Ιδού το παράδοξο της λυπητερής μουσικής: Γενικά δεν μας αρέσει να είμαστε λυπημένοι στην πραγματική ζωή, μας αρέσει όμως η τέχνη που μας κάνει να νιώθουμε έτσι.
Αμέτρητοι στοχαστές από την εποχή του Αριστοτέλη έχουν προσπαθήσει να το εξηγήσουν. Ίσως βιώνουμε μια κάθαρση των αρνητικών συναισθημάτων μέσω της μουσικής. Ίσως είμαστε κοινωνικά προγραμματισμένοι να εκτιμούμε ιδιαίτερα τον πόνο μας. Ίσως το σώμα μας παράγει ορμόνες ως απόκριση στη λυπητερή μουσική, δημιουργώντας ένα αίσθημα παρηγοριάς.
Οι σχετικές έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι η συναισθηματική μας ανταπόκριση στη μουσική είναι πολυδιάστατη – δεν είμαστε απλώς χαρούμενοι όταν ακούμε ένα «ανεβαστικό» τραγούδι, ούτε απλώς λυπημένοι όταν ακούμε ένα λυπητερό.
Το 2016, μια έρευνα σε 363 ακροατές διαπίστωσε ότι οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε θλιμμένα τραγούδια χωρίζονται περίπου σε τρεις κατηγορίες: θλίψη, που περιλαμβάνει ισχυρά αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, τρόμο και απελπισία / μελαγχολία, μια απαλή θλίψη, λαχτάρα ή αυτολύπηση / και γλυκιά θλίψη, ένα ευχάριστο αίσθημα παρηγοριάς ή εκτίμησης. Πολλοί ερωτηθέντες περιέγραψαν ένα μείγμα των τριών.
Κάποιοι ψυχολόγοι έχουν εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους ορισμένα στοιχεία της μουσικής –η κλίμακα, το τέμπο, ο ρυθμός, το ηχόχρωμα– σχετίζονται με τα συναισθήματα που βιώνουν οι ακροατές. Οι μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ορισμένες μορφές τραγουδιών εξυπηρετούν οικουμενικές σχεδόν λειτουργίες: Για παράδειγμα, σε όλες τις χώρες και τις κουλτούρες, τα νανουρίσματα τείνουν να μοιράζονται παρόμοια ακουστικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν τόσο στα βρέφη όσο και στους ενήλικες μια αίσθηση ασφάλειας.
Κάποιοι ψυχολόγοι έχουν εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους ορισμένα στοιχεία της μουσικής –η κλίμακα, το τέμπο, ο ρυθμός, το ηχόχρωμα– σχετίζονται με τα συναισθήματα που βιώνουν οι ακροατές.
«Σε όλη μας τη ζωή μαθαίνουμε να χαρτογραφούμε τις σχέσεις ανάμεσα στα συναισθήματά μας και τον τρόπο που εκφραζόμαστε», λέει ο Tuomas Eerola, μουσικολόγος στο Πανεπιστήμιο Durham της Αγγλίας. «Αναγνωρίζουμε τη συναισθηματική έκφραση στην ομιλία και το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική».
Άλλοι επιστήμονες, όπως ο Patrik Juslin, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, υποστηρίζουν ότι τα ευρήματα αυτά διευκρινίζουν ελάχιστα πράγματα για την αξία και την επίδραση της λυπητερής μουσικής. Ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχουν γνωστικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί να προκληθεί θλίψη στους ακροατές: ασυνείδητα αντανακλαστικά στο στέλεχος του εγκεφάλου, ο συγχρονισμός της μουσικής με κάποιον εσωτερικό ρυθμό, όπως ο χτύπος της καρδιάς, προγραμματισμένες αντιδράσεις σε συγκεκριμένους ήχους, μνήμες που ενεργοποιούνται, μια στοχαστική αξιολόγηση της μουσικής.
Όλα αυτά φαίνονται να παίζουν κάποιο ρόλο. Ίσως επειδή η θλίψη είναι ένα τόσο έντονο συναίσθημα, η παρουσία της μπορεί να προκαλέσει μια θετική αντίδραση ενσυναίσθησης.
Προκειμένου να ελέγξουν αυτή την υπόθεση, ο ίδιος μαζί με συναδέλφους του έστησαν ένα πείραμα σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, έδωσαν τέσσερις περιγραφές τραγουδιών σε περισσότερα από 400 άτομα. Η μία περιγραφή αφορούσε ένα τραγούδι που «μεταφέρει βαθιά και πολύπλοκα συναισθήματα» αλλά ήταν επίσης «πολύ ελαττωματικό τεχνικά». Μια άλλη περιέγραφε ένα «τεχνικά άψογο» τραγούδι που όμως «δεν μεταφέρει βαθιά ή σύνθετα συναισθήματα». Το τρίτο τραγούδι αναφερόταν ως βαθιά συναισθηματικό και τεχνικά άψογο και το τέταρτο ως τεχνικά προβληματικό και επίσης καθόλου συναισθηματικό.
Τα υποκείμενα του πειράματος κλήθηκαν να δηλώσουν, σε μια επταβάθμια κλίμακα, κατά πόσο το κάθε τραγούδι «ενσαρκώνει για τους ίδιους αυτό που είναι η μουσική». Ο στόχος ήταν να αποσαφηνιστεί πόσο σημαντική είναι η συναισθηματική έκφραση –η χαρά, η λύπη, το μίσος ή οτιδήποτε άλλο– για τη μουσική, σε διαισθητικό επίπεδο. Στο σύνολό τους, τα υποκείμενα ανέφεραν ότι τα βαθιά συναισθηματικά αλλά τεχνικά ελαττωματικά τραγούδια αντανακλούσαν καλύτερα την ουσία της μουσικής: η συναισθηματική έκφραση ήταν πιο σημαντική αξία από την τεχνική επάρκεια.
Στο δεύτερο μέρος του πειράματος, στο οποίο συμμετείχαν 450 διαφορετικά άτομα, οι ερευνητές έδωσαν σε κάθε συμμετέχοντα 72 περιγραφές συναισθηματικών τραγουδιών, τα οποία εξέφραζαν συναισθήματα όπως «περιφρόνηση», «ναρκισσισμός», «έμπνευση», «λαγνεία» κ.ο.κ. Για λόγους σύγκρισης έδωσαν επίσης στους συμμετέχοντες υποδείξεις που περιέγραφαν μια συνομιλιακή αλληλεπίδραση στην οποία κάποιος εξέφραζε τα συναισθήματά του. (Για παράδειγμα: «Ένας γνωστός σας μιλάει για την εβδομάδα του και εκφράζει συναισθήματα νοσταλγίας»). Στο σύνολό τους, τα συναισθήματα που τα υποκείμενα ένιωθαν ότι ήταν βαθιά ριζωμένα στην μουσική ήταν επίσης εκείνα που έκαναν τους ανθρώπους να νιώθουν πιο συνδεδεμένοι μεταξύ τους σε μια συζήτηση: αγάπη, χαρά, μοναξιά, θλίψη, έκσταση, ηρεμία, θλίψη.
Συμπέρασμα: Η αγάπη μας για τα λυπητερά τραγούδια δεν έχει να κάνει με τη θλίψη αλλά με τη σύνδεση.
Πηγή: The New York Times