Η Αθήνα και ο Πειραιάς έχουν εδώ και αρκετές δεκαετίες «ενοποιηθεί», το ιστορικό επίνειο της πρωτεύουσας διατηρεί ωστόσο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ως κατεξοχήν πόλη εργατών, ναυτικών και εσωτερικών μεταναστών, κυρίως νησιωτών, στους οποίους σταδιακά προστέθηκαν οι εξωτερικοί. Από το 1834, οπότε ιδρύθηκε ο σύγχρονος Πειραιάς –τη χρονιά εκείνη ήταν ένας μικρός οικισμός με μόλις 150 κατοίκους και σήμερα κοντεύει το μισό εκατομμύριο μαζί με τα προάστια–, η πόλη έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις: περίοδοι μεγάλης ακμής ακολούθησαν μέρες παρακμής και αντιστρόφως, γνώρισε πολέμους, επιδημίες, ταξικούς αγώνες, προσφυγιά και μεγάλες οικονομικές κρίσεις, κατάφερνε όμως πάντα να ορθοποδήσει.
Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη που έχει κυριολεκτικά μεταμορφώσει κάποιες περιοχές (επέκταση μετρό, αναπλάσεις, ανοικοδόμηση και, βέβαια, η καταλυτική όσο και αμφιλεγόμενη παρουσία της Cosco) και συνεχίζει, υπάρχουν όμως ακόμα γωνιές και σημεία ξεχασμένα από τον χρόνο, ακόμα και από τους ανθρώπους. Και όπως οι «βέροι» Πειραιώτες σπάνια ανεβαίνουν Αθήνα χωρίς ιδιαίτερο λόγο, καθώς θρυλείται, έτσι και οι περισσότεροι Αθηναίοι λίγα γνωρίζουμε για τον Πειραιά πέρα από τον περίτεχνο τερματικό του ΗΣΑΠ, το λιμάνι, τον εμβληματικό 24ώροφο Πύργο, τον Ολυμπιακό και τα δύο φαληρικά στάδια (ΣΕΦ και Γ. Καραϊσκάκης). Στα highlights του Πόρτο Λεόνε, όπως λεγόταν τον Μεσαίωνα ο Πειραιάς, περιλαμβάνονται επίσης γειτονιές όπως η Καστέλλα, τα Μανιάτικα, το Πασαλιμάνι, όπου πρωτοπήγα μαθητής στο πλαίσιο ομαδικής κοπάνας, η μαρίνα της Ζέας, η Δραπετσώνα, που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης, και το Κερατσίνι, που μετά το 2013 ταυτίστηκε με τον Παύλο Φύσσα και τον αντιφασιστικό αγώνα.
Το κυρίως βιομηχανικό κομμάτι του Πειραιά, με τα περισσότερα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες που έσφυζαν κάποτε από ζωή να έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί χωρίς να γίνονται ακόμα σοβαρές προσπάθειες αξιοποίησης, εκτείνεται από τη Λεύκα μέχρι το κέντρο της πόλης.
Αυτό τον περισσότερο ή λιγότερο «άγνωστο» Πειραιά αναζητήσαμε με τον Νίκο Διαμαντή, γέννημα-θρέμμα Πειραιώτη, πανεπιστημιακό δάσκαλο, πρόεδρο της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων του υπουργείου Πολιτισμού και καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου, ενός ακόμα χαρακτηριστικού πειραιώτικου τοπόσημου. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (ΔΠΘ), ένα επιβλητικό νεοκλασικό που εγκαινιάστηκε το 1895, είναι το κορυφαίο σωζόμενο ελληνικό θεατρικό κτίριο του 19ου αιώνα και αποτελεί σημείο αναφοράς της πολιτιστικής ζωής της πόλης.
