Δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει: κατά τη διάρκεια των διακοπών, ενός εταιρικού πάρτι, μιας κοινωνικής συναναστροφής γνωρίζετε κανά δυο ανθρώπους με τους οποίους φαίνεται ότι έχετε κοινά σημεία, ξέρετε τα ίδια πράγματα, σας αρέσουν τα ίδια.
Λίγα χρόνια πίσω με αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσατε να είστε καλοί φίλοι, να πηγαίνετε μαζί ταξίδια, να κάνετε ό,τι οι φίλοι κάνουν. Όμως, δεν συμβαίνει έτσι, κυρίως αν βρίσκεστε γύρω στα 30 ή αισίως ετοιμάζεστε να γίνετε 40.
Ναι, αλλά γιατί;
Στα 30 και στα 40 μας, πολλοί άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή μας, μέσω της δουλειάς, μέσω των φίλων των παιδιών μας, μέσω των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όμως παραμένουν στο πεδίο των «γνωστών». Δεν γίνονται φίλοι μας, όπως αυτοί που πρωτοκάναμε στο σχολείο και κρατήσαμε για πάντα την επαφή μας μαζί τους ή τουλάχιστον με αυτούς που συνέχισαν να είναι τόσο κοντά στην καρδιά και τα πιστεύω μας, ακριβώς όπως την πρώτη μέρα.
Aπό μια ηλικία και μετά, προτιμούμε να μπαλώνουμε τα κενά στην κοινωνική μας ζωή, από το να επιχειρήσουμε μία καινούρια τομή, χωρίς δεύτερες σκέψεις και επιφυλάξεις, εντελώς ανοχύρωτοι και ανοιχτοί σε όλα τα ενδεχόμενα κι ό,τι γίνει, όπως ακριβώς κάναμε όταν ήμασταν νέοι.
Όσο προχωράμε στη μέση ηλικία και αφήνουμε πίσω μας τις μέρες της αναζήτησης και της περιπέτειας, τότε που όλη μας η ζωή έμοιαζε με ένα μεγάλο ραντεβού στα τυφλά, οι προτεραιότητές μας αλλάζουν, το πρόγραμμα μας είναι εξοντωτικά απαιτητικό, οπότε μοιραία γινόμαστε πολύ πιο επιλεκτικοί σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους που αποκαλούμε «φίλους μας». Έχει κάτι απογοητευτικό αυτή η πραγματικότητα, αλλά είναι πραγματικότητα.
Κανείς δεν μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος μας για πάντα. Όλα είναι υπό συζήτηση, όλα μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή, η εμπιστοσύνη δεν είναι κάτι στο οποίο πιστεύουμε τόσο τυφλά πια, δυστυχώς είμαστε καχύποπτοι. Βέβαια, τείνουμε να συνειδητοποιούμε πόσο ίδια και απαράλλαχτη παραμένει η «δεξαμενή» των φίλων μας, όταν ένα μεγάλο γεγονός συγκλονίζει τη ζωή μας, μια απόλυση, για παράδειγμα, ή ένα διαζύγιο.
Είναι ωραίο αυτό που συνέβη στη Lisa Degliantoni, στέλεχος επιχείρησης στο Σικάγο, όταν πριν από μερικούς μήνες, μετακόμισε από τη Νέα Υόρκη στο Έβανστον και αποφάσισε να κάνει ένα πάρτι για τα 39α γενέθλιά της. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι είχε 857 φίλους Facebook, 509 followers στο Twitter, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να οργανώσει μία αξιοπρεπή λίστα καλεσμένων για το πάρτι της.
«Αποπειράθηκα να μετρήσω σε ποια φάση της ζωής μου ήταν που έκανα τους περισσότερους φίλους και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό είχε συμβεί στα Γυμνάσιο και στην πρώτη μου δουλειά», λέει η Degliantoni. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στον Robert Glover, έναν 40χρονο ψυχοθεραπευτή από την Ουάσινγκτον. Μετά το διαζύγιο του συνειδητοποίησε ότι το δίκτυο των φίλων του είχε ατροφήσει όσο εκείνος, χρόνο με τον χρόνο, απορροφούνταν στη δουλειά και στα οικογενειακά του προβλήματα.
