«ΒΑΡΙΕΜΑΙ». Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν βαρέθηκε κάποια στιγμή στη ζωή του/της; Ένα οικείο συναίσθημα με κακή φήμη αλλά και μια κατάσταση που περιγράφεται με αρκετές λέξεις: βαρεμάρα, πλήξη, ανία, αδράνεια, χαύνωση, μονοτονία, νωχελικότητα.
Ο Σοπενχάουερ την έχει περιγράψει ως «μια ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο», ο Ντοστογιέφσκι ως «κτηνώδες και ακαθόριστο βάσανο». Ο Τολστόι είχε ορίσει την πλήξη ως «την επιθυμία για επιθυμίες», ενώ ο Φερνάντο Πεσόα είχε πει ότι «ποτέ δεν είχα αρκετά χρήματα για να μπορέσω να νιώσω όλη την ανία που θα επιθυμούσα». Άραγε, στον διασυνδεδεμένο κόσμο μας, η ζωή συνεχίζεται, αλλά κινούμενη μ’ έναν διαφορετικό ρυθμό, υπάρχει χρόνος για να βαρεθούμε; Στις μέρες μας θεωρείται θετικό ή αρνητικό συναίσθημα;
Είναι αλήθεια ότι στην εποχή των smartphones και των social media παραμένουμε διαρκώς απασχολημένοι. Αν βαριόμαστε στο μετρό, απλώς ασχολούμαστε με το κινητό μας. Κλικάρουμε σε αμέτρητες ιστοσελίδες, σκρολάρουμε στις εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης και κάνουμε τα πάντα προκειμένου να αποφύγουμε την πλήξη. Είναι εμφανές ότι οι εγκέφαλοί μας έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν πλούσιο περιεχόμενο, γινόμαστε αποδέκτες αμέτρητων ερεθισμάτων, ενώ η ημέρα είναι φορτωμένη υποχρεώσεις και δραστηριότητες.
Ο πολιτισμός μάς σπρώχνει να τρέχουμε για να είμαστε παραγωγικοί, ουσιαστικά όμως με κόστος να μη συναντήσουμε αληθινά τον εαυτό μας. Μας σπρώχνει στα social media, στο κινητό μας, στο ίντερνετ, στις γιορτές, στους άλλους, για να μη νιώσουμε τη μοναξιά μας, την πλήξη.
Με ποιους τρόπους, λοιπόν, μπορούμε να βρούμε χρόνο ώστε να μην κάνουμε τίποτα κατά τη διάρκεια της μέρας; Και γιατί ο ελεύθερος χρόνος έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο των ενοχών ή ακόμη και συναισθημάτων ντροπής;
Μήπως «είναι η βαρεμάρα το “προνόμιο” του νεωτερικού ανθρώπου», όπως σημειώνει ο Νορβηγός φιλόσοφος Λαρς Σβέντσεν; Γιατί, όμως, σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που αδυνατούν να μείνουν ολομόναχοι με τις σκέψεις τους, θεωρώντας την πλήξη ως απουσία νοήματος; Τελικά, μήπως αυτό το κάτι που μας δημιουργεί πλήξη μπορεί να αποδειχθεί ένα χρήσιμο δημιουργικό διάλειμμα στην πολυάσχολη καθημερινότητά μας;
Ξεκινώ τη συζήτηση με τον γνωστό ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Σάββα Σαββόπουλο, θυμίζοντάς του ότι ο Αλμπέρτο Μοράβια στο βιβλίο του «Πλήξη» θεωρεί αυτό το συναίσθημα ως τη γενεσιουργό αιτία κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Ποια είναι η γνώμη του; Ο κ. Σαββόπουλος επισημαίνει:
«Ο Μοράβια θίγει ένα από τα πιο σημαντικά υπαρξιακά θέματα του ανθρώπου. Με τον δικό τους τρόπο το έχουν θίξει επίσης ο Σαρτρ στη "Ναυτία" και ο Καμύ στον "Ξένο". Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η λέξη πλήξη, που σημαίνει ακεφιά, βαρεμάρα, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα πλήττω, δηλαδή χτυπώ, βαράω.
