Στο σουπερμάρκετ, Σάββατο μεσημέρι. Δίπλα μου είναι μία νεαρή συμπαθητική γυναίκα με το μωρό της στο καροτσάκι. Πιάνει και αφήνει κονσέρβες, κοιτάζει δεξιά αριστερά και με μια αστραπιαία κίνηση χώνει μία ριο μάρε κάτω απ’ το σεντόνι του μωρού. Με κοιτάζει στα μάτια και χώνει κι άλλη μία. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, έτσι απομακρύνομαι με τρόμο -σκέφτομαι ότι κάποιος θα την δει από τις κάμερες και θα την ξεφτιλίσει, αισθάνομαι αμήχανα και εύχομαι να τη γλιτώσει και να μην την γραπώσουν στην έξοδο. Θυμάμαι το περιστατικό που μου διηγήθηκε ένας γνωστός μου πρόσφατα: Στην ουρά στο σουπερμάρκετ πέτυχε μία πρώην συνάδελφό του με το παιδί της, μέτραγε τα ψιλά κέρμα-κέρμα για να αγοράσει γάλα και δεν της έφταναν. Αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή και για να δικαιολογηθεί είπε πως είχε ξεχάσει το πορτοφόλι. Ο γνωστός μου της πλήρωσε το γάλα και της έδωσε και 20 ευρώ για να πάρει ό,τι είχε ανάγκη και αυτή λύγισε και άρχισε να κλαίει. Έξι μήνες είναι άνεργοι και αυτή και ο άντρας της, πού να φτάσει το επίδομα ανεργίας με δυο παιδιά, για ενοίκιο, λογαριασμούς, φαγητό. Έτσι και δεν έχεις γονείς να σε βοηθήσουν είσαι χαμένος. Η γυναίκα με το καροτσάκι συνέχισε να περιφέρεται στο σουπερμάρκετ χωρίς κανένα άγχος, την ώρα που έφευγα πλησίαζε στο ταμείο.
Βγαίνοντας από το σουπερμάρκετ ένας σκουρόχρωμος πιτσιρικάς με ρώτησε λαχανιασμένος αν ξέρω πού είναι ο φούρνος Μπενέθ στην Αλεξάνδρας. Φούρνος Μπενέθ; Πρώτη φορά τον άκουγα, υπέθεσα ότι κάποιος νέος αφρικάνικος φούρνος έχει ανοίξει, ήθελα πολύ να δω τι πουλάει ένας αφρικάνικος φούρνος στην Αθήνα. Δεν είχα ξαναδεί. Επειδή δεν έπιανα καλά το όνομα, του ζήτησα να το μου το γράψει για να το κάνω google –ποτέ δεν ξέρεις- έτσι το έγραψε: ΒΕΝΕΤΗ. [!]
Ο μπαμπάς [με εμφάνιση βαρύμαγκα, γραβάτα: γιλέκο, χωρίστρα στα δεξιά, μουστάκι, ρολόι με αλυσίδα χωμένο στην τσέπη] διαβάζει εφημερίδα την ώρα που η μαμά μαγειρεύει φασολάδα, η μικρή Βάσω ράβει και η Άννα «σαν καλή νοικοκυρούλα» στρώνει το τραπέζι. Εικόνες-πρότυπα της Ελλάδας μετά τον πόλεμο: γυναίκες με τσεμπέρια που περιμένουν στη βρύση να πάρουν νερό [και προφανώς χέζουν στην εξοχή], ένας παπάς σε υπνηλία από την πολλή προσευχή [και χορτασμένος από το χειροφίλημα] κάθεται σε μια καρέκλα έξω απ’ την εκκλησία περιμένοντας τα φρόνιμα παιδιά για να τους μιλήσει για το κρυφό σχολειό –τα οποία μια δασκάλα με βίτσα στο χέρι τα έχει στην υποταγή και τα βάζει σε δυάδες στην τάξη. Με τάξη. Κι ένας πλανόδιος μανάβης με το γαϊδούρι φορτωμένο και την ζυγαριά [καντάρι] στην πλάτη ακολουθεί ένα κάρο. Η γιαγιά γνέθει.
Πέρα από νοσταλγίες για μια Ελλάδα που έχει χαθεί [και καλά έχει κάνει και μη σώσει να ξανάρθει], συναισθηματισμούς και τέτοια ρομαντικά, το αλφαβητάριο Τα Καλά Παιδιά είναι ένα βιβλίο του 1949 (με θαυμάσια εικονογράφηση) που σήμερα μοιάζει ν’ απευθύνεται σε βλαμμένα. Η γλώσσα του είναι αυτή που μιλάει ο Μητσοτάκης όταν κάνει επίσημες δηλώσεις [«να φάγης ό,τι έχομε, μίλησε η μητέρα της» (ουγκ!)], ασυναρτησίες του τύπου «γάλα γάλα α! τι γάλα η Λιλή! Λίγο η γάτα, το άλλο η Νίνα έλεγε η Έλλη» και λέξεις που κανένα σημερινό παιδί δεν θα καταλάβαινε [ινί, δρεπάνι, χειρόβολα, λιχνίζω]. Για να μην μιλήσω για πολιτική ορθότητα και σεξισμό, εθνικιστική προπαγάνδα και τέτοια μοντέρνα που τότε δεν τα ήξεραν οι άνθρωποι για να προσέχουν τα πρότυπα, μάλλον μια χαρά ήταν για μια Ελλάδα που μόλις είχε συνέλθει κάπως από τον πόλεμο. Σήμερα όμως δεν είναι [και δεν τα πάω καθόλου καλά με την ορθότητα, γενικά]. Απορώ γιατί ένας γονέας του 2013 να δείξει αυτό το αλφαβητάριο στο παιδί του. Καλύτερα να το βάλει στη βιβλιοθήκη του για να θυμάται ο ίδιος τι σκατά έχει φάει στο σχολείο μέχρι να το τελειώσει. Τι σου κάνει η καταραμένη η διαφήμιση. Ακόμα και η ξαδέρφη μου που ζει μόνιμα στην Αγγλία (και της το είπε η θεια μου) μού ζήτησε να τρέξω να το προλάβω να μην εξαντληθεί και μετά πώς θα μάθει ελληνικά ο γιος της [ο οποίος μιλάει όλη μέρα ελληνικά στο Skype με τη θεία, την ξαδέρφη του και τη γιαγιά του και τα μιλάει θαυμάσια. Και χωρίς αλφαβητάριο].
σχόλια