Συχνά περιγράφουμε πραγματικούς ανθρώπους ως μυθιστορηματικές φιγούρες αλλά ελάχιστοι έζησαν στ' αλήθεια ζωές που ξεπερνούν τις νόρμες της εποχής τους και πραγματοποίησαν σχεδόν ανήκουστα πράγματα. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Άννεμαρι Σβάρτζενμπαχ, Ελβετίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και φωτογράφος που παρέβη σχεδόν όλους τους κανόνες που επέβαλλε το φύλο, η τάξη και η εποχή της, ήρθε σε ιδεολογική ρήξη με την οικογένεια της και πραγματοποίησε ταξίδια που ακόμα και οι άνδρες δεν τολμούσαν να κάνουν τότε.
Τώρα, 75 χρόνια μετά τον θάνατό της τα φωτογραφικά ντοκουμέντα από τα ταξίδια αυτά διατίθενται ελεύθερα στο διαδίκτυο για όσους θέλουν να απολαύσουν τα τοπία, τα μνημεία και να αποκτήσουν μια εικόνα για την καθημερινή ζωή στα 1930 και 1940 σε εξωτικά μέρη όπως Αφγανιστάν, Περσία, Ιράκ, Ινδία, Σαό Τομέ και Πρίνσιπε, Βελγικό Κονγκό, ευρωπαϊκές χώρες όπως Βουλγαρία, Εσθονία, Γαλλία, Ισπανία, Σουηδία και Φινλανδία και να δούνε μέσα από τα μάτια της την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία.
Ο φακός της επέλεγε να απαθανατίζει όχι τους σπουδαίους και ισχυρούς αλλά του ανθρώπους του μόχθου και του περιθωρίου, σκηνές καθημερινής ζωής, τοπία, ζώα και σπουδαία μνημεία του μακρινού και ένδοξου παρελθόντος της ανθρωπότητας.
Κόρη μεγαλοβιομηχάνου υφαντουργίας και απογόνου γερμανικής αριστοκρατικής οικογενείας, η Άννεμαρι ανήκε εκ γενετής στην ελίτ της Ελβετίας και απολάμβανε όλα τα προνόμια της πλούσιας ανατροφής που αυτό συνεπαγόταν. Επηρεασμένη από τον παππού της που ήταν επικεφαλής του Ελβετικού Στρατού, αρχικά ήθελε όταν μεγαλώσει να γίνει στρατηγός. Μετά ήθελε να γίνει πιανίστρια και αργότερα χορεύτρια.
Ψηλή, αδύνατη και αθλητική, η Άννεμαρι είχε μια εντυπωσιακή και ανδρόγυνη ομορφιά και από πολύ μικρή ντυνόταν σαν αγόρι, κάτι που ποτέ οι γονείς της δεν απέτρεψαν. Μεγαλώνοντας συνέχισε να ντύνεται έτσι, δημιουργώντας μια ασαφή ταυτότητα που θα την ακολουθούσε σε όλη την ζωή της. Σπούδασε Ιστορία στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και πήρε το διδακτορικό της μόλις στην ηλικία των 23 ετών. Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο που αποτέλεσε εκδοτική επιτυχία.
Αποφασίζοντας πως η gender fluid περσόνα της θα ήταν πιο αποδεκτή και η ζωή πιο έντονη στο Βερολίνο σε σχέση με την εγκρατή Ζυρίχη, εγκαταλείπει την Ελβετία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και εγκαθίσταται στη Γερμανία για κάποια χρόνια. Εκεί δοκιμάζει για πρώτη φορά μορφίνη, μια συνήθεια που πρόκειται να ορίσει σε μεγάλο βαθμό την ζωή της, χωρίζοντας την σε περιόδους νηφαλιότητας και αυτοκαταστροφής.
Το άλλο στοιχείο που καθόριζε την Σβάρτζενμπαχ ήταν οι ερωτικές της σχέσεις, κυρίως με γυναίκες. Στο Βερολίνο γνωρίζει και αναπτύσσει στενές σχέσεις με τα παιδιά του συγγραφέα Τόμας Μαν, την Έρικα και τον Κλάους Μαν. Ο έρωτας της με την Έρικα δεν διαρκεί πολύ γιατί εκείνη την αφήνει για κάποια άλλη, αλλά η Άννεμαρι παραμένει καλή φίλη με τα δύο αδέλφια ενώ συμμερίζεται και την απέχθεια τους για την ναζιστική ιδεολογία και το κόμμα του Χίτλερ που σταθερά ενισχύεται και αναδύεται ως καθοριστική πολιτική δύναμη στην Γερμανία.
Η αντιναζιστική της τοποθέτηση την φέρνει αντιμέτωπη με την οικογένεια της που τόσο για λόγους καταγωγής αλλά και οικονομικών συμφερόντων συντάσσεται με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Οι εντάσεις με τους γονείς της, οι οποίοι απαιτούν να απομακρυνθεί η κόρη τους από τους δηλωμένους αντιναζί Μαν, κορυφώνονται. Αψηφώντας τις επιθυμίες τους εκείνη πράττει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που της ζητάνε: χρηματοδοτεί τον Κλάους Μαν για να εκδώσει το αντιναζιστικό λογοτεχνικό περιοδικό Die Sammlung. Όταν η πίεση της οικογένειας της γίνεται αφόρητη κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της, γεγονός που προκαλεί μείζον σκάνδαλο στην συντηρητική καλή κοινωνία της Ελβετίας και προκαλεί τεράστια ρήξη με τους γονείς της, ιδίως με την μητέρα της.
Η σχέση της Άννεμαρι με τη μητέρα της υπήρξε πάντα ανταγωνιστική παρά τα πλείστα κοινά στοιχεία που είχαν οι δύο γυναίκες. Ήταν και οι δύο δυναμικές, αθλητικές και είχαν σχέσεις με άλλες γυναίκες. Ο πατέρας της έκανε τα στραβά μάτια στις μακρόχρονες σχέσεις της γυναίκας του. Δυστυχώς οι σχέσεις της κόρης δεν διαρκούσαν ποτέ πάνω από χρόνο. Οι απαιτήσεις, ο έντονος βίος και οι καταχρήσεις δεν επέτρεπαν στους άλλους να μείνουν κοντά της πολύ, μόνο ο επιστήθιος φίλος της Κλάους ακολουθούσε τους ρυθμούς της Άννεμαρι, και μαζί με εκείνον ξεκίνησε τα μακρινά ταξίδια σε προορισμούς άγνωστους στους περισσότερους Ευρωπαίους.
Μαζί με τους Μαν οργάνωσαν το πρώτο ταξίδι τους με αυτοκίνητο στην Περσία το 1932, και ακολούθησαν ταξίδια στην Ιταλία, την Γαλλία και την Σκανδιναβία. Το 1933 ταξίδεψε επίσης με την φωτογράφο και μαθήτρια του Μαν Ρέι, Μαριάνε Μπρεσλάουερ στην Ισπανία. Η Σβάρτζενμπαχ έγινε μούσα της Μπρεσλάουερ, η οποία περιγράφει την μορφή της με θαυμασμό: "Δεν ήταν ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα αλλά ένας άγγελος, αρχάγγελος." Επιστρέφοντας από την Ισπανία συνόδευσε τον Κλάους Μαν στο συνέδριο της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων στην Μόσχα. Μετά από αυτό το ταξίδι του πρότεινε να παντρευτούν παρότι εκείνη ήταν λεσβία κι εκείνος bisexual, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε έναν τέτοιο γάμο.
Επιστρέφοντας στην Περσία το 1935 παντρεύεται έναν ομοφυλόφιλο Γάλλο διπλωμάτη τον Κλωντ Κλαράκ, γεγονός που διευκόλυνε την ζωή και των δύο. Εκείνος αποκτά ένα κοινωνικό "άλλοθι" ενώ η Άννεμαρι αποκτά διπλωματικό διαβατήριο, έναν πολύτιμο σύμμαχο για να συνεχίσει τα ταξίδια της σε απρόσιτες περιοχές με μεγαλύτερη ασφάλεια. Αφού περνάνε μαζί με τον Κλωντ κάποιους μήνες στην Τεχεράνη, καταφεύγουν σε ένα απομακρυσμένο σπίτι στην εξοχή για γλιτώσουν από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Εκεί, απομονωμένη και μακριά από την έντονη ζωή στην οποία έχει συνηθίσει, η Σβάρτζενμπαχ στρέφεται ξανά στην μορφίνη και πλέον εθίζεται σ' αυτήν για τα καλά. Μην αντέχοντας την ζωή της διπλωματικής συζύγου παίρνει το αυτοκίνητο της και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελβετία μέσω Ρωσίας και Βαλκανίων. Φυσικά τεκμηριώνει φωτογραφικά και σε αυτό το ταξίδι της την ζωή στην ύπαιθρο, τα κτήρια και τα ενδιαφέροντα μνημεία που συναντά, ενώ καταγράφει τα πάντα κατά την συνήθεια της στο ημερολόγιο της.
Επί έναν περίπου χρόνο ζει σε ένα σπίτι που νοικιάζει στο γραφικό χωριουδάκι Σιλς και γράφει ένα βιβλίο για τον Ελβετό ορειβάτη Λόρεντζ Σαλαντίν. Το 1937 και 1938 ταξιδεύει στην Ευρώπη, αφιερώνοντας πολύ χρόνο στην Αυστρία, την Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία και καταγράφει με τον φακό και την πένα της την άνοδο του Ναζισμού. Μετά από αυτό το ταξίδι ακολουθεί την Αμερικανίδα φωτογράφο φίλη της Μπάρμπαρα Χαμιλτον-Ράιτ στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες επισκέπτεται για πρώτη φορά.
