ΚΑΘΙΣΑ ΣΤ’ ΑΥΓΑ ΜΟΥ, κύριε διευθυντά, και παρηγορήθηκα με τα βιβλικά πορνό της τηλεόρασης. Γεγονός είναι ότι κολάζομαι με τον Τσάρλτον Ήστον στις Δέκα Εντολές», στο πρώτο μέρος, που βγαίνει με κάτι βαθιά ντεκολτέ και στράπλες, αλλά έτσι ντυνόταν τότε ο βιβλικός κόσμος. Μετά, επί χριστιανισμού, αναπτύχθηκε η βιομηχανία του εσώρουχου και το στυλ Σανέλ.
Τελικώς, το ταξίδι στο Κάτω Πουτανόρεμα ανεβλήθη γιατί ο κουμπάρος μου, ναι αυτός που έφερνε προς τον Ρέππα, μου τηλεφώνησε πως τον χτύπησαν δυο δεινά.
Πρώτον, έπαθε, λέει, γονόρροια και βρισκόταν υπό την επήρεια αντιβιώσεων και, δεύτερον, η γριά μάνα του υπέστη κεραυνοπληξία στην τηλεόρασή της και δεν μπορούσε να πιάσει Μπι-Μπι-Σι.
Βέβαια, ο άνθρωπος μου το ‘πε: «Αγαπημένη μας νουνάρα, αν θέλεις έλα, ασχέτως της γονόρροιας. Πάλι θα σφάξουμε αρνί και θα ψήσουμε κοκορέτσι…». Τέλος πάντων, δεν αντέχω τη βαριά ατμόσφαιρα, μου φτάνουν τα δικά μου. Και στο κάτω κάτω, γιατί τζάμπα-βερεσέ να φράξω με λίπος τις αρτηρίες μου;
ΕΜΕΙΝΑ, ΛΟΙΠΟΝ, ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ κι έκανα τα ατομικά γκάλοπ ως προς την ανικανότητα των πολιτικών φωστήρων, που θέλουν να κυβερνήσουν τα ακυβέρνητα. Δεν έβγαλα άκρη με κανέναν τους, τους απέρριψα όλους συλλήβδην, όμως έβγαλα προσωπικά συμπεράσματα.
Δεν θα το πιστέψετε, κύριε διευθυντά, όμως μου λείπει η θανατική ποινή. Ο κόσμος, όσο υπήρχε ο φόβος, ήταν συνεσταλμένος γιατί ήξερε ότι παραμόνευε ο Αχέροντας. Δυστυχώς, ο εξανθρωπισμός του απάνθρωπου μας οδήγησε σε αυτό το χάλι.
ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΛΑΣΚΑ ΤΟΥΣ ΕΜΠΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, αλλά διολισθαίνουμε να συμμεριστούμε την εσχάτη των ποινών μη και παρεξηγηθούν οι πονόψυχοι του κώλου. Εξάλλου, όλα τα κλασικά αριστουργήματα βασίζονται στη θανατική ποινή, ακόμη και η «Όπερα της πεντάρας», που εξ ειρωνείας, αν κατάλαβα, στο τέλος αθωώνει τον ήρωα κάθαρμα.
Το έχω εμπεδώσει άριστα αυτό το έργο, κυρίως λόγω μουσικής και όχι από τις εξυπνάδες του κυρίου Μπρεχτ. Διαθέτω, βλέπετε, εξειδικευμένη επιμόρφωση. Μην κοιτάτε τώρα που έχω μια έμφυτη ροπή προς Λαρς φον Τρίερ και Γιάννη Μπέζο… αλλά ξέφυγα από τα πασχαλινά.
ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΠΗΓΑΜΕ με τον θείο Βάκη να επισκεφτούμε μια συγγενή στον «Ευαγγελισμό», η οποία απεπειράθη να αυτοχειριαστεί με χλωρίνη. Ο λόγος; ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ! Μόλις η συγγενής άκουσε πως η Ντόρα ΔΕΝ θα συγχωνευτεί με τον Σαμαρά και τον ομογάλακτό της Κυριάκο, βούτηξε, κύριε διευθυντά μου, τη φιάλη «γίγας» της Χλωρίνης και την απόσωσε.