Στην ομώνυμη νουβέλα ο Μοράβια εμβαθύνει στη σχέση ενός τριαντάρη πλούσιου αποτυχημένου ζωγράφου με μια δεκαεπτάχρονη που γίνεται το μοντέλο και η ερωμένη του. Αυτή η σχέση, γεννημένη από την πλήξη και προορισμένη να βυθιστεί στην πιο βαθιά βαρεμάρα, ανατρέπεται άρδην όταν ο άνδρας καταλαμβάνεται από πάθος για την ώριμη έφηβη. Θέλει να την κατακτήσει, να του ανήκει, να την ελέγχει, να την κάνει πλούσια κυρία, να την εισαγάγει στην μεγαλοαστική τάξη της Ρώμης.
Η Σεσίλια δεν καταλαβαίνει τι παραπάνω θέλει από αυτήν ο ζωγράφος από αυτό που ζουν. Της αρκεί αυτό που απολαμβάνουν, για εκείνον όμως δεν είναι αρκετό. Στην πλήξη που βιώνει ο άνδρας στη σχέση του με τη Σεσίλια θα ξαναβρεί την πλήξη που ζούσε στο σπίτι της μητέρας του.
Η πλήξη, όπως την περιγράφει ο Μοράβια, σε τοποθετεί εκτός πραγματικότητας, φανερώνει την κρίση στις σχέσεις σου με τον άλλο αλλά και με τον εαυτό σου. Οι διαρκείς και κουραστικές ερωτήσεις με τις οποίες σφυροκοπεί τη Σεσίλια ανακαλούν αντίστοιχες ερωτήσεις που είχε θέσει στη μητέρα του. Είναι οι ερωτήσεις ενός παιδιού γεμάτου άγχος, θλίψη και πλήξη, που θέλει να ξεφύγει από την ανία των ακίνητων δευτερολέπτων. Που επιχειρεί να ανακαλύψει τον κόσμο των άλλων, του άλλου, προσδοκώντας όμως στο βάθος να βρει τον αληθινό εαυτό του».
Αναρωτιέμαι γιατί η βαρεμάρα να αντιμετωπίζεται ως κάτι κατακριτέο και όχι ως «το τελευταίο προνόμιο του ελεύθερου μυαλού». Ο διακεκριμένος Έλληνας ψυχίατρος-ψυχαναλυτής εξηγεί: «Η βαρεμάρα είναι ένα διάχυτο, δυσάρεστο συναίσθημα που συγγενεύει με το άδειο, τη μοναξιά, τη δυσθυμία, άρα θεωρείται σύμπτωμα μιας υπαρξιακής ασθένειας, γι’ αυτό κηρύσσεται υπό διωγμό. Την αποφεύγει κανείς με κάθε τρόπο.
Στο κοινωνικό επίπεδο η βιομηχανία αναψυχής και ψυχαγωγίας επιχειρεί να εμποδίσει τον άνθρωπο να βιώσει την αδυναμία του να αναγνωρίσει, μέσα στη σιωπή, τις ανησυχητικές πλευρές του εαυτού του και τη δυσκολία να σχετιστεί τον άλλο. Ο Πασκάλ χαρακτηριστικά έλεγε: "Πλήξη. Τίποτα δεν είναι τόσο ανυπόφορο για τον άνθρωπο όσο το να αναπαύεται πλήρως, να είναι χωρίς πάθη, χωρίς δουλειές, χωρίς διασκεδάσεις, χωρίς συγκέντρωση. Αισθάνεται τότε το τίποτα μέσα του, την εγκατάλειψη, την ανεπάρκεια, την εξάρτηση, την ανικανότητα του, το κενό του".
