«Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Ας γελάσω. Για 28χρονη που έχει περάσει έναν καρκίνο, μια φυματίωση, μια ανορεξία και μια κατάθλιψη έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Ό,τι δεν σε σκοτώνει δεν σε κάνει απαραίτητα δυνατότερο, υπάρχει και η περίπτωση να σε αφήνει αρκετά πιο αποδυναμωμένο, αρκετά πιο εξασθενημένο και ανήμπορο να αποδεχτείς πως η ζωή ενέχει αδικίες. Και είναι πολλές. Σήμερα θα μιλήσω για την πρώτη αδικία. Τον αγαπημένο μου καρκίνο.
Ήμουν δεκατριών χρονών. Είχα μακριά μαλλιά, μέτριο ανάστημα και πολλή φαντασία. Κάθε μέρα ξυπνούσα το πρωί, έτρωγα το πρωινό μου, πλενόμουν, ντυνόμουν, πείραζα τα αδέρφια μου και ύστερα πήγαινα σχολείο να συναντήσω τους φίλους μου, να διαβάσω να γράψω και γενικά να ζήσω όπως κάθε φυσιολογικό παιδί γύρω μου. Όμως η ζωή είχε διαφορετικά σχέδια.
Ένα πρωί λοιπόν, στην πρώτη γυμνασίου, την ώρα της γυμναστικής παραπονέθηκα στη δασκάλα μου ότι με πονάει πολύ η αριστερή μασχάλη. «Κυρία, δεν μπορώ να κλείσω το χέρι μου» της είπα. «Δεν είναι τίποτα, τράβηγμα στους μυς είναι» αποκρίθηκε. Η απάντησή της με κάλυψε και έτσι συνέχισα ευελπιστώντας να περάσει γρήγορα το τράβηγμα.
Ήμουν έφηβη και αντί να ερωτεύομαι τον ωραίο του σχολείου, αντί να τσακώνομαι με τους γονείς μου για τα ρούχα μου, αντί να παίζω στην αλάνα με τα παιδιά της γειτονίας, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με έναν απινιδωτή κάτω από το στήθος μου, τους γιατρούς από πάνω μου, τη μάνα μου δίπλα να τσιρίζει και τον χάρο να παραμονεύει. Αυτό ήταν ένα κλασικό μου απόγευμα.
Την ίδια μέρα πήγα σπίτι μου και έκανα το ίδιο παράπονο στη μάνα μου, «δεν μπορώ να κλείσω το χέρι μου», κλαίγοντας. «Κάνε υπομονή, πιάσιμο είναι, θα περάσει» μου απάντησε. Περίμενα, αλλά τίποτα. Αντ' αυτού ο πόνος συνέχισε και τις επόμενες μέρες, ενώ συνοδεύτηκε από οξύ πυρετό. Δέκα μέρες πέρασα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με σαράντα ακατέβατο πυρετό να ψήνομαι, να τρέμω, να ιδρώνω, να πονάνε το μηνίγγια μου και να χάνω ένα-ένα τα κιλά, αφού δεν μπορούσα να φάω.
Οι γονείς μου, ύστερα από συμβουλή του γιατρού, με σήκωσαν στα χέρια τους και με πήγαν στο νοσοκομείο Παίδων. Εκεί η περιπέτεια συνεχίστηκε με τις νοσοκόμες να μου τρυπάνε τις φλέβες από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα δάχτυλά των ποδιών για να μου βάλουν ορούς και φάρμακα μπας και γίνω καλά. Ο πυρετός και οι πόνοι όμως δεν υποχωρούσαν.
Μετά από μία εβδομάδα, έχοντας γίνει ένας κατατρυπημένος σκελετός που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, μου είπαν ότι θα μεταφερόμουν στον πέμπτο όροφο του ογκολογικού για να μου κάνουν βιοψία. Ούτε ήξερα τι ήταν αυτό ούτε ήθελα να μάθω. Ήθελα να πάω σπίτι μου, να συνεχίσω ήρεμα την ζωή μου, όπως όλα αυτά τα παιδάκια που μπήκαν και βγήκαν από το νοσοκομείο ενώ εγώ ήμουν ακόμα εκεί.
