ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ των ασθενών που περιμένουν για προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις μεγαλώνουν καθημερινά, αφού στα περισσότερα νοσοκομεία του ΕΣΥ λειτουργεί μόλις το 50% των κρεβατιών στις χειρουργικές κλινικές. Η αναμονή μπορεί να φτάσει και τα τρία χρόνια, ενώ από την καθυστέρηση δεν ξεφεύγουν ούτε τα επείγοντα χειρουργεία, μόνο που σε αυτή την περίπτωση η αναμονή περιορίζεται σε μερικούς μήνες.
Ενδεικτικά, στο Σισμανόγλειο, που διαθέτει δέκα χειρουργικά κρεβάτια, πριν από την πανδημία λειτουργούσαν τα πέντε, ενώ τώρα λειτουργούν με το ζόρι, όπως αναφέρουν οι γιατροί, τα τρία, και ο βασικός λόγος είναι οι σημαντικές ελλείψεις που αντιμετωπίζει το υγειονομικό μας σύστημα σε αναισθησιολόγους και νοσηλευτές. Μια έρευνα στα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, στο Ιπποκράτειο, στο Σισμανόγλειο, στο Γ. Γεννηματάς και στο ΑΧΕΠΑ δείχνει ότι στα δώδεκα χειρουργικά κρεβάτια λειτουργούν τα έξι και στα 10 χειρουργικά κρεβάτια λειτουργούν τα τέσσερα.
Τα έκτακτα χειρουργεία, όπου η αναμονή μπορεί να φτάσει και τους έξι μήνες, μπορεί να είναι και ζήτημα ζωής και θανάτου. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν καρδιολογικά περιστατικά, ενώ υπάρχουν και τουλάχιστον 2.500 παιδιά με συγγενή καρδιοπάθεια που περιμένουν να χειρουργηθούν.
Η έλλειψη αναισθησιολόγων και νοσηλευτών είναι το μεγαλύτερο ζήτημα, ειδικά στο Λεκανοπέδιο. Τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία υφίστανται οι ασθενείς με προγραμματισμένες ορθοπαιδικές επεμβάσεις, π.χ. τα άτομα που πάσχουν από οστεοαρθρίτιδα, η οποία είναι πολύ συχνή στην τρίτη ηλικία.
Τα έκτακτα χειρουργεία, όπου η αναμονή μπορεί να φτάσει και τους έξι μήνες, μπορεί να είναι και ζήτημα ζωής και θανάτου. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν καρδιολογικά περιστατικά, ενώ υπάρχουν και τουλάχιστον 2.500 παιδιά με συγγενή καρδιοπάθεια που περιμένουν να χειρουργηθούν. Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι στην Ελλάδα γεννιούνται περίπου 1.000 παιδιά ετησίως με κάποια μορφή συγγενούς καρδιοπάθειας που χρειάζονται επέμβαση στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και αργότερα μια διορθωτική.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυτές οι αναμονές ήταν αναμενόμενες, κυρίως επειδή οι περισσότεροι χειρουργικοί θάλαμοι είχαν μετατραπεί σε κλινικές για ασθενείς με κορωνοϊό αλλά και λόγω της έλλειψης αποθέματος αίματος, καθώς είχαν σταματήσει οι αιμοδοσίες. Στα περιφερειακά νοσοκομεία, εκτός από την έλλειψη νοσηλευτών και αναισθησιολόγων, υπάρχει έλλειψη και σε ειδικευμένους γιατρούς.
Οι ειδικευμένοι γιατροί δεν επιλέγουν πλέον τα περιφερειακά νοσοκομεία, καθώς οι μισθοί σε αυτά δεν τους προσφέρουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, όπως στη Γερμανία, στην Ολλανδία. Από τα μνημονιακά χρόνια ήδη οι γιατροί φεύγουν για άλλες χώρες όπου ως νεοδιόριστοι μπορούν και βγάζουν €5.000-7.000 μηνιαίως. Εξού και πολλές προκηρυγμένες θέσεις στην περιφέρεια παραμένουν κενές και αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να μας προβληματίζει σε επίπεδο ηγεσίας της πολιτείας αλλά και κοινωνίας.
Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο εάν γνωρίζουμε τις ειδικότητες που χρειαζόμαστε και καθοδηγούμε τους φοιτητές στο να διαλέγουν αυτές ακριβώς, συνδέοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα με την αγορά εργασίας.