Σε σχέδιο του Πειραιώτη αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου, με ευδιάκριτα μπαρόκ στοιχεία, ανακαινίστηκε προ δεκαετίας και δεσπόζει μπροστά στην πλατεία Κοραή, όπου βρίσκονται επίσης το δημαρχείο, ο Μητροπολιτικός Ναός Κωνσταντίνου και Ελένης με τους χρυσόχρωμους τρούλους (κτίσμα του 1882) και η Ιωνίδειος Σχολή, από τα πρώτα πρότυπα διδακτήρια (1847). Προτού μάλιστα ανεγερθεί ο Πύργος –επί του χουντικού δημάρχου Σκυλίτση που στον εκσυγχρονιστικό του «οίστρο» κατεδάφισε πολλά ιστορικά κτίρια όπως το Ρολόι– ήταν απευθείας ορατό απ’ όποιον έμπαινε στο λιμάνι, «Ακρόπολη του Πειραιά» το λέγανε.
Δυο λιγότερο γνωστοί στο κοινό χώροι του ΔΠΘ είναι ο θόλος, η «φόδρα» της οροφής και το υποσκήνιο που λειτουργούν και ως εκθεσιακοί χώροι. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το γεγονός ότι κατά τις εργασίες θεμελίωσης του κτιρίου βρέθηκαν αρχαία ερείπια και τρεις ενεπίγραφοι λίθοι που «έδειχναν» ότι επρόκειτο για την Οικία των Διονυσιαστών, μια θρησκευτική αδελφότητα των κλασικών χρόνων, μάλιστα είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος θεωρούνταν και θεός-προστάτης του θεάτρου! Το ΔΠΘ φιλοξένησε και φιλοξενεί σπουδαίες παραστάσεις, αλλά επεκτείνει τις πολιτιστικές του δράσεις και σε άλλα σημεία του Πειραιά σε μια πιο ολιστική, πιο συμπεριληπτική καλλιτεχνική προσέγγιση στην οποία πιστεύει πολύ ο υψηλός «ξεναγός» μας που και όραμα έχει και θέληση να το υλοποιήσει: «Βλέπω το ΔΠΘ όχι μόνο ως θέατρο αλλά ως έναν πολιτιστικό κόμβο που να μπορεί αφενός να αναδεικνύει το παρελθόν και το παρόν του Πειραιά, αφετέρου να δημιουργεί το μέλλον».
Το βιομηχανικό κτίριο του σιλό με τον χαρακτηριστικό πύργο-ρολόι στην Ακτή Βασιλειάδη, το περίβλημα του οποίου κοσμεί από το 2014 ένα εντυπωσιακό γκράφιτι (έργο των Apset και Same84, στο πλαίσιο των πολιτιστικών δράσεων του ΟΛΠ), είναι η δεύτερη στάση μας. Εκεί δίπλα πρόκειται να ανεγερθεί το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, συνολικής έκτασης 13.761 τ.μ. Το σιλό αυτό φτιάχτηκε τη δεκαετία του ’30 για την αποθήκευση των σιτηρών και του καλαμποκιού. Μέσω ταινιόδρομων οι αναρροφητήρες μετέφεραν τα δημητριακά από τα φορτηγά-πλοία στις «κυψέλες» μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο σωληνώσεων – οι ταινιόδρομοι αυτοί, όπως και οι παρακείμενοι μεταλλικοί γερανοί και οι δεξαμενές πλοίων, θα διατηρηθούν εκεί και μετά την αποπεράτωση του έργου, το οποίο έχει ενταχθεί ήδη στο Ταμείο Ανάκαμψης και θα υλοποιήσει το αρχιτεκτονικό γραφείο του Γ. Τσολάκη.