Περιηγείται οδικώς την αχανή αυτή χώρα ακολουθώντας αρχικά τους αυτοκινητοδρόμους που εκτείνονται στην ανατολική ακτή και στη συνέχεια πηγαίνει στον Νότο και τις βιομηχανικές πόλεις, όπως το Πίτσμπουργκ, απαθανατίζοντας την ζωή των φτωχών εργατών, των μαύρων και των περιθωριακών πολιτών της Γης της Ελευθερίας. Οι δραστηριότητες της εκεί προκαλούν για μία ακόμα φορά την μήνη της οικογένειας της καθώς συγκινημένη από τις δυσκολίες που βλέπει να αντιμετωπίζουν οι βιομηχανικοί εργάτες προσφέρεται να στηρίξει τις προσπάθειες τους να συνδικαλιστούν και οι Σβάρτζενμπαχ είναι ιδιοκτήτες πολλών εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας στις ΗΠΑ.
Το 1939 ξεκινάει άλλο ένα επικών διαστάσεων οδικό ταξίδι μαζί με την εθνολόγο Έλλα Μαγιάρ προς το Αφγανιστάν. Η Έλλά κρυφά έλπιζε ότι η περιπέτεια αυτή θα δώσει στην Άννεμαρι τις συγκινήσεις που αποζητούσε και θα την βοηθούσε να απεξαρτηθεί από την μορφίνη, αλλά μάταια. Οι δύο γυναίκες ξεκίνησαν από την Γενεύη με ένα μικρό Φορντ και κατέληξαν στον προορισμό τους αφού πρώτα πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και την Τεχεράνη. Η άφιξη τους στην Καμπούλ συνέπεσε με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και παρά τις ενστάσεις της Έλλα για την κακή της υγεία η Άννεμαρι επέμεινε να συνεχίσει το ταξίδι μόνη της στο Τουρκμενιστάν και οι δρόμοι τους χώρισαν εκεί.
Επόμενος προορισμός της αεικίνητης Ελβετίδας ήταν πάλι οι ΗΠΑ όπου συναντά ξανά τους Μαν, συνάπτει ερωτική σχέση με την σύζυγο του Γερμανού αυτοκινητοβιομηχάνου Βαρώνη φον Όπελ και ξετρέλανε την ανερχόμενη συγγραφέα Κάρσον ΜακΚάλλερς. Τρέφοντας ακόμα συναισθήματα για την Έρρικα Μαν αποπειράται ξανά να αυτοκτονήσει, βυθίζεται ακόμα περισσότερο στα ναρκωτικά και εντέλει επιστρέφει στην Ελβετία μόνο και μόνο για να οργανώσει το επόμενο ταξίδι της. Φεύγει πρώτα για το Βελγικό Κονγκό ως ανταποκρίτρια, μετά επισκέπτεται την Λισαβόνα και στη συνέχεια σμίγει με τον σύζυγο της Κλωντ στο Μαρόκο πριν επιστρέψει για τελευταία φορά στο σπίτι της στο Σιλς της Ελβετίας.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 πηγαίνει μια βόλτα με ποδήλατο. Πιστή στην ριψοκίνδυνη φύση της σηκώνει τα χέρια της από το τιμόνι για να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει έτσι εξίσου καλά και στις επικίνδυνες στροφές της κατάβασης από το βουνό. Το αποτέλεσμα είναι να πέσει, να χτυπήσει το κεφάλι της και να μείνει σε κώμα για τρεις ημέρες. Όταν συνήλθε είχε αμνησία και μετά από δύο περίπου μήνες πέθανε. Η μητέρα της, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά την δυναστική της ιδιοσυγκρασία επιτυγχάνει επιτέλους να ασκήσει απόλυτο έλεγχο στην αδύναμη κόρη της: δεν επιτρέπει σε κανέναν φίλο της να την επισκεφθεί όσο είναι τραυματισμένη, ούτε ακόμα στον σύζυγο της, ενώ όταν η Άννεμαρι πεθαίνει φροντίζει να κάψει όλα τα ημερολόγια και τις επιστολές της. Ευτυχώς τα υπόλοιπα γραπτά και οι φωτογραφίες της διασώθηκαν από φίλους που είχαν πρόσβαση σε αυτά και πλέον φυλάσσονται στα Ελβετικά Λογοτεχνικά Αρχεία.
Μέσα σε μόλις 34 χρόνια ζωής αυτή η παραγνωρισμένη συγγραφέας, φωτογράφος και περιηγήτρια κατόρθωσε να χωρέσει εμπειρίες και εικόνες που ελάχιστοι σύγχρονοι της γνώρισαν. Ο φακός της επέλεγε να απαθανατίζει όχι τους σπουδαίους και ισχυρούς αλλά του ανθρώπους του μόχθου και του περιθωρίου, σκηνές καθημερινής ζωής, τοπία, ζώα και σπουδαία μνημεία του μακρινού και ένδοξου παρελθόντος της ανθρωπότητας. Έζησε στα άκρα προσπαθώντας να ξεφύγει από την σκιά μιας δεσποτικής μητέρας που θέλησε στο τέλος να σβήσει την ύπαρξη και το πνεύμα της κόρης της καίγοντας τις προσωπικές εξομολογήσεις που μαρτυρούσαν τον αληθινό εαυτό της.
TO TΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΓΙ ΑΥΤΗΝ Η SUZAN VEGA
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.11.2017
σχόλια