Με πήγαν λοιπόν στον 5ο. Δίπλα μου ήταν ξαπλωμένα μικρόσωμα καραφλά παιδάκια με ρόμπες και ορούς στα χέρια. Μπήκα στο χειρουργείο χωρίς να μιλάω. Με νάρκωσαν. Ξύπνησα μετά από ώρα ζαλισμένη, με πόνους στην μασχάλη. Ύστερα περίμενα έξω από το γραφείο του γιατρού υπομονετικά τους γονείς μου να βγουν, να με πάρουν και να πάμε σπίτι . Άδικα όμως. Η γιατρός βγήκε έξω, κάθισε απέναντί μου και με σοβαρό ύφος μου ανακοίνωσε ότι δεν θα ξαναπάω σχολείο.
«Άννα μου, η βιοψία έδειξε ότι έχεις καρκίνο. Θα πρέπει να μείνεις εδώ που θα σου δώσουμε κάποια φάρμακα για να γίνεις καλά». «Τα μαλλιά μου θα πέσουν;» ρώτησα έχοντας ψιλιαστεί τη φάση. «Ναι αλλά τα μαλλιά δεν είναι τίποτα, ξαναβγαίνουν» απάντησε.
Κάπως έτσι ξεκινάει το πολυτάραχο ταξίδι μου στον κόσμο του καρκίνου. Ένα ταξίδι γεμάτο πόνο, χειρουργεία, ναρκώσεις, ορούς, φάρμακα, ναυτίες, εμετούς, θανάτους, κλάμα, απομόνωση, ματαιώσεις, φόβο και ανασφάλεια. Συνοδοιπόροι μου οι γονείς, τα αδέρφια, οι συγγενείς, οι γιατροί και τα παιδιά στα διπλανά κρεβάτια που πέθαιναν το ένα μετά το άλλο. Ήμουν μικρή αλλά θυμάμαι τον εαυτό μου να περιμένει τη σειρά του. Θυμάμαι τις απώλειες που γεύτηκα ως παιδί.
Η μεγαλύτερη ήταν εκείνη των μαλλιών. Οι τούφες μου έπεφταν αργά και βασανιστικά. Μια μέρα η μητέρα μου πήρε την απόφαση να μου ξυρίσει τα μαλλιά. Φώναξε μια κομμώτρια και με κούρεψε. Στεκόμουν μπροστά από τον καθρέφτη και την έβλεπα με τη μηχανή να πετάει από πάνω μου τις καφέ πλούσιες τρίχες, οι οποίες έπεφταν με δύναμη στο πάτωμα. Όταν τελείωσε και έφυγε, έμεινα να κοιτάω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Επεξεργαζόμουν το καραφλό μου κεφάλι. Δεν μου άρεσε. Έστριψα το βλέμμα μου και κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι. Ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια μου. Η μητέρα καθόταν ήρεμη δίπλα μου. Έμπηξα τα κλάματα.
Όλες τις μέρες που έμενα στο νοσοκομείο και έκανα χημειοθεραπείες ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, άκουγα μουσική, διάβαζα βιβλία, έτρωγα ανάλατα φαγητά και κοιμόμουν. Λίγες βόλτες στον διάδρομο, παρέα με τους ορούς και τους νοσοκόμους. Καμιά χαλαρή κουβέντα με τα διπλανά κρεβάτια και πολλές επισκέψεις στα χειρουργεία. Αυτή ήταν η καθημερινότητά μου.
Ήμουν έφηβη και αντί να ερωτεύομαι τον ωραίο του σχολείου, αντί να τσακώνομαι με τους γονείς μου για τα ρούχα μου, αντί να παίζω στην αλάνα με τα παιδιά της γειτονίας, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με έναν απινιδωτή κάτω από το στήθος μου, τους γιατρούς από πάνω μου, τη μάνα μου δίπλα να τσιρίζει και τον χάρο να παραμονεύει. Αυτό ήταν ένα κλασικό μου απόγευμα.
