Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ την υποβοηθούμενη αυτοκτονία και την ευθανασία αποτελεί ένα ακανθώδες ζήτημα που συνεχώς επανέρχεται στο προσκήνιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η Γαλλία, όπου στα μέσα Απριλίου προτάθηκε από το αρμόδιο υπουργείο σχέδιο νόμου σχετικά με την υποβοηθούμενη αυτοκτονία (assisted suicide), το οποίο αναμένεται να συζητηθεί στη Βουλή στα τέλη Μαΐου.
Το δίλημμα μεταξύ αφενός της προστασίας της ζωής ως αγαθού υπέρτατης αξίας (good of supreme value) και αφετέρου του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και στον αξιοπρεπή θάνατο αποτελεί έναν πολυεπίπεδο προβληματισμό, για την κατανόηση του οποίου οφείλουμε να εμβαθύνουμε, πέρα από τα στεγανά του νομικού πλαισίου, στις φιλοσοφικές και ηθικές πτυχές του θέματος.
Η ευθανασία ως έκφανση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της ευθανασίας, το οποίο βασίζεται στο δικαίωμα του εκάστοτε ανθρώπου στον θάνατο, συνδέεται άρρηκτα με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Το πρώτο, λοιπόν, νομοθέτημα στο οποίο πρέπει να γίνει αναφορά είναι αυτό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και η ερμηνεία αυτής από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και τον συνεχή επαναπροσδιορισμό της νομοθεσίας και της νομολογίας, φαίνεται να αναγνωρίζεται και να αξιολογείται όλο και περισσότερο το αυτεξούσιο της ανθρώπινης ζωής.
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 2 αποτελεί θεμελιώδη διάταξη της Σύμβασης, αφού κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή ως αγαθό υπέρτατης αξίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (McCann κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Η προβληματική, ωστόσο, που εγείρεται είναι εάν από αυτήν τη διάταξη, στην οποία μάλιστα ρητά τονίζεται η απαγόρευση «πρόκλησης εκ προθέσεως θανάτου», προκύπτει πράγματι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της ζωής και κατ’επέκταση το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο. Το εν λόγω ζήτημα κρίθηκε από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο έκρινε ότι το λεγόμενο δικαίωμα στον θάνατο δεν αποτελεί άλλη όψη του δικαιώματος στη ζωή και δεν κατοχυρώνεται.
Επιπρόσθετα, στο άρ. 8, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ορίζεται ρητά ότι «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής... ζωής του». Σύμφωνα με πάγια νομολογία του δικαστηρίου του Στρασβούργου, η «ιδιωτική ζωή» αποτελεί ευρεία έννοια που εγκλείει πολλές διαφορετικές πτυχές όπως η «σωματική ακεραιότητα» (physical integrity). Στην υπόθεση HAAS κατά Ελβετίας, μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι στην έννοια του «ιδιωτικού βίου» περιλαμβάνεται το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει ελεύθερα πότε και πως θα θέσει τέλος στη ζωή του, γεγονός που φανερώνει ότι η ευρωπαϊκή νομολογία τείνει να υποστηρίζει την άποψη ενός ενδεχόμενου νομικού ερείσματος της ευθανασίας στο άρ. 8 της Σύμβασης.
Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος, διότι δεν υφίσταται ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη μια ευρέως αποδεκτή και συγκεκριμένη άποψη-οδηγία για το πότε ένα άτομο θεωρείται νεκρό, το ΕΔΔΑ εναποθέτει την απόφαση αυτή στην εθνική νομοθεσία του εκάστοτε κράτους.
Πρώτη χώρα που προχώρησε στην αποποινικοποίηση της ευθανασίας υπήρξε η Ολλανδία, ενώ ακολούθησαν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες χώρες κάνουν το βήμα προς τη νομιμοποίηση της ευθανασίας-υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, θέτοντας βέβαια αυστηρώς καθορισμένα όρια. Το 2021 και η Ισπανία εντάχθηκε στις χώρες στις οποίες νομιμοποιήθηκε η ευθανασία, ενώ το 2023 ακολούθησε η Πορτογαλία, έπειτα από αλλεπάλληλες προσπάθειες. Γνωστή είναι και η περίπτωση της Ελβετίας, όπου η ευθανασία απαγορεύεται ως θετική ενέργεια του γιατρού, επιτρέπεται ωστόσο στο πλαίσιο της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ήδη η συζήτηση για το θέμα έχει αναζωπυρωθεί στη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Στην ελληνική νομοθεσία, δικαίωμα στον θάνατο δεν θεμελιώνεται. Κατά μία άποψη θα μπορούσε να στηριχθεί στην αρχή της αξιοπρέπειας ή στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ωστόσο, στη χώρα μας κάθε είδος ευθανασίας, ενεργητική-παθητική, άμεση ή έμμεση, με ή χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, απαγορεύεται αυστηρά βάσει του άρ. 29 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και διώκεται ποινικά ως μορφή ανθρωποκτονίας κατά το άρ. 299 του Ποινικού Κώδικα.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι με το άρ. 300 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναφέρεται στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία, αποτυπώνεται η αλλαγή στην προσέγγιση της ευθανασίας από τον νομοθέτη, αφήνοντας μια προοπτική μελλοντικής νομικής θεμελίωσης του όρου. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά στις έννοιες της «ανίατης ασθένειας», του «οίκτου του ιατρού» και της «απελπιστικής κατάστασης του πάσχοντος», επιβεβαιώνοντας την αλλαγή στον τρόπο ποινικής διαχείρισης της ευθανασίας, αξιολογώντας την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ως προνομιούχο παραλλαγή του βασικού εγκλήματος, μεταβαίνοντας μάλιστα από το κακούργημα στο πλημμέλημα.
