Βλέποντας το ονειρεμένο καστ της νέας μίνι σειράς του Βασίλη Κεκάτου που ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς: «Μα κανένας δεν του είπε όχι;». Έχοντας μαζέψει μερικούς από τους καλύτερους της γενιάς 30-40, κάποια πολύ δυνατά ονόματα μεγαλύτερων ηλικιών και μια χούφτα φρέσκα, υπερταλαντούχα πρωτοεμφανιζόμενα πλάσματα, κάνοντας κάστινγκ ουσιαστικά σε τρεις γενιές και επιλέγοντας εντελώς ετερόκλητους μεταξύ τους ηθοποιούς, μας άφησε να διερωτόμαστε «πού κολλάει η Σοφία Κόκκαλη και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης με τον Νίκο Καραθάνο και την Ελένη Φουρέιρα».
Και γιατί να του αρνηθεί κανείς; Αυτήν τη στιγμή ο Βασίλης είναι το πιο hot νέο όνομα του εγχώριου τουλάχιστον κινηματογραφικού δυναμικού και άπαντες περιμένουν (με ανυπομονησία ή στη γωνία, κατά περίπτωση και ανάλογα με την προαίρεση) το πρώτο του μεγάλο βήμα, τρία χρόνια μετά τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για την Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς και τις εξίσου υπέροχες μικρού μήκους του που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
«Είμαι βέβαιος ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι έτοιμο γι’ αυτό που θα δει. Αυτό κάποιες στιγμές με τρομάζει, άλλες με εξιτάρει ή με απογοητεύει, αλλά σίγουρα θεωρώ ότι ο κόσμος αλλάζει με ταχείς ρυθμούς».
«Τη σειρά αυτήν τη βλέπω ως έναν τόπο συνάντησης πραγμάτων και ανθρώπων. Με ενδιαφέρει πολύ το συναπάντημα του arthouse με το mainstream, δομικά, σεναριακά, κινηματογραφικά, και ακόμα περισσότερο το συναπάντημα εντελώς “άκαυτων” ανθρώπων, με έως και μηδενική πείρα, με το βαρύ πυροβολικό του ελληνικού σινεμά, της τηλεόρασης και του θεάτρου. Ως τώρα μπορώ να πω ότι όλο αυτό λειτουργεί απίστευτα. Έχουν γεννηθεί ωραίες χημείες, οι πιο παλιοί είναι φοβερά γενναιόδωροι με τους νέους, οι πιο νέοι είναι φοβερά καυλωμένοι για εμπειρίες, οπότε δίνονται ολοκληρωτικά.
Η αλήθεια είναι πως δεν συναντήσαμε πολλά όχι. Δεν ξέρω, κάποιο challenge βρίσκουν μάλλον οι πιο μεγάλοι σε αυτό που κάνουμε, ότι είναι πιο τολμηρό ίσως, μπορεί να ήρθαν από περιέργεια» θα μου πει ο ίδιος, γελώντας αργότερα.
«Αισθάνομαι, όμως, τυχερός που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου σημαντικοί ηθοποιοί, σε όποια γενιά κι αν ανήκουν. Με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και είναι καλοί μου φίλοι. Με άλλους ηθοποιούς, ωστόσο, όπως η Γιούλικα Σκαφιδά, ο Ακύλλας Καραζήσης και η Θέμις Μπαζάκα, συνεργάζομαι πρώτη φορά και χαίρομαι που συναντηθήκαμε για να δημιουργήσουμε μαζί κάτι όμορφο».
Ενενήντα μέρες γυρίσματος για οκτώ επεισόδια
Το ραντεβού είχε καθοριστεί για το απόγευμα της Δευτέρας, κάπου στις εσχατιές του Άγιου Στέφανου, στη Ροδόπολη, σε έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο σαν ξεχασμένο γήπεδο, στο σετ της αλάνας όπου υποτίθεται ότι αράζουν τα παιδιά της επαρχιακής πόλης στην οποία τοποθετείται το «Milky Way».