«Εντελώς ξαφνικά και με το που η σύζυγος εξαφανίστηκε από το κάδρο της ζωής μου, συνειδητοποίησα ότι ήμουν τραγικά μόνος», λέει ο ψυχοθεραπευτής, ο οποίος σήμερα είναι 56 ετών. «Ξεκίνησα μαθήματα σάλσα. Αντί να προσπαθώ να συστήνομαι σε γυναίκες, ξεκίνησα να αναζητώ άντρες φίλους, για ένα ποτό, για να κουβεντιάσω λίγο». Και πάλι, όμως, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον τότε 40χρονο που είδε τη ζωή του να αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη.
Σύμφωνα με τη Laura L. Carstensen, καθηγήτρια ψυχολογίας και διευθύντρια του Stanford Center στην California, όσο μεγαλώνουμε και κυρίως όσο προσεγγίζουμε τη μέση ηλικία είναι απείρως πιο δύσκολο να κάνουμε καινούριους φίλους, όσο καλές προθέσεις κι αν έχουμε και εκδηλώνουμε την τάση να δενόμαστε περισσότερο με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε περάσει πολλά. Όπως λέει, αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι έχουν ένα εσωτερικό ξυπνητήρι που από τα 30 και μετά «χτυπάει» μόνο για τα μεγάλα της ζωής και αποτρέπει από την εξερεύνηση του όποιου άγνωστου, είτε πρόκειται για κατάσταση είτε για άνθρωπο.
«Έχουμε την τάση να εστιάζουμε σε αυτά που συναισθηματικά έχουν μεγαλύτερη αξία για εμάς. Αυτός είναι ο λόγος δεν σας ενδιαφέρει πια να πάρε σ' εκείνο το κοκτέιλ πάρτι και θέλετε να μείνετε σπίτι με τον σύντροφό σας ή να περάσετε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά σας», εξηγεί η ψυχολόγος.
Όμως και πάλι ο κυριότερος λόγος αυτής της αδυναμίας να κάνουμε καινούριους φίλους βρίσκεται σε τρεις συνθήκες της ζωής μας που ήδη από το 1950 οι κοινωνιολόγοι θεωρούν κομβικής σημασίας για την εξέλιξη μας και τον τρόπο μέσα από τον οποίο επιτρέπουμε σε ανθρώπους να μπουν στη ζωή μας.
Αυτές είναι η εγγύτητα (τοπική, αλλά και συναισθηματική, πόσο κοντά μας βρίσκεται ο άλλος και μπορούμε να συναντιόμαστε μαζί του συχνά, αλλά και πόσο κοντά μας τον νιώθουμε ψυχικά), οι μη προγραμματισμένες αλληλεπιδράσεις (δηλαδή, ο βαθμός αυθορμητισμού που αντέχουν οι σχέσεις μας), και η ρύθμιση της εμπιστοσύνης (δηλαδή, οι όροι με τους οποίους είμαστε διατεθειμένοι να ρίξουμε τις άμυνες μας και να εμπιστευτούμε τον άλλο).
Οπότε, από μια ηλικία και μετά, προτιμούμε να μπαλώνουμε τα κενά στην κοινωνική μας ζωή, από το να επιχειρήσουμε μία καινούρια τομή, χωρίς δεύτερες σκέψεις και επιφυλάξεις, εντελώς ανοχύρωτοι και ανοιχτοί σε όλα τα ενδεχόμενα κι ό,τι γίνει, όπως ακριβώς κάναμε όταν ήμασταν νέοι. Είναι η ζωή και κυρίως οι εμπειρίες που έχουμε πια που μας αναγκάζει να είμαστε επιλεκτικοί, προσεκτικοί και να μην πέφτουμε χωρίς δίχτυ ασφαλείας, είναι τα χρόνια που θέλουμε πια να ζήσουμε ήρεμοι, χωρίς περιττά ρίσκα και πληγές που θα επουλωθούν δύσκολα.
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια