Από την εξαιρετική σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΤ1 Μικροπόλεις.
Η τοιχογραφία (απόσπασμα) του Μάριου Χάκκα
Καισαριανή των κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, του γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες με τις νταγιάκες. Καισαριανή των κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ’ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου. Τι να πει και τι να μολογήσει κάποιος που θα ‘ζησε στο Μεσολόγγι; Βαραίνει πάνω του το παρελθόν κι ο μύθος. Γι’ αυτόν όλα είναι τελειωμένα όταν τα πλησίαζε, ακόμα κι η φθορά του χώρου συντελέστηκε πριν απ’ αυτόν.
Καισαριανή, σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα να δω και ν’ αγγίξω μερικούς που έφυγαν έγκαιρα, πριν προλάβουν να ενταχθούν στο οποιοδήποτε νόημα της τοιχογραφίας, είτε ξυλοκοπικής, είτε καταναλωτικής. Για το Λευτέρη, τον αδερφό της κυρα-Βδοκιάς —«Ασλάν Λευτέρη, καπλάν Λευτέρη»— και που αργότερα εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Για τον Πουτσούρη που έπαιξα μαζί του με ξύλινα σπαθιά και χάρτινα καπέλα, έπειτα κρατούσε στα χέρια του μιαν αραβίδα, δεκαπέντε χρονών παιδί όταν τον βρήκε στο μέτωπο μια σφαίρα κοντά στον Ποσειδώνα. Ευχαριστώ που ευδόκησα να δω το μπλε σακάκι του Απόλλωνα, το πιο μπλε της ζωής μου, από ανόθευτο ουρανό και Θάλασσα. Και τον Άρη που σκοτώθηκε γωνία Δαμάρεως και Φορμίονος και που στη θέση εκείνη είδα τα πτώματα μερικών δοσίλογων, που κρύβανε την ταυτότητά τους στην κάλτσα. Δίκαιη και γρήγορη πληρωμή, μια κάθαρση αυτόματη του χώρου.
Ποιόν να σου πρωτοθυμηθώ, Καισαριανή; Τον Ιγνάτιο που πήγε θράσος; Ήταν ο χαζός της συνοικίας κι είχε παρασυρθεί από το γενικό κλίμα. Έβαζε στην κωλότσεπή του ένα τσόκαρο τάχα περίστροφο και γύριζε τις γειτονιές όλο προφύλαξη. Κάπου τον πέτυχαν σ’ αυτήν την ύποπτη στάση, του ρίξανε, πάει κι αυτός.
Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της Ιστορίας.
Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν’ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο που θέλει ν’ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ’ αυτά τα ανθρωπάκια, το πνεύμα της ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα η Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από την συνοικία του Σέντ-Αντουάν του Παρισιού πάρα μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλές του στέπες αρδεύτηκαν, η Καντώνα οικοδομείται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο άξια απ’ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια άγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα που απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών... ων ουκ έστι τέλος». Τέλος της εποχής κι οι εκπτώσεις επόμενες.
Καισαριανή, Ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι που δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.
Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Πού τα κάλλη σου και πού τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα;
Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπο σου, σα γέρικο σκυλί που γλείφει τις πληγές του στην επούλωση.
Τώρα τσαλαπατημένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη, στην τελευταία φάση της τοιχογραφίας, περίθαλψη και λησμονιά των άγριων περιστατικών του ταξιδιού σου.