«Φυσική προέκταση» του νέου μουσείου θα αποτελέσει το ελλιμενισμένο εκεί SS Hellas Liberty που το 2010 μετατράπηκε σε Πλωτό Ναυτικό Μουσείο. Πρόκειται για ένα από τα τρία εναπομείναντα πλοία τύπου Liberty στον κόσμο –τα άλλα δύο είναι στις ΗΠΑ–, ενός μοντέλου που ναυπηγήθηκε μαζικά στην Αμερική για τις ανάγκες του Β’ Παγκοσμίου. Με μήκος 126.80 μ., πλάτος 17,33 μ. και εκτόπισμα 14.257 τόνους, χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού καυσίμων στη Μάγχη μετά την απόβαση στη Νορμανδία και αργότερα πέρασε στη εφεδρεία, ώσπου παροπλίστηκε. Το 2009 οι ΗΠΑ το δώρισαν στην Ελλάδα ύστερα από πρωτοβουλία του εφοπλιστή Σπύρου Πολέμη. Ο καπεταν-Βασίλης Κωνσταντακόπουλος κάλυψε όλες σχεδόν τις απαραίτητες επισκευές και τροποποιήσεις και ο μουσειακός χαρακτήρας δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό του, καθώς φιλοξενεί εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, εικαστικές δημιουργίες και επιμορφωτικά σεμινάρια. Μόνιμος «ένοικός» του ο φύλακας και ξεναγός Τάσος Χριστόπουλος, συνταξιούχος ναυτικός.
Συνεχίζουμε για την Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, η οποία προμηθεύει με αλιεύματα όλη την Αττική και όχι μόνο. Κατασκευάστηκε το 1965 και λειτουργεί καθημερινά με πυρετώδεις ρυθμούς από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, με κάπου 1.400 επαγγελματίες να συναλλάσσονται εντός της, ενώ πάνω από 700 οχήματα περιμένουν να φορτώσουν φρέσκα ψάρια για διάφορους προορισμούς. Μάλιστα, οι ψαράδες προμηθεύουν δωρεάν 300 τόνους αλιεύματα τον χρόνο κοινωνικά παντοπωλεία, συσσίτια εκκλησιών, γηροκομεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, όπως μας πληροφορεί ο διευθυντής Βασίλης Κατσιώτης που, εκτός από τη θάλασσα, έχει μεράκι και με τον πολιτισμό.
Η Ιχθυόσκαλα τα τελευταία χρόνια διατίθεται για εκθέσεις τέχνης, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και άλλα δρώμενα, θα είναι μάλιστα, μαζί με το Νοσοκομείο Σωτηρία και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, οι τρεις χώροι όπου τον Ιούλιο θα παιχτεί σε συμπαραγωγή ΔΠΘ και Φεστιβάλ Αθηνών η παράσταση Τι οφείλουμε στη δημοκρατία, μια «παρέμβαση επείγουσας δραματουργίας», όπως την ονομάζει ο Νίκος Διαμαντής, η οποία θα περιλαμβάνει θέατρο, εικαστικά, περφόρμανς και χορό με βάση τα κείμενα επτά συγγραφέων: της Σοφίας Νικολαΐδου, της Γλυκερίας Μπασδέκη, του Ηλία Μαγκλίνη, της Βίβιαν Στεργίου, του Μιχάλη Μακρόπουλου, του Χρήστου Χρυσόπουλου και του Νικήτα Σινιόσογλου.
Άλλο ένα σχετικά άγνωστο αξιοθέατο του Πειραιά είναι το Μουσείο Λούλη στο Πέραμα. Στεγάζεται στους μύλους της ομώνυμης αλευροβιομηχανίας και εστιάζει στον ρόλο που έπαιξαν η γεωργία και το σιτάρι στην ανάπτυξη του πολιτισμού, στη σημασία της καλής διατροφής και των φιλικών στο περιβάλλον καλλιεργειών. Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκεις επισιτιστικά δελτία της Κατοχής, διαθέτει επίσης, διαβάζω, μια μοναδική συλλογή σφραγίδων πρόσφορου.