Το γύρισμα που θα παρακολουθούσα ήθελα να περιλαμβάνει τα πιτσιρίκια, τη νέα γενιά πρωταγωνιστών στους οποίους ο Βασίλης έχει εμπιστευθεί τον πυρήνα της ιστορίας του. Το όρντινο περιλάμβανε τρεις σκηνές, η πρώτη, σύντομη, όπου θα εκμεταλλεύονταν το φως της magic hour, κι οι άλλες δύο βραδινές, όταν θα είχε πέσει πια το σκοτάδι. Περίπλοκες και οι τρεις, όπως θα αποδεικνυόταν.
Το «Milky Way» είναι η ιστορία της Μαρίας, μιας δεκαεφτάχρονης κοπέλας που ονειρεύεται να γίνει χορεύτρια και συγχρόνως αγαπά πολύ την αστρονομία, «με έναν δικό της τρόπο, πηγαίο, αθώο και εφηβικό, όπως ενθουσιάζει τα παιδιά της επαρχίας το όνειρο ενός άλλου κόσμου, μακριά από τον δικό τους. Αυτός είναι ο τρόπος που ερμηνεύει τα πράγματα και η πυξίδα με την οποία λέμε κι εμείς την ιστορία μας», μου είχε περιγράψει ο Βασίλης.
«Ο τίτλος προκύπτει και επειδή θα εξερευνήσουμε έναν ολόκληρο γαλαξία, που είναι η μικρή ανώνυμη επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Έχει στοιχεία από διάφορες πόλεις και γι’ αυτόν τον λόγο γυρίζεται σε διάφορα σημεία».
Πώς όμως αποφάσισαν οι παραγωγοί της Foss και της plays2place productions να επενδύσουν τόσο απλόχερα και γενναία στον Βασίλη και στο όραμά του, φτιάχνοντας την πρώτη σειρά στην οποία (βασικός) παραγωγός δεν είναι ο τηλεοπτικός σταθμός; Ο Στέλιος Κοτιώνης και ο Βασίλης Χρυσανθόπουλος εξηγούν: «Γενικά είμαστε του ενστίκτου. Και οι δύο πιστεύουμε ότι η ελληνική μυθοπλασία έχει τρομερές δυνατότητες και όσα έχουμε δει μέχρι στιγμής δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το ταλέντο των δημιουργών και της νέας γενιάς ούτε τη δυνατότητα που έχουμε ως χώρα.
Το κατά παραγγελία δεν είναι πάντα το τέλειο. Σκεφτόμαστε εδώ και καιρό, πριν ακόμα έρθει η ιδέα του Βασίλη, πώς μπορεί να αλλάξει αυτό. Νομίζω πως αυτό που άρεσε και στους δύο είναι ότι βρήκαμε έναν πολύ ταλαντούχο δημιουργό στο σημείο που είναι έτοιμος να κάνει κάτι μεγάλο. Από την άλλη, οι νέοι υποεκπροσωπούνται στην ελληνική τηλεόραση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει κάτι που να μιλάει για τα προβλήματά τους, το πώς ζουν, τη σύγκρουση με τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Η πρόταση του Βασίλη είναι πολύ σοβαρή σε επίπεδο καλλιτεχνικό, το production value, η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει τους ήρωες και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι ένας πολύ τολμηρός συνδυασμός, τρυφερός, ρεαλιστικός αλλά και σκληρός. Θα δείτε πράγματα που δεν τα έχετε ξαναδεί, που είναι τεράστιο στοίχημα και τεράστιο ρίσκο. Για πρώτη φορά ενώνουμε τον κινηματογράφο με την τηλεόραση, έτσι όπως γίνεται στο εξωτερικό».
