Σε ένα από τα ημερολόγιά του, ο Γιώργος Σεφέρης (Οκτώβριος 1945) καταγράφει με ιδιαίτερη οξύτητα το χάλι των νεοελλήνων της εποχής του, χωρίς να φείδεται κατηγοριών και εξοστρακισμών. Ό,τι τον ταλάνιζε ήταν, βέβαια, ο χωρισμός της Ελλάδας σε λαϊκό μέτωπο και σε εθνικιστική Δεξιά, αλλά πέραν τούτου διέκρινε μια ελίτ καταρρακωμένη, εκδικητική, με λερωμένο μητρώο και φιλοδοξίες που δεν είχαν καμιά σχέση με τις συνθήκες του τόπου.
«Αποκαρδιωμένος όπως πάντα ύστερα από κάτι τέτοια, μολονότι τα είδα τόσες και τόσες φορές, όπου η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί; Γιατί είμαι δεμένος με αυτό τον τόπο και μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση, μου φαίνεται σαν ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα αυτά. Γιατί είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν».
Όπως γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης στην εφημερίδα «Ρήξη», ο Σεφέρης εύστοχα περιγράφει μια άθλια, ημιμαθή, ηγετική ελίτ, που διακρίνεται από την άλλη, τη ζωντανή και εν πολλοίς άγνωστη Ελλάδα. Μάλιστα, η σημερινή κατάσταση είναι πολύ πιο θλιβερή παρά τις πολλές αναλογίες και ομοιότητες με ό,τι συνέβαινε την εποχή που έγραφε ο Ποιητής. Κατά μία έννοια, εκείνη η εποχή ήταν πολύ πιο περίπλοκη και σοβαρή, παρά τις σημερινές αναλογίες και τις ομοιότητες. Δωσίλογοι, γερμανοτσολιάδες και μαυραγορίτες βρήκαν τη συνέχεια στα τρωκτικά που «ροκάνισαν» τις πιστώσεις του σχεδίου Μάρσαλ. Μάλιστα, η έκθεση που θα καταγραφεί μετά τον πόλεμο παρουσιάζει μιαν Ελλάδα χωρίς συγκροτημένο κράτος, με πολιτικούς που απεργάζονται διαρκώς παγίδες και πολιτικές αναστατώσεις, με διαδόχους υιούς, ανιψιούς, εγγονούς, συγγενείς και φίλους, με ένα αίτημα: μην τους ξεφύγει η βουλευτική έδρα.
Γενικά η Δεξιά, αφότου έγινε ο ελληνικός εμφύλιος με την κατάληξη που ξέρουμε, φυσικό ήταν να απλώσει τα πλοκάμια της με σκοπό να κατέχει όλη τη χώρα. Η κατάσταση, μέχρι την εποχή του ΠΑΣΟΚ, έδινε μια λαϊκή απάντηση στη Δεξιά, ενώ ταυτόχρονα δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πρωταθλητής αυτού του ξεπεσμού μπορούμε να πούμε ότι είναι ο παρ' ολίγον πρωθυπουργός Άκης Τσοχατζόπουλος, ωστόσο οι Άκηδες ολονέν και αυξάνονται διότι τα πόστα –και τι πόστα;– δεν γίνεται να παραμένουν ακέφαλα και ορφανά. Τα λεφτά περισσεύουν και αναμένουν τους τυχερούς-άτυχους.
σχόλια