Συνεχίζουμε προς Κοκκινιά, όπου κοντά στην πλατεία Αγρινίου βρίσκεται ο παλαιότερος ναός της Αγίας Σωτήρας με αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου, είναι όμως κλειστός για το κοινό, άγνωστο γιατί. Αρχιτεκτονικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον έχει και το συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών της Κοκκινιάς, παρόμοιο με αυτό της λεωφόρου Αλεξάνδρας δίπλα στον Άρειο Πάγο, όμως η «αποκάλυψη» είναι ένα οικοδομικό τετράγωνο που λες και ξέχασαν η Ιστορία και η εξέλιξη, με χτίσματα προπολεμικά, αραβικές επιγραφές στις προσόψεις κάποιων ισογείων, που προφανώς ήταν καταστήματα, και συμπαθείς Ρομά ενοίκους – θυμίζει λαϊκή γειτονιά του Καΐρου ή της Βομβάης και είναι άγνωστο πόσο ακόμα θα διατηρείται έτσι, καθώς τα κτίρια φαίνονται ετοιμόρροπα και η αποκατάστασή τους κρίνεται πολύ δύσκολη, τεχνικά και οικονομικά.
Ένα άλλο «κρυμμένο μυστικό» είναι το Τουρκικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο της Παλιάς Κοκκινιάς στην οδό Δομοκού που παρότι άψογα φροντισμένο, όπως διαπιστώνει κανείς κοιτάζοντας έξω από τον φράχτη του κατάφυτου κήπου, δεν είναι επισκέψιμο – είχε βανδαλιστεί κιόλας το 2011 από ακροδεξιούς. Στον χώρο αυτό, που αρχικά φαίνεται ότι προοριζόταν για μουσουλμάνους του Λεκανοπεδίου που πέθαναν στη μεγάλη επιδημία χολέρας του 1854 και που παραχωρήθηκε στο οθωμανικό δημόσιο το 1890, τάφηκαν αργότερα, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή στην είσοδο, Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο και στον Πόλεμο της Τουρκικής Ανεξαρτησίας.
Το κυρίως βιομηχανικό κομμάτι του Πειραιά, με τα περισσότερα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες που έσφυζαν κάποτε από ζωή να έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί χωρίς να γίνονται ακόμα σοβαρές προσπάθειες αξιοποίησης, εκτείνεται από τη Λεύκα μέχρι το κέντρο της πόλης.
Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική στο κομμάτι από τον Άγιο Διονύσιο και τη συνοικία Παπαστράτος (τέρμα Ακτής Κονδύλη) μέχρι κάτω στο λιμάνι, το οποίο αλλάζει χαρακτήρα με γοργούς ρυθμούς, γεμίζοντας ξενοδοχεία, καφέ, μπαρ, εστιατόρια και γκαλερί, βλέπεις επίσης αρκετά νεόδμητα ή ανακαινισμένα κτίρια. Από ένα πειραιώτικο «οδοιπορικό» δεν θα μπορούσε να λείπει η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος που λίγοι επισκέπτονται πέρα από ναυτικούς και εργαζόμενους στην περιοχή.
Τα σημάδια ανάκαμψης εδώ είναι έκδηλα ύστερα από μια μακρά περίοδο παρακμής και αναδουλειάς χάρη σε μια σειρά επενδύσεις, όπως η νέα πλωτή δεξαμενή «Πειραιάς ΙΙΙ», χωρητικότητας 80.000 τόνων, η οποία έχει εξυπηρετήσει μέχρι σήμερα περισσότερα από 150 πλοία, μπορεί επίσης πλέον να επισκευάζει μεγάλα ακτοπλοϊκά και πλοία τύπου Panamax – μένει να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες για ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας, καθώς τα εργατικά ατυχήματα δεν ήταν σπάνια. Δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι να φιλοξενηθούν εκεί πολιτιστικές εκδηλώσεις και δρώμενα, αυτό όμως είχε ξεκινήσει ήδη πριν από την πανδημία στο παρακείμενο ιστορικό καρνάγιο του Ψαρρού με τη συνεργασία του ΔΠΘ και σχεδιάζεται να συνεχιστεί «στο πλαίσιο των προσπαθειών ανάδειξης της ιστορικής μνήμης του ευρύτερου Πειραιά που μοιάζει σαν ένα ζωντανό δέρμα που αναπνέει», λέει επιγραμματικά ο Νίκος Διαμαντής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.