Όταν ο Βασίλης Κεκάτος ανάρτησε μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα Μετέωρα, τον ρώτησα δειλά αν θα ήθελε να μοιραστεί τις εικόνες με τη LiFO.
Τελικά μοιράστηκε μαζί μας κάτι πολύ περισσότερο, μια αληθινή ιστορία για το roadtrip με τον πατέρα του, τον καρκίνο και τη θεραπεία. Η αφήγησή του ακολουθεί αυτούσια.
«Ο μπαμπάς μου μού έμαθε από νωρίς την αγάπη για τα αυτοκίνητα. Όχι τα καλά αυτοκίνητα. Απλώς τα αυτοκίνητα. Αυτά που μπορούν να σε πάρουν μακριά απ’ όλους και απ’ όλα και να σε πάνε ακριβώς εκεί που θέλεις, ή τέλοσπάντων όπου μπορούν, ανάλογα με το ποτέ τους έκανες τελευταία φορά σέρβις. Τα πρώτα μαθήματα οδήγησης μού τα έκανε όταν ήμουν 5. Όταν απλώς με έβαζε στα πόδια του και κουνούσα το τιμόνι, ενώ εκείνος πατούσε με τα πόδια του τα πετάλια. Στα 14 μου έμαθε την οπισθογωνία και μέχρι τα 16 μου ήξερα να ανεβαίνω με όπισθεν όλες τις ανηφόρες του χωριού μου. Όταν έκλεισα τα 18 μπορούσα να οδηγήσω οπουδήποτε στον κόσμο και ανυπομονούσα να το κάνω. Ήθελα να βρίσκομαι πάντα πίσω από το τιμόνι. Δεν ήθελα να αφήνω κανέναν άλλον να οδηγήσει. Μόνο τον μπαμπά μου ίσως.
Τώρα ο μπαμπάς μου έχει την κακιά αρρώστια. Ίσως να μην είναι και πολύ σοβαρά. Αλλά για να είναι σίγουρος, ήδη ψάχνει αντικαταστάτη σύζυγο στη μητέρα μου και κατάλληλο κουστούμι για την κηδεία.
Κι ακόμα έτσι είναι. Όταν είμαι μαζί του, μου αρέσει να οδηγάει εκείνος κι εγώ να ταξιδεύω στο πλάι του, ήρεμος και ασφαλής. Να μου μιλάει για όλες τις διαδρομές που έχει κάνει κι εγώ να του μιλάω για τις δικές μου. Να μιλάμε για το πως είναι η οδήγηση στην Ινδία, στα Βαλκάνια, στη Route 66, στην Αθηνών-Κορίνθου.
Τώρα ο μπαμπάς μου έχει την κακιά αρρώστια. Ίσως να μην είναι και πολύ σοβαρά. Αλλά για να είναι σίγουρος, ήδη ψάχνει αντικαταστάτη σύζυγο στη μητέρα μου και κατάλληλο κουστούμι για την κηδεία. Έχει πάρει κι ένα μεταχειρισμένο μαύρο κάμπριο, που αρχικά το έλεγε "η νεκροφόρα μου". Τώρα, όμως, έχει αλλάξει ιδιότητα. Είναι "η θεραπεία του".
Κάθε απόγευμα ανοίγει την οροφή και κάνει βόλτες σε όλα τα κοντινά χωριά. Όταν επιστρέφει λέει στη μητέρα μου πως νιώθει καλύτερα, γιατί έκανε και σήμερα τη θεραπεία του. Ήρθε όμως σιγά-σιγά η ώρα για την πραγματική θεραπεία. Αυτή με τις ακτίνες στην αρχή και ύστερα με τις χημείες, που στα αφτιά μου ακούγονται πιο τρομακτική κι από νυχτερινή διαδρομή Ρίο-Κυλλήνη, βιαστικά, για να προλάβεις το τελευταίο καράβι για Κεφαλονιά.
Αφού δεν γνωρίζουμε και πολλούς άλλους τρόπους, είπαμε να γιορτάσουμε τη ζωή όπως την ξέραμε πριν από τις θεραπείες, με ένα μικρό roadtrip.
Λόγω της δουλειάς μου, είπαμε να το βαφτίσουμε location scouting. Προσπάθεια εύρεσης χωρών για το γύρισμα της μεγάλου μήκους ταινίας μου, ή για κάποια συμπληρωματικά γυρίσματα του Milky Way.
Δεν ξέραμε προς τα πού θα πηγαίναμε. Είπαμε μόνο "ας πάμε προς τα πάνω".
Ο δρόμος μας έβγαλε, χωρίς καλά-καλά να το έχουμε σχεδιάσει, στα Μετέωρα. Κανείς από τους δυο μας δεν είναι πολύ της θρησκείας. Η πιο στενή μας επαφή με τα θεία είναι όταν τα βλαστημάμε, ως γραφικοί Κεφαλονίτες. Και μετά από μέσα μας ζητάμε καμία πρόχειρη –κάπως υποκριτική– συγχώρεση, επειδή "ποτέ δεν ξέρεις". Έτσι βλαστημήσαμε και τις στροφές μέχρι εκεί πάνω.
Αλλά μετά, βρεθήκαμε μπροστά στο θαύμα.
Δεν θελήσαμε να μπούμε σε κάποιο μοναστήρι. Καλύτερη θέα του Θεού δεν θα μπορέσαμε να έχουμε από το να δούμε ο ένας τον άλλον σε αυτό το αχανές τοπίο. Τόσο μικροί, μπροστά στους λόφους, τόσο ανήξεροι μπροστά στην απεραντοσύνη του ουρανού, τόσο γκροτέσκοι και ασχημάτιστοι μπροστά στη θηλυκή γεωμετρία των βράχων.
Δεν μιλήσαμε πολύ. Τραβήξαμε ορισμένες φωτογραφίες. Τσακωθήκαμε σε πολιτισμένα πλαίσια με κάτι Ιάπωνες τουρίστες. Είπαμε ο καθένας τις προσευχές που ξέρει, από μέσα του, και συνεχίσαμε την οδήγηση».