Η Αθηνά, η Κάτε και τ’ άλλα κορίτσια
Λίγο πριν από το πρώτο «action» της ημέρας, κι ενώ ο Βασίλης επιβλέπει τις προετοιμασίες, από το στήσιμο των κάδρων και των φώτων μέχρι το ενδυματολογικό κομμάτι, βρίσκω την ευκαιρία να μιλήσω με τρεις από τις νεαρές ηθοποιούς που υποδύονται τις φίλες της Μαρίας.
«Η Κάτε είναι εντελώς διαφορετική από εμένα και απ’ ό,τι έχει τύχει ως τώρα να παίξω. Είναι πολύ θρησκευόμενη, κι αυτό λέει πολλά για την επαρχία, το ότι ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι μπορεί να είναι τόσο προσκολλημένο στη θρησκεία. Κάποια στοιχεία της έπρεπε να τα κάνω δικά μου και αυτό είναι πολύ δύσκολο, αλλά μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον», περιγράφει η Ναταλία Σουίφτ.
«Η Σία είναι λίγο πιο κάφρος, το χιούμορ της νομίζω ότι είναι και στοιχείο δικό μου, μέσω της ειρωνείας μπορεί να σπάει τον πάγο. Δεν ξέρω αν την έχω αγαπήσει, σε άλλα στοιχεία της τη νιώθω μακριά από μένα, αλλά την κατανοώ, δεν απορρίπτω τίποτα δικό της. Είναι χτισμένος χαρακτήρας, ακόμα κι αν δεν είναι από τους πρωταγωνιστικούς, δεν χρειάζεται να φανταστώ μόνη μου πράγματα για τις επιλογές της», προσθέτει η Αφροδίτη Καποκάκη.
«Η Βίρνα ασχολείται με τον στίβο, αυτή είναι η μεγάλη της αγάπη. Γενικά, είναι η πιο outsider της παρέας, αλλά είναι μέσα στη φάση. Τελευταία χρονιά στο σχολείο, θέλει να περνάει καλά. Νιώθω ευγνώμων που με διάλεξε ο Βασίλης, ενώ δεν έχω ασχοληθεί καθόλου με την υποκριτική. Έχω σπουδάσει ζαχαροπλαστική και διαιτολογία, αλλά τώρα, μέσα από τη σειρά, προσπαθώ να ανακαλύψω νέα πράγματα για μένα», καταλήγει η Ευαγγελία Καμάρα.
Οι δύο σκηνές που παρακολουθώ έχουν παρόμοια δομή. Στην πρώτη η Αθηνά, η καλύτερη φίλη της Μαρίας, φλερτάρει με ένα αγόρι, αλλά κάτι στον τρόπο του τη χαλάει. «Δεν θέλω, ρε», φωνάζει και φεύγει. Στην επόμενη φιλιέται με ένα άλλο αγόρι, «το οποίο προσπαθεί να την οδηγήσει στα γόνατα». Εκείνη δυσφορεί, αντιστέκεται, τελικά απομακρύνεται, αυτός τη βρίζει χυδαία.
Η ένταση που βγάζει η ερμηνεία της νεαρής Στυλιάνας Ιωάννου είναι φοβερή. Το ενδεχόμενο της κακοποίησης και του σεξουαλικού εξαναγκασμού βαραίνουν την ατμόσφαιρα. Τα αγόρια πιέζονται πολύ να βγάλουν έναν μάτσο κακοποιητικό χαρακτήρα, τα takes είναι αλλεπάλληλα, φτάνουν τα δεκατρία στη δεύτερη σκηνή, μέχρι ο Βασίλης να πάρει αυτό ακριβώς που έχει στο μυαλό του. Ειδικά η βραδινή σεκάνς είναι τεχνικά πολύ δύσκολη, καθώς στην αλάνα, στο background, υπάρχουν δυο αγόρια με μηχανάκια που κάνουν «οκτάρια». Για μερικά δευτερόλεπτα ωφέλιμου υλικού χρειάζεται πάνω από μία ώρα γυρίσματος.
«Η Αθηνά είναι ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών που ονειρεύεται να γίνει χορεύτρια. Αυτό που τη συνδέει με τη Μαρία είναι η αγάπη τους για τον χορό. Έχει μεγαλώσει με αρκετή καταπίεση και αυστηρότητα από τους γονείς της και ο μόνος τρόπος για να αρχίσει να βρίσκει την εαυτή της είναι μέσα από τις φίλες της και τον χορό. Έχει βιώσει αρκετά κακοποιητικές συμπεριφορές από την αλληλεπίδρασή της με τα αγόρια, γι’ αυτό και είναι πολύ τραυματισμένη. Προσπαθεί όμως να επιβιώσει και διεκδικεί αυτό που θέλει, αλλά πολλές φορές δεν ξέρει με ποιον τρόπο να το κάνει», μου λέει η Στυλιάνα στο διάλειμμα του γυρίσματος.
Δύο πρωταγωνιστές που θα αγαπήσουμε
Έρχεται η στιγμή να μιλήσω με το νεαρό πρωταγωνιστικό δίδυμο της Κορίννας Ντουλλάαρτ και του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, της Μαρίας και του Τζο δηλαδή. «Την Κορίννα την είδα στις πτυχιακές της εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης το 2019 και σκέφτηκα ότι είναι ένα παιδί με το οποίο θέλω πολύ να συνεργαστώ. Έχει μια σπάνια ειλικρίνεια στον τρόπο που παίζει», με έχει προετοιμάσει ο Βασίλης.
Η ίδια ξεκινά να περιγράφει τον χαρακτήρα που υποδύεται: «Η Μαρία έχει όνειρα, όπως όλοι οι έφηβοι. Τα όνειρά της καταστρέφονται όταν μένει έγκυος. Η κοινωνία όπου ζει είναι κλειστή, κατά βάση καταπιεστική και όχι προστατευτική, και νιώθει ότι τελειώνει η ζωή της. Ακόμα και η εκπαίδευσή της θα πρέπει να διακοπεί, όπως και ο χορός, που είναι το πάθος της. Κανένα δεκαεπτάχρονο δεν θέλει να πηγαίνει σχολείο, αλλά αν έρθει η στιγμή να του πουν ότι δεν μπορεί να πάει, το πράγμα αλλάζει. Προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει κι ευτυχώς βρίσκει διέξοδο σε ένα παιδί που έχει έρθει από την Αθήνα, εκεί όπου θέλει να πάει».
«Εγώ, λοιπόν, είμαι ο ξιπασμένος Αθηναίος φίλος», λέει με τη σειρά του ο Κωνσταντίνος, που σήμερα δεν έχει σκηνές, αλλά έχει έρθει στο σετ για να παρακολουθήσει το γύρισμα. «Διαβάζοντας το σενάριο του πρώτου επεισοδίου έπαθα σοκ γιατί ήταν πολύ καλογραμμένο, πράγμα που δεν το βλέπουμε συχνά.
Ο ρόλος του του Τζο μου φάνηκε πολύ challenging, και για μένα και για την ελληνική τηλεόραση. Είναι ο τύπος που τον ανάγκασαν να πάει στην επαρχία, είναι γκέι, εκρηκτικός “και σ’ όποιον αρέσω”, έχει δοκιμάσει κάποια ναρκωτικά, οπότε έχει εμπειρίες που οι περισσότεροι εκεί δεν έχουν, το παίζει και λίγο έξυπνος. Έχει φάει μπούλινγκ, αλλά δεν είναι εσωστρεφής, δεν θέλει να σπαταλήσει χρόνο σε αυτό. Είναι περισσότερο προκλητικός παρά χαμηλών τόνων. Είναι κάπως το μαύρο πρόβατο της υπόθεσης. Έχει όμως μια ωριμότητα σε σχέση με την ηλικία του.
Όλο αυτό που κάνουμε μου θυμίζει “Sex Education”, “The end of the fucking world”, “Euphoria”, σειρές που βλέπω κι εγώ ως θεατής. Είναι το τώρα, κάπως ξεμπροστιάζει τη θρησκεία, την εφηβεία, τον τρόπο που οι γονείς χειρίζονται τα παιδιά τους, αγγίζει ευαίσθητες θεματικές με νεανικό και φρέσκο τρόπο. Είμαστε κοντά στην ηλικία με τον Βασίλη, στα ξεκινήματά μας, τον νιώθω σαν φίλο που μπορούμε να μιλάμε απλά, με ζεστασιά, όχι σαν έναν ογκόλιθο που πρέπει κάπως να τον προσεγγίσω και να τον αποκωδικοποιήσω.
Το γεγονός ότι εγώ, που ανήκω στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και είμαι queer performer, εκτός από ηθοποιός, υποδύομαι έναν γκέι χαρακτήρα με κάνει να νιώθω ευθύνη απέναντί τους. Βέβαια, υπάρχει σενάριο, είναι μυθοπλασία, αλλά είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε αυτά τα θέματα. Είναι τόσο κλασικό να βλέπουμε ένα hot στρέιτ αγόρι να υποδύεται ένα γκέι αγόρι, ως τώρα συνέβαινε κατά βάση αυτό. Αυτοί οι ρόλοι δεν μου φαίνονται τρισδιάστατοι. Ήθελα ο Τζο να φαίνεται όχι καλός ή κακός αλλά αληθινός, να έχει περισσότερα επίπεδα, να μην είναι άλλος ένας γκέι ρόλος που έχει πλάκα, χιούμορ, είναι sassy and that’s all. Σαφώς ο Βασίλης μου έδωσε την ευκαιρία, που έγραψε έναν τέτοιο πολυεπίπεδο χαρακτήρα, αλλά νιώθω πως είναι και δική μου ευθύνη, ειδικά αν κάποιος ταυτιστεί με αυτόν».
Γιατί σειρά και όχι ταινία;
Γιατί όμως ένας άνθρωπος ταγμένος στο σινεμά, που έρχεται με τη φόρα του σημαντικότερου φεστιβαλικού κινηματογραφικού βραβείου (που μόνο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έχει καταφέρει να αποσπάσει για τη χώρα μας), επιλέγει, αντί για τη μεγάλου μήκους που όλοι περιμένουν, να ασχοληθεί με το τηλεοπτικό φορμά;
«Αγαπάω πάρα πολύ το σινεμά και τη συλλογική εμπειρία της θέασης μιας ταινίας στην κλειστή αίθουσα, και η συνθήκη της πανδημίας απομάκρυνε πολύ την ανάγκη που είχα για να κάνω μια ταινία μεγάλου μήκους άμεσα. Θα ήθελα να μπορώ να χαρώ την πρώτη μου ταινία σε ένα μεγάλο ή μικρό φεστιβάλ, σε μια μεγάλη ή μικρότερη αίθουσα, σίγουρα όμως στον κινηματογράφο. Δεν θα ήθελα να αγοραστεί από κάποια πλατφόρμα και κάποιος να τη δει ιντερνετικά. Ας τη δουν online στην πορεία, αλλά πρωτίστως θέλω να τη δουν στο σινεμά, και κυρίως να τη δω εγώ και οι άνθρωποί μου στο σινεμά.
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, όταν ο Βασίλης και ο Στέλιος μου πρότειναν να κάνω μια σειρά, σκέφτηκα ότι είναι ιδανική ευκαιρία να βγω από τη σκουριά της καραντίνας – που “σκουριά” δεν ήταν, γιατί η καραντίνα με βρήκε με το Όταν κοιμάσαι ο κόσμος αδειάζει, ακόμα μια μικρού μήκους, την οποία χάρηκα πολύ, κι ας είχα αποφασίσει εξαρχής ότι δεν ήθελα να πάει σε φεστιβάλ, αλλά να τη δει ελεύθερα ο κόσμος στο Ίντερνετ. Ύστερα ξεκίνησα να γράφω πολύ, να ξανακοιτάω το σενάριο της μεγάλου μήκους μου, αλλά η βασική μου δουλειά δεν είναι αυτή, παρόλο που γράφω εγώ τα σενάριά μου. Αυτό που με γοητεύει και με κάνει να νιώθω ζωντανός είναι το γύρισμα.
Να σημειώσω εδώ πως και τα βασικά μέλη του crew μου δεν έχουν κάνει ποτέ τηλεόραση ‒ και είμαστε όλοι κοντά στα 30: ο Γιώργος Βαλσαμής και ο σκηνογράφος μου, ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, που προέρχεται από το θέατρο».
Με τούτα και με κείνα ο Βασίλης βρέθηκε, λοιπόν, από τις περιορισμένης έκτασης μικρές ιστορίες που έχει ως τώρα αφηγηθεί να γράφει ένα σενάριο μεγάλο, πολύ μεγάλο, 450 σελίδων, με ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και υποπλοκών, δηλαδή πήγε στο άλλο άκρο, και μάλιστα σε ελάχιστο χρόνο, καθώς η σειρά πήρε το πράσινο φως τον Ιούλιο και το σενάριο έπρεπε να είναι έτοιμο τον Σεπτέμβρη.
«Αγαπώ τις μικρές ιστορίες. Όπως τις υπηρέτησα στις μικρού μήκους, έτσι και σε μια limited σειρά μού προσφέρεται ένα πελώριο χωράφι όπου μπορώ να σπείρω όσες ιστορίες θέλω, όχι μόνο μία κεντρική, όπως σε μια μεγάλου μήκους. Αυτό ένιωσα να με ελκύει σε αυτήν τη φόρμα. Συζήτησα το σενάριο με την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, που εκτιμώ πολύ, ασχέτως του ότι προερχόμαστε από εντελώς διαφορετικούς κινηματογραφικούς κόσμους. Έγινε η script consultant μου. Αντίστοιχα με βοήθησαν η Γλυκερία Παππά και η Νεφέλη Αθανασάκη.
Είχα τρία κορίτσια με πολλή φαντασία και ταλέντο να συμβουλεύομαι, μου έδωσαν μεγάλο βάθος στο βλέμμα μου για να μπορώ να αγγίξω μια γυναικεία ιστορία. Πιστεύω στο ανδρικό, στο γυναικείο, στο queer βλέμμα, επίσης όμως πιστεύω πως αν αγαπήσεις το θέμα σου και θες να πεις όσο περισσότερη αλήθεια μπορείς, έχει ενδιαφέρον να μπαίνεις στη θέση του άλλου».
Εν τω μεταξύ, πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως ανάμεσα στις ταινίες που προκρίθηκαν για τη φετινή χρηματοδότηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου βρίσκονται και οι Άγριες μέρες μας, το μεγάλου μήκους πρότζεκτ του Βασίλη. «Είναι μια ταινία που απαιτεί ένα αρκετά μεγάλο μπάτζετ, σε αντίθεση με ό,τι έχω κάνει ως τώρα. Παραγωγός μου είναι η Ελένη Κοσσυφίδου και συμπαραγωγοί μας οι Γάλλοι με τους οποίους έχω κάνει τις μικρού μήκους μου. Υπάρχει πλάνο για να βρούμε χρήματα από διάφορες πηγές και το ΕΚΚ είναι μια σημαντική αρχή γι’ αυτά που χρειαζόμαστε. Δεν βιάζομαι, θέλω να την κάνω σωστά».
«Ο κόσμος αλλάζει»
Η ώρα έχει περάσει, η θερμοκρασία έχει πέσει στους τέσσερις βαθμούς και η παρέα των κοριτσιών, που είναι ντυμένα ελαφρά, ετοιμάζεται για την πιο δύσκολη σκηνή της μέρας, μετά το dinner break, με άψογο επαγγελματισμό. Οι τέσσερίς τους προβάρουν μια girly χορογραφία στην αλάνα υπό τους ήχους ενός ορίτζιναλ ποπ κομματιού που έχει γράψει για τη σειρά η Kid Moxie. Ξαφνικά εμφανίζεται η Μαρία και ακολουθεί έντονος καβγάς. Η Κορίννα Ντουλλάαρτ είναι καθηλωτική. Τα takes κι εδώ πολλαπλά, το μονοκάμερο πρέπει να τοποθετηθεί σε διαφορετικές γωνίες λήψης, «πάμε ξανά» και ξανά…
Ο Βασίλης μοιάζει σχεδόν με μαέστρο ορχήστρας, με βουβό εμψυχωτή, καθώς καθοδηγεί το ξέσπασμα της Κορίννας, τους λυγμούς, τα αναφιλητά, τη σιωπή του φινάλε της σκηνής. Σχολιάζοντας τον περφεξιονισμό του, του θυμίζω γελώντας τον κινηματογραφικό μύθο που ήθελε τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ να έχει γυρίσει πάνω από εκατό φορές μια απλή σκηνή περάσματος από πόρτα του Τομ Κρουζ στο Eyes Wide Shut, λίγο προτού αποχωρήσουμε.
Το ονειρικό στοιχείο και ο μαγικός ρεαλισμός είναι στοιχεία ευδιάκριτα στη μικρού μήκους φιλμογραφία του Βασίλη και, κρίνοντας από ένα πεντάλεπτο rough μονταρισμένο υλικό από τα ως τώρα γυρίσματα, που μου έκανε την τιμή να δω, τα έχει διατηρήσει αυτούσια, όπως και όσα τον απασχολούν θεματολογικά και αισθητικά. «Δεν έχω δεχτεί κανενός είδους λογοκρισία. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι δυνατός απέναντι στο υλικό μου.
Ευελπιστώ ότι και το Mega, που ήταν πάντα τολμηρό κανάλι, θα θέλει να πάει ένα βήμα παραπέρα, να φτάσει στο επίπεδο που απαιτεί η εποχή. Τολμηρό ήταν κάποτε ένα γκέι φιλί, τώρα είναι πολύ περισσότερα. Είμαι βέβαιος ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι έτοιμο γι’ αυτό που θα δει. Αυτό κάποιες στιγμές με τρομάζει, άλλες με εξιτάρει ή με απογοητεύει, αλλά σίγουρα θεωρώ ότι ο κόσμος αλλάζει με ταχείς ρυθμούς κι εμείς πρέπει να τρέξουμε για να τον προλάβουμε».
Το «Milky Way» θα προβληθεί στο Mega από τον Οκτώβριο.
Παίζουν: Κορίννα Ντουλλάαρτ, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Γιούλικα Σκαφιδά, Ακύλλας Καραζήσης, Θέμις Μπαζάκα, Αργύρης Μπακιρτζής, Μαρία Καλλιμάνη, Σοφία Κόκκαλη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Τόνια Σωτηροπούλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Στυλιάνα Ιωάννου, Ναταλία Σουίφτ, Αφροδίτη Καποκάκη, Ευαγγελία Καμάρα, Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, Ξένια Ντάνια, Σταύρος Τσουμάνης, Βίκυ Μαϊδάνογλου, Τζέο Πακίτσας, Κασσιόπη Κλέπκου, Πρόδρομος Τσινικόρης, Μαρία Μαμούρη, Αλέξανδρος Βούλγαρης
Και οι: Νίκος Καραθάνος, Βίκυ Παπαδοπούλου, Λαέρτης Μαλκότσης, Κίμων Κουρής, Ιβάν Σβιτάιλο, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Πολύδωρος Βογιατζής, Ελένη Φουρέιρα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.