Τα χειρουργεία γινόντουσαν σε καθημερινή σχεδόν βάση. Το να έχω τους γιατρούς να μετράνε αντίστροφα μέχρι να δράσει η νάρκωση ήταν ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια. Η αλλαγή της γάζας στα σωληνάκια πού κρέμονταν από το σώμα μου επίσης. Το φαγητό μου ήταν ανάλατο και άγευστο. Τα γλυκά απαγορεύονταν, το ίδιο και οι επισκέψεις. Ο φόβος μην κολλήσω μικρόβιο λόγω χαμηλού ανοσοποιητικού ήταν τεράστιος.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να τσιρίζει καθημερινά από τους πόνους. Θυμάμαι την εικόνα του σώματός μου γεμάτου από σπασμένες φλέβες. Θυμάμαι τα παιδικά θεατρικά που οργάνωνε το νοσοκομείο και που δεν συμμετείχα ποτέ. Τα σιχαινόμουν. Με το πού ξεκίναγε αυτή ή προσπάθεια να χαρούμε εμείς οι ετοιμοθάνατοι, πήγαινα στο δωμάτιό μου, ξάπλωνα και έβαζα τα ακουστικά να ακούσω μουσική. Ήμουν σε άρνηση, είχαν πει οι γιατροί. Πολλοί έφηβοι το κάνουν αυτό. Γι’ αυτό κιόλας δεν είχα κλάψει πότε. Ούτε όταν με τρυπούσαν, ούτε όταν με έπαιρναν οι φίλοι μου από το σχολείο να μου πουν τι ωραία που περνάνε, ούτε όταν έκανα χειρουργείο ξύπνια. Ούτε ένα δάκρυ.
Μόνο μια φορά θυμάμαι.
Είχα μπει στο δωμάτιο της μικρής μου φίλης Έρσης. Η Έρση 7 χρόνων είχε μπει στο νοσοκομείο γελώντας. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, κόκκινα μάγουλα και όλη μέρα μιλούσε για το σκυλί της. Εκείνη τη μέρα βρισκόταν κουλουριασμένη στην αγκαλιά της νοσοκόμας. Είχε συρρικνωθεί και ζύγιζε όσο η παλάμη μου. Το ένα της μάτι είχε πεταχτεί έξω και το κεφάλι της ήταν πρησμένο. Είχε κάνει εμετό πάνω στη νοσοκόμα. Την άκουσα να της ζητάει συγνώμη, ύστερα με όση δύναμη τής είχε απομείνει και με τρεμάμενη φωνή άρχισε να φωνάζει «βοήθεια», «βοήθεια».
Υπήρξα ένα έφηβο, ανυποψίαστο κορίτσι που ενώ θα έπρεπε να ψηλώνει και να πετάει στήθος, κάποιος με άρπαξε βίαια από το χέρι και μου είπε «μέχρι εδώ. Τώρα θα πρέπει να σταματήσεις να αναπτύσσεσαι, θα τρυπηθεί όλο σου το σώμα, θα μείνεις φαλακρή, θα πρηστείς από την κορτιζόνη και θα παλέψεις για τη ζωή σου».
Δεν άντεξα, μπήκα μέσα στην τουαλέτα και κλειδώθηκα. Άρχισα να κλαίω γοερά. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και για πρώτη φορά απόρησα. «Γιατί όχι εγώ;» Γιατί δεν είχα πεθάνει ενώ οι γιατροί έλεγαν ότι είμαι στα τελευταία; Γιατί τόσα παιδιά στα διπλανά κρεβάτια είχαν χάσει τη ζωή τους και εγώ ζούσα; Ύστερα ηρέμησα. Σκουπίστηκα και βγήκα έξω. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Η Έρση δεν ήταν πια εκεί, είχε φύγει για πάντα.