Αντίστοιχη αλλαγή στην προσέγγιση του ζητήματος της ευθανασίας από τον νομοθέτη φαίνεται να αποτυπώνεται και στην παρ. 1 του άρ. 29 του ΚΙΔ, όπου καθιερώνεται η έννοια της «παρηγορικής φροντίδας» για ασθενείς σε τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας. Η ιατρική κοινότητα επιδιώκει να παρέχει στους ασθενείς αυτούς την κατάλληλη φροντίδα και υποστήριξη, αποσκοπώντας στην ελαχιστοποίηση του πόνου και της δυσφορίας κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής τους. Στο ίδιο άρθρο μάλιστα γίνεται πια ρητή αναφορά στην έννοια της «αξιοπρέπειας», υπονοώντας ο νομοθέτης ένα δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, χωρίς βέβαια να το θεμελιώνει, θέτοντας ταυτόχρονα αυστηρότατα όρια. Ο εν λόγω προσανατολισμός, πράγματι, υποδηλώνει μια άλλη προσέγγιση του θανάτου, την αρχή μιας πιθανής στάθμισης βάσει της οποίας ο θάνατος δεν αποτελεί ένα απόλυτο βιολογικό φαινόμενο αλλά μπορεί να σταθμιστεί βάσει ποιοτικών κριτηρίων και να αξιολογηθεί.
Σύγκρουση δύο δικαιωμάτων - Η απώλεια αξιοπρεπούς διαβίωσης δικαιολογεί την ευθανασία;
Το επίμαχο ζήτημα της ευθανασίας δεν έγκειται τόσο στη ρυθμιστική εμβέλεια του Δικαίου, αλλά άπτεται μάλλον των πεδίων της φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως της Βιοηθικής, αφού πραγματεύεται και εξαρτάται από έννοιες όπως η «υπέρτατη αξία της ζωής», η «αυτοδιάθεση του σώματος», το αν υφίσταται «δικαίωμα στον θάνατο» και η ευθύνη τελικά που φέρουν οι ιατρικοί λειτουργοί αλλά και το ίδιο το κράτος στην προσπάθεια να ορίσουν και να σταθμίσουν ανυπέρβλητες έννοιες όπως η ζωή και ο θάνατος.
Σύμφωνα με την οικουμενική αντίληψη, η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό που οφείλουμε όχι απλώς να μη βλάπτουμε αλλά πρωτίστως να προστατεύουμε. Είναι εμφανές, και αποτυπώνεται άμεσα στα ως άνω νομοθετήματα, ότι τόσο ο Έλληνας όσο και Ευρωπαίος νομοθέτης συντάσσονται ξεκάθαρα με την προαναφερθείσα αντίληψη για την ανθρώπινη ζωή. Αυτή η συνάφεια μεταξύ της νομοθεσίας και των αξιωμάτων με την οικουμενική αντίληψη επιβεβαιώνει τη σημασία του θέματος και την αναγνώριση της ζωής ως θεμελίου της κοινωνίας.
Αναντίρρητα, η ανθρώπινη ζωή αποτελεί θεμέλιο των δημοκρατικών κοινωνιών, διότι, καταρχάς, χωρίς αυτή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα στερείται κάθε αξίας. Ωστόσο, κατά μια πιο φιλελεύθερη αντίληψη, η ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό και αξίζει προστασία, αποτελεί όμως πρωτίστως ατομικό αγαθό που πρέπει να διατίθεται ελεύθερα από τον φορέα του, αντίληψη απ’ την οποία απορρέει και η υποχρέωση σεβασμού της πλήρους αυτοδιάθεσης του δικαιώματος. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και τον συνεχή επαναπροσδιορισμό της νομοθεσίας και της νομολογίας, φαίνεται να αναγνωρίζεται και να αξιολογείται όλο και περισσότερο το αυτεξούσιο της ανθρώπινης ζωής.
Κομβικό ρόλο στον προβληματισμό του καθορισμού του δικαιώματός της διαδραματίζει η έννοια της «αξιοπρέπειας». Η έννοια της αξιοπρεπούς ζωής συνδέεται άρρηκτα με τη συζήτηση για την ευθανασία. Στον κορμό της συζήτησης αυτής βρίσκεται η αρχή ότι η ζωή κάθε ατόμου είναι πολύτιμη και άξια σεβασμού. Αν όντως η ζωή θεωρείται ως αγαθό ανυπέρβλητης αξίας, η διατήρηση στη ζωή ανθρώπων που υποφέρουν από αβάστακτους πόνους λόγω ανίατων ασθενειών φαντάζει μάλλον ευτελισμός της ανθρώπινης αξίας παρά προσπάθεια σεβασμού και προστασίας της. Πού τίθενται τα όρια της ηθικής των γιατρών και των εν γένει κοινωνιών όταν ασθενείς, έχοντας πλήρη συνείδηση και έχοντας απολέσει κάθε αξιοπρέπεια, αυτονομία και έλεγχο επί του σώματος και της ζωής τους, υποχρεώνονται να βιώνουν μια αβίωτη και βασανιστική ζωή;
Είναι, τελικά, η ελληνική κοινωνία έτοιμη να αποδεχθεί το δικαίωμα στην ευθανασία και στην αξιοπρέπεια στον θάνατο; Το ζήτημα πάντως δεν θα αργήσει, και κατά τη γνώμη μου ορθώς, να έρθει και πάλι στο προσκήνιο, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα και την τάση προς τη φιλελεύθερη αντίληψη για τη ζωή.