και μηχανικούς μέχρι καπετάνιους, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες. Το μαγαζί κατάφερε, από στόμα σε στόμα, να προσελκύσει όχι μόνο τον κόσμο του Περάματος και των γειτονικών περιοχών αλλά και μεγάλο μέρος Αθηναίων που το έμαθαν από φίλους και γνωστούς.
«Στο ξεκίνημα του μαγαζιού βοήθησαν πολύ οι Ικαριώτες. Χωρίς να το πολυπάρουμε χαμπάρι, είχε αρχίσει να έρχεται κόσμος από τον Πειραιά, την Αθήνα, τον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη. Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο, δουλεύαμε κάθε μέρα. Βέβαια, ήταν και άλλες εποχές, υπήρχε χρήμα τότε, η πόλη δεν είχε την ανεργία που έχει αυτήν τη στιγμή, είχαν όλοι δουλειές. Δούλευαν στα ναυπηγεία και είχαν χρήματα να χαλάσουν για τη διασκέδασή τους. Θυμάμαι, πολλές φορές, εργάτες που ερχόντουσαν από τα ναυπηγεία με τις φόρμες και κάνανε γλέντια, τρώγανε και πίνανε, αλλά τότε περίσσευαν χρήματα στον κόσμο. Τώρα έχουν δυσκολέψει τα πράματα για όλους».
«Όλα στο φαγητό είναι φαντασία, επιλέγεις κάποια υλικά και να τα προσθέτεις στο φαγητό. Ζυγίζεις με το μάτι και το ένστικτο, συμπληρώνεις και αφαιρείς. Έτσι έχουν βγει, άλλωστε, και τα πιο νόστιμα φαγητά. Ο καθένας παίρνει μια συνταγή και την πάει παρακάτω. Έτσι έγινε και με τη σκορδαλιά. Πέτυχε. Λίγο καρυδάκι, λίγο κουκουνάρι και ψωμί δίνουν μια άλλη γεύση»
Το μαγαζί πήγαινε πάρα πολύ καλά, γέμιζε συνέχεια και οι ιδιοκτήτες είχαν φροντίσει να βγάλουν και τραπεζάκια έξω στην πλατεία. Τα πρώτα χρόνια η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Στροφή ήταν νεκρό σημείο. Δεν υπήρχαν ούτε φώτα για να διασχίσεις τον δρόμο το βράδυ. «Το μαγαζί ήταν μικρό και φιλόξενο και κατάφερνε πάντα να κάνει άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους να γίνουν μια παρέα. Ήταν, όμως, ακατάλληλο να λειτουργήσει ως ταβέρνα. Είχαμε βγάλει δύο άδειες. Η μια έλεγε "άδεια ταβέρνας" και η άλλη "καφενείου". Ήρθε, μάλιστα, μια φορά το Υγειονομείο κι εγώ μπερδεύτηκα: αντί να δώσω την άδεια του καφενείου, έδωσα της ταβέρνας, κι εκείνοι τα χάσανε. "Τι είναι αυτό;" μου λέει η υπάλληλος. "Ωχ, δεν είναι αυτή, πάρε την άλλη" απαντάω εγώ. Για να μη σ' τα πολυλογώ, μια παράνοια επικράτησε εκείνη τη στιγμή, ώσπου το θέμα λύθηκε, όπως λύνονταν τότε αυτές οι "παρεξηγήσεις", με ένα ποσό. Και ξεχάστηκε το ζήτημα».
Τα γλέντια που γίνονται σήμερα στη Στροφή δεν είναι πρωτόγνωρα. Από τα πρώτα χρόνια ο κόσμος διασκέδαζε και γλεντούσε χωρίς να το έχει προγραμματίσει, εντελώς αυθόρμητα. Από το πουθενά μπορείς να δεις μια γυναίκα να σηκώνεται να χορέψει με τις φίλες της ή τον συνοδό της ή έναν γέρο θαμώνα να κορτάρει μια πιτσιρίκα ή παρέες ολόκληρες να σηκώνουν το μαγαζί με τα ρυθμικά χτυπήματα των ποδιών τους. «Στα γλέντια πρωτοστατούν οι Ικαριώτες – τουλάχιστον, στην αρχή, αυτοί ήταν που άνοιγαν τον χορό. Με τα χρόνια, βέβαια, ερχόταν κόσμος από παντού. Το μαγαζί έχει την ικανότητα να σε χαλαρώνει και να κάνει τους θαμώνες του ένα, μια παρέα. Βέβαια, οι γυναίκες είναι αυτές που ξεκινάνε πάντα τον χορό. Η γυναίκα δεν χρειάζεται να πιει για να σηκωθεί να χορέψει, και με την Κόκα-Κόλα μπορεί να μερακλώσει. Ενώ ο άντρας είναι πιο δύσκολος, πιο βαρύς, δεν σηκώνεται εύκολα, θα χρειαστεί να πιει για να έρθει στο κέφι».
Το 2006 ο Λεωνίδας και ο Γιάννης παίρνουν την απόφαση να νοικιάσουν και το παραδίπλα μαγαζί που βρισκόταν στην άλλη στροφή του δρόμου και ξαφνικά, εκεί που αρχικά απασχολούσαν τρεις-τέσσερις ανθρώπους, έφτασαν στα είκοσι οκτώ άτομα. «Το νοικιάσαμε επειδή μας πήραν την πλατεία όπου βγάζαμε τα τραπεζάκια για να βάλουν γκαζόν. Το νοίκι, επίσης, ήταν πάρα πολύ υψηλό τότε και αναγκαστήκαμε να πάρουμε το δεύτερο μαγαζί, έχοντας ταυτόχρονα και το πρώτο, για να γίνει πιο ομαλά η μετάβαση για τους πελάτες μας».
Σήμερα το μαγαζί φιλοξενεί ακόμη τον ίδιο κόσμο, την ίδια ποιότητα φαγητού, τους ίδιους ανθρώπους, με την ίδια ιδιοσυγκρασία και τα ίδια γλέντια. Ο χώρος είναι πιο μεγάλος και πιο άνετος, ακόμα όμως τα τραπέζια συνεχίζουν να ενώνονται τα Σαββατοκύριακα και όλος ο κόσμος γίνεται μια παρέα. Σε αυτό, βέβαια, συμβάλλει και η υπέροχη μουσική που παίζουν η Καλλιρρόη Σταματελάκη και ο Γιάννης Χαρααλαμπάκης, μουσικές που σε κάνουν να ταξιδεύεις στα χρόνια της ευημερίας, τότε που ο κόσμος διασκέδαζε με την ψυχή του. «Η μουσική ήταν πάντα ένα στοιχείο που έκανε τον κόσμο να μπαίνει στο μαγαζί. Δεν είχαμε ζωντανή μουσική όταν ξεκινήσαμε, σιγά-σιγά ήρθε κι αυτή. Κάθε Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι φέρναμε ένα μικρό σχήμα, γιατί βλέπαμε ότι άρεσε στο κόσμο, έτσι το καθιερώσαμε».
Ο Λεωνίδας δεν πιστεύει στην τύχη. «Την τύχη τη σπρώχνεις εσύ, κανένας άλλος» λέει. «Τα πρώτα χρόνια δεν ξέραμε τι θα πει προσωπική ζωή. Ξυπνούσαμε από τα χαράματα για να πάμε να πάρουμε φρέσκα ψάρια και αμέσως γυρνούσαμε στο μαγαζί να τα καθαρίσουμε και να ετοιμάσουμε την κουζίνα. Τρεις άνθρωποι ήμασταν όλοι κι όλοι. Πηγαίναμε να κοιμηθούμε για λίγη ώρα και στις 11 το πρωί ερχόμασταν και ξεκινούσαμε τη δουλειά. Δουλειά με βάναυσο ωράριο. Μπορεί να τηγανίζαμε σερί μέχρι και τις τέσσερις το επόμενο πρωί. Είχα το αμάξι έξω από το μαγαζί και θυμάμαι να λέω στην καθαρίστρια: "Πάω να κοιμηθώ στο αμάξι για λίγο, μόλις περάσει η ώρα έλα να με ξυπνήσεις"».
«Όλα έγιναν μόνα τους, από στόμα σε στόμα. Ο ένας έφερνε τον άλλο και μετά οι παρέες μεγάλωναν» λέει. Η Στροφή έζησε πάνω από μια δεκαετία αυτό που λέμε «χρυσή εποχή», που το μαγαζί ήταν κάθε μέρα γεμάτο και ο κόσμος έκανε απ' έξω ουρά. Από τα χέρια του έχουν περάσει πολλά χρήματα, δεν τα διαχειρίστηκε όμως σωστά, δεν ήταν ποτέ «οικονόμος». «Τα λεφτά που έχουν περάσει από τα χέρια μου είναι πάρα πολλά, αλλά το μόνο που κατάφερα να κάνω είναι ένα σπίτι στην Ήπειρο. Τα περισσότερα χρήματα φαγώθηκαν. Δεν είμαι άνθρωπος που υπολογίζει το χρήμα. Είμαι άνθρωπος της διασκέδασης, εκεί θα χαλάσω όλα μου τα λεφτά. Μπορώ να ξοδέψω τα πάντα, αρκεί να περνάω καλά εγώ, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Έχω και μερικές αδυναμίες. Μου αρέσει το ξενύχτι, μου αρέσει το καλό πιοτό. Δεν μπόρεσα να μαζέψω ποτέ μου χρήματα, η επένδυσή μου ήταν πάντα η διασκέδαση. Έτσι ήμουν από νέος, αλλά, να σου πω την αλήθεια, και τώρα να είχα πολλά χρήματα, πάλι τα ίδια θα έκανα, απλώς τώρα δεν έχω τα ίδια κουράγια».
Τελειώνοντας την κουβέντα μας, αναρωτιέμαι ποια είναι, άραγε, η συνταγή για ένα πετυχημένο μαγαζί και ο Λεωνίδας μου λέει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει. «Πρέπει αυτό που κάνεις να το θέλεις και να το αγαπάς. Να κάνεις σωστά τη δουλειά σου και να ευχαριστείς τον κόσμο». Μόνο αυτό.
«Τη συνταγή της σκορδαλιά θα μου την πεις;» τον ρωτάω και γελάει. «Όλα στο φαγητό είναι φαντασία, επιλέγεις κάποια υλικά και να τα προσθέτεις στο φαγητό. Ζυγίζεις με το μάτι και το ένστικτο, συμπληρώνεις και αφαιρείς. Έτσι έχουν βγει, άλλωστε, και τα πιο νόστιμα φαγητά. Ο καθένας παίρνει μια συνταγή και την πάει παρακάτω. Έτσι έγινε και με τη σκορδαλιά. Πέτυχε. Λίγο καρυδάκι, λίγο κουκουνάρι και ψωμί δίνουν μια άλλη γεύση».
«Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου μια δεκαετία μετά;» τον ρωτάω για να κλείσουμε. «Αυτό θα σου έλεγα να το αφήσουμε και να το δούμε σε δέκα χρόνια».