Με τον δικό του τρόπο βλέπετε ότι είχε επισημάνει τα ζητήματα που θέτει και σήμερα η ψυχανάλυση σχετικά με την πλήξη. Ο άνθρωπος πλήττεται από τις εντάσεις που δημιουργούν παλιά και νεότερα τραύματα, από την επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα που μένουν ματαιωμένες από την πίκρα της έλλειψης. Για να έχει κάποιος πρόσβαση σε κάτι αληθινό, σε κάτι καινούργιο, θα πρέπει να επεξεργαστεί όλα τα παραπάνω ζητήματα για να πάει σε κάτι καινούργιο. Θα πρέπει κάποιος να αντέξει την πλήξη για να διακρίνει τον δρόμο που τον οδηγεί στην ελευθερία. Αλλά, από την άλλη, ποιος την αντέχει αυτή;»
Αναμφίβολα, ζούμε σε μια εποχή όπου ελάχιστοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να βαρεθούν. Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα social media, ο εθισμός των κινητών τηλεφώνων και ο διασυνδεδεμένος κόσμος μας; «Θεωρώ ότι η δυνατότητα να βαρεθούμε υπάρχει, αλλά εμείς δεν την αξιοποιούμε. Δεν αντέχουμε το δύσκολο μονοπάτι στο οποίο ενδεχομένως μας οδηγεί. Έχουμε την τάση να ριχτούμε στον ρου του ποταμού, όπου κινούνται χιλιάδες βάρκες και πλοία, παρά να μείνουμε μόνοι μας στην όχθη για να κοιτάμε τα λουλούδια και τα μυρμήγκια να δουλεύουν.
Ο πολιτισμός μάς σπρώχνει να τρέχουμε για να είμαστε παραγωγικοί, ουσιαστικά όμως με κόστος να μη συναντήσουμε αληθινά τον εαυτό μας. Μας σπρώχνει στα social media, στο κινητό μας, στο ίντερνετ, στις γιορτές, στους άλλους, για να μη νιώσουμε την μοναξιά μας, την πλήξη. Πιανόμαστε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να "επικοινωνούμε" ευκαιριακά με άλλους που δεν γνωρίζουμε, όταν η μοναξιά και η πλήξη "δαγκώνουν".
Η χρήση ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης για την αναζήτηση άχρηστων πληροφοριών αυξήθηκε στον βαθμό που η αναζήτηση του "άγνωστου εαυτού" μας μειώθηκε. Κι αυτό έχει ένα αντίτιμο. Σύμφωνα με αρκετές έρευνες, η προσφυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ανακούφιση της πλήξης αποδεικνύεται ότι θέτει τους χρήστες σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν άγχος και άλλες παθολογικές καταστάσεις πέρα από την αλλοτρίωση», απαντά.
Στο σημείο αυτό εκφράζω την απορία μου στον κ. Σαββόπουλο ως προς το αν υπάρχουν τρόποι που μπορούν να ενισχύσουν την ικανότητά µας να αποστρέφουμε το πρόσωπο από τα πράγματα που µας αποσπούν την προσοχή και να συγκεντρωνόμαστε σ’ αυτά που θεωρούμε πραγματικά ουσιώδη. Εκείνος θα πει: «Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να κατανοήσουμε τον ρόλο της αντίληψης στη ζωή μας. Η αντίληψη είναι χρήσιμη για να πληροφορηθούμε όσα γίνονται γύρω μας και να διαλέξουμε από τα ερεθίσματα που δεχόμαστε εκείνα που κρίνουμε επωφελή και να αποφύγουμε όσα είναι άχρηστα ή δυνητικά επιζήμια. Η αντίληψη τροφοδοτεί τον ψυχισμό μας με πληροφορίες που του επιτρέπουν να προσαρμόζεται στη συγκυρία με τον ευνοϊκότερο για το άτομο τρόπο.
