Butch είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για τις λεσβίες γυναίκες που έχουν ανδρικά χαρακτηριστικά ή που επιλέγουν να έχουν ανδρική εμφάνιση. Σε αντιδιαστολή με τις butch είναι οι femme λεσβίες που βγάζουν προς τα έξω πιο έντονο το θηλυκό στοιχείο.
O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher, δηλαδή χασάπης και χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, το χαμίνι, τον ζόρικο τυπά. Σήμερα πάντως είναι ένας όρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάθε queer άτομο με αρρενωπή εμφάνιση.