Στο τσακ την πρόλαβαν μετά από απανωτές πλύσεις και διθυραμβικούς υποκλυσμούς, κοινώς κλύσματα. Δυστυχώς, το χλώριο πρόφτασε και διετάραξε τον εγκέφαλο της αυτόχειρος, οπότε έσβησε από τη μνήμη της ό,τι γνώριζε περί ιστορίας, φυσικής πειραματικής και κυρίως ωδικής. Έφαγα όλη την ώρα της επίσκεψης να της εξηγώ πως άλλο πράγμα είναι το ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ και άλλο η ΑΝΝΑ ΜΑΣΧΑ.
Το χειρότερο, όμως, είναι με την ωδική της παιδεία. Δεν θυμάται ούτε μισό άσμα κι έτσι εδώ και δέκα μέρες ξαναμαθαίνει τραγούδια. Άρχισε με τον «Εθνικό ΄Υμνο» πήγε στο «Αχ κουνελάκι» και τώρα βρίσκεται μετά βασάνων στο «Πρέπει να σπάσουμε τις αλυσίδες». Τέτοια φρίκη.
Ααα... ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΝΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΩ. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής με πλησιάζει μια μαντάμ ντυμένη όπως εκείνη η παλαβή Μις Χάβισαμ στις Μεγάλες Προσδοκίες του αγαπητού μου Καρόλου Ντίκενς (καμιά σχέση με τον Παπούλια, εννοείται) και μου χώνει στο χέρι ένα χαρτί. «Κυρία Νουρέγιεφ, είμαι συνάδελφος της Λίνας Νικολακοπούλου, αλλά από διαφορετικό πλανήτη…». Έτσι είπε.
Πάνω που νόμιζα ότι πρόκειται για συνταγή γαρδούμπας στο πιο ανισόρροπο, αγρίεψε το μάτι της και μου είπε ότι είναι τραγούδι και να μεσολαβήσω να το μελοποιήσει ο κύριος Μότσαρτ. Μετά από αυτό πήρε δρόμο ξυπόλυτη σαν αναστενάρισσα χωρίς το κάρβουνο. Άντε τώρα να βρω τον μακαρίτη τον Αμαντέους. Γι’ αυτό, κύριε διευθυντά, παραθέτω το πόνημα της ΤΡΕΛΗΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, μήπως και φιλοτιμηθεί κανένας πιο σύγχρονος του αειμνήστου και το κάνει παιάνα.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΩΝ
Το έργον επιπόλαιον
Και τρεις ληστές στα πλάγια.
Με τις μοτοσικλέτες τους
Τα στρας και τις παγιέτες τους
Και κομφετί τα σκάγια.
Αστυνομία πόλεων
Σαν εθνικό συμβόλαιο
Να ζούμε εν ειρήνη.
Να σβήνουν όσα ηφαίστεια
Κυκλοφορούν ανέστια
Κάτω από τη Σαντορίνη.
Και ‘κει που η μάχη μαίνεται
Κι ο γιος μου αλυσοδένεται
Στον πυρετό της νιότης
Στης λεβεντιάς τα τσάμικα
Θα κάψει πενηντάρικα
Σαν άγνωστος στρατιώτης.
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ με αφοπλίσανε
Σκύψαν και με φιλήσανε
Δυο άντρες της Τροχαίας.
Κι έπειτα με αγκαλιάσανε
Και φόρεμα μου ράψανε
Στο χρώμα της σημαίας.
Κυκλοφορώ στα τρόλεϊ
Ξεχτένιστη με ρόλεϊ
Τρελή και δοξασμένη.
Με δάφνη και αρμπαρόριζα
Απ’ τον καιρό που όριζα
Όλη την οικουμένη.
ΜΠΑΡΟΥΤΙ απόψε μύρισα
Την εκκλησιά συγύρισα
Και οι σφαίρες ένα γύρω.
Θα σκάν’ στα πεζοδρόμια
Την ώρα που τα εγκώμια
Σκορπάν’ το άγιο μύρο.
(Προαιρετικό Ρεφρέν) Και συ που δεν ανάβεις φλας
να σε πετύχει ο θανατάς.
Αυτά εμένα πολύ με προβληματίζουν, κύριε διευθυντά, και σκέφτομαι μήπως πρέπει να μετακομίσουμε στον Πλανήτη των Τρελών οριστικώς.
Δική σας
Κική Νουρέγιεφ
ΥΓ. Και του χρόνου με υγεία, πλούσια συνταγογράφηση και περαστικά στον κουμπάρο.
σχόλια