Ωστόσο η σημαντική ψυχική εργασία, που έχει νόημα, συμβαίνει όταν επεξεργαζόμαστε όσα νιώθουμε μέσα μας και όσα μπορέσαμε να εκφράσουμε με εικόνες και λέξεις, όσα επιθυμούμε, γενικά ότι έρχεται από μέσα και μας καλεί να το «ακούσουμε» και να συλλογιστούμε. Σε όλα αυτά περιέχονται και δυσάρεστα βιώματα και "περίεργες" ιδέες που όσο δεν βρίσκουν απαντήσεις, θα επανέρχονται και θα μας πλήττουν. Τραύματα που έχουν κακοφορμίσει, ματαιωμένα όνειρα, απρόσιτα ιδεώδη και εξευτελισμοί. Θα επανεμφανιστούν όμως υπό τη μορφή του άγχους, της βαρεμάρας, της θλίψης. Δύσκολα βιώματα που το άτομο θα ρέπει να τα απαρνηθεί, να κάνει ότι δεν υπάρχουν.
Έτσι θα στραφεί προς τα έξω, για να αποφύγει να δει κάποια μη επιθυμητή πλευρά του εαυτού του. Θα θυμηθεί ξαφνικά κάτι και θα τρέξει να το κάνει, θα τηλεφωνήσει σε κάποιον φίλο για να πάρει μια περιττή πληροφορία, θα ερωτευτεί για μια ακόμα φορά κι αυτήν τη εβδομάδα, θα βγει για καφέ με μια φίλη που είδε χθες. Θα καρφωθεί στα social média και θα αγκιστρωθεί σ’ αυτά, κάνοντας αναρτήσεις και μοιράζοντας likes, θα τσακωθεί εκεί, θα φλερτάρει. Δηλαδή θα αγκιστρωθεί στο επίκαιρο, σε αυτό που εντυπωσιάζει για να ξεχάσει τη θλίψη και την πλήξη που παραπέμπουν στα άλυτα υπαρξιακά ζητήματα, τα ουσιώδη, που θα συσσωρεύονται "κάτω από το χαλί"».
Κλείνοντας τη συνομιλία μας, σκέφτομαι πώς μπορούμε στη σημερινή εποχή να μειώσουμε τους ρυθμούς μας χωρίς να νιώσουμε ενοχές ή ντροπή. «Ο σημερινός πολιτισμός απαιτεί συνεχώς καλύτερες επιδόσεις από τον καθένα μας. Να δίνουμε την εντύπωση του τέλειου στους ρόλους που έχουμε αναλάβει. Προέχει η εικόνα μας και το πώς θα τη βελτιώσουμε απέναντι στους άλλους, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον μας να συγκεντρώνεται στις συμπεριφορές και στις γνώσεις που απαιτεί κάθε ρόλος μας στη ρευστή πραγματικότητα που ζούμε.
Στον ναρκισσιστικό πολιτισμό μας το συναίσθημα της ντροπής έρχεται στο προσκήνιο της ψυχικής σκηνής. Κι αυτό είναι προφανές γιατί η ντροπή συνδέεται με τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη στον εαυτό με τρόπο πιο άμεσο και πιο βαθύ απ' ό,τι συνδέεται η ενοχή.
Η ενοχή αφορά μάλλον συγκεκριμένες προθέσεις και συμπεριφορές μας, ενώ η ντροπή απειλεί την ίδια την ακεραιότητα του εαυτού, παραπέμπει στα ψυχικά και σωματικά ελλείμματα. Η ντροπή διαβρώνει άμεσα το αίσθημα ασφάλειας τόσο στον εαυτό τον ίδιο όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου.
Στην τελευταία περίπτωση το άτομο εντατικοποιεί τους ρυθμούς του για να αναπληρώσει το έλλειμμα στην εικόνα του. Κι έτσι πέφτει στην παγίδα. Για να αποφύγει αυτόν τον φαύλο κύκλο δεν έχει άλλη εναλλακτική από την αυτογνωσία. Να στραφεί προς τα έσω, αντί προς τα έξω. Να στραφεί προς τη σκέψη και τα συναισθήματά του παρά στη δράση και στην εξωτερική βουλιμική γνώση. Να στραφεί προς τα μέσα με στόχο να αποδεχθεί αυτό που είναι και να επιδιώξει να βρει αυτό που δυνητικά μπορεί να γίνει», καταλήγει ο κ. Σαββόπουλος.