Υπάρχει κάτι που λέγεται πορεία ζωής. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε περνάμε διάφορα στάδια ανάπτυξης μέχρι που γερνάμε και πεθαίνουμε. Αυτό είναι το φυσιολογικό.
Για κάποιους ανθρώπους όμως αυτή η πορεία μόνο φυσιολογική δεν είναι. Ανήκω σε αυτούς. Καταλαβαίνω όλους εκείνους που έχασαν την παιδικότητά τους πολύ νωρίς. Όλους αυτούς που είδαν, ακούμπησαν, μύρισαν τον θάνατο πολύ νωρίς.
Υπήρξα ένα έφηβο, ανυποψίαστο κορίτσι που ενώ θα έπρεπε να ψηλώνει και να πετάει στήθος, κάποιος με άρπαξε βίαια από το χέρι και μου είπε «μέχρι εδώ. Τώρα θα πρέπει να σταματήσεις να αναπτύσσεσαι, θα τρυπηθεί όλο σου το σώμα, θα μείνεις φαλακρή, θα πρηστείς από την κορτιζόνη και θα παλέψεις για τη ζωή σου».
Δεν ξέρω γιατί μου συνέβη αυτό. Δεν καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει αυτό σε τόσους ανθρώπους. Γιατί όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν από μπροστά μου χάθηκαν για πάντα; Τόσο απότομα και τόσο νωρίς.
Δεν υπάρχει γιατί. Απλά συνέβη. Επέζησα από καρκίνο. Τέλος.
Είμαστε πολλοί αυτοί που έχουμε επιβιώσει από τον θάνατο. Υπήρξαμε δυνατοί και τυχεροί συνάμα. Προσγειωθήκαμε πρόωρα στην πραγματικότητα. Αποκτήσαμε άλλη οπτική για τα πράγματα. Μάθαμε με τον πιο δύσκολο τρόπο τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη.
Η πορεία ζωής μας δεν ήταν φυσιολογική. Το ξέρω. Όμως το τυχαίο και η αδικία είναι ό,τι συμβαίνει μέσα στη ζωή, όχι η ίδια η ζωή. Πάνω από όλα υπάρχει ο προορισμός και προορισμός μας είναι να συλλάβουμε το πνεύμα, την ψυχή, τη φυσιογνωμία των πραγμάτων και των ανθρώπων. Και υπάρχουν τόσοι που αγωνίστηκαν ή αγωνίζονται ακόμα για τη ζωή τους. Που στην πορεία τους η ανθρώπινη φύση φανερώνεται ολόγυμνη, με το αληθινό της πνεύμα. Που βρίσκουν συνεχώς τόσα πολλά εμπόδια. Όμως δεν τα αφήνουν να τους υποτάξουν. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακατανίκητοι, καταπληκτικοί, ανώτεροι από τη δυσκολία. Πάλεψαν με τον καρκίνο και τον νίκησαν.
Σε αυτούς ανήκω και εγώ. Πάλεψα και νίκησα. Όμως δεν νιώθω ήρωας. Νιώθω πιο κουρασμένη. Σοφότερη αλλά πιο κατάκοπη. Μαχήτρια αλλά εξουθενωμένη. Ο καρκίνος άφησε σημάδια πάνω στο σώμα και την ψυχή μου. Υπήρξε το μεγαλύτερο σχολείο. Μου έμαθε πολλά. Τον θυμάμαι ωστόσο σαν μια γλυκιά ανάμνηση, όχι γιατί με έκανε πιο δυνατή αλλά γιατί υπήρξε ο μεσάζων που μου επέτρεψε να μεταδώσω ιδέες, συναισθήματα, ποίηση και μια απέραντη αποδοχή. Με έκανε απλά πιο ανθρώπινη. Με γέμισε με αγάπη για το καθετί σε αυτήν τη ζωή.