«... Πραγματικά, μου φαίνεται ότι δεν χρειάζονται πολλές άλλες θετικές και υλικές αιτίες για να απομακρύνουν κάθε άλλη σκέψη για άλλη πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως είναι σήμερα. Το όνομα της Αθήνας ‒μόνο του‒ ξαναχτίζει την πόλη και η Αθήνα θα παραμείνει πρωτεύουσα της Ελλάδας για όλο τον κόσμο, ακόμα και αν επρόκειτο να ανακηρυχθεί πρωτεύουσα κάποια άλλη...».
Αυτά, μεταξύ άλλων, διακηρύσσει το 1834 ο Γερμανός αρχιτέκτονας Leo von Klenze, στενός φίλος και συνεργάτης του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας που πρωτοστάτησε στην ιδέα της Αθήνας-πρωτεύουσας.
Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά της βασιλικής καθέδρας από το γραφικό Ναύπλιο, αρκετές πόλεις έριζαν για το χρίσμα της πρωτιάς: η Κόρινθος, η Πάτρα, η Λαμία, το Άργος, η Σύρα. Ωστόσο ο θερμός φιλέλληνας και φιλαθηναίος βασιλέας Λουδοβίκος είχε ήδη ειλημμένη την απόφαση για την πόλη της Παλλάδας.
Στις 18/30 Σεπτεμβρίου του 1834 εκδίδεται βασιλικό διάταγμα που εγκρίνει και πάλι το σχέδιο των Αθηνών, του Leo von Klenze αυτήν τη φορά, αλλά κυρίως οριστικοποιεί τη μεταφορά της βασιλικής καθέδρας στην Αθήνα. Μάλιστα, σύμφωνα με το διάταγμα αυτό ορίζεται η ημερομηνία του σπουδαίου αυτού γεγονότος να είναι η 1η Δεκεμβρίου. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και αναβολές που είχαν προηγηθεί, η ανώτερη απόφαση έπρεπε να τηρηθεί και να πραγματοποιηθεί με κάθε θυσία. Με τα δεδομένα αυτά, η αντιβασιλεία συνέστησε την Οικοδομική Επιτροπή που θα οργάνωνε όλα τα ζητήματα του σχεδίου και της ανοικοδόμησης της πόλης. Πρωτίστως, λοιπόν, θα έθετε σε εφαρμογή τη διάνοιξη των οδών Αιόλου, Αθηνάς και Ερμού. Παράλληλα, θα φρόντιζε να βρεθούν κατάλληλα κτίρια για να στεγάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και τους υπαλλήλους, που ήταν κυρίως Βαυαροί.
Η επίσημη μεταφορά της βασιλικής καθέδρας και η άφιξη του Όθωνα είχε δώσει την ψευδαίσθηση στον αθηναϊκό λαό πως θα έλυνε πολλά ζωτικά προβλήματα, ωστόσο η κατάσταση που επικράτησε στην πόλη ήταν άκρως προβληματική!
Προσωρινός πρόεδρος της επιτροπής ορίζεται ο διευθυντής της νομαρχίας Κλεομένης και μέλη της ο αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος, ο Βρετανός συνταγματάρχης Φίνλεϊ, ο λοχαγός-μηχανικός Σπις, οι Στιπίδης, Καλλιφρονάς και Ζαχαρίτσας, καθώς επίσης και οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ. Τρεις μέρες πριν από την έκδοση του διατάγματος (15/9/1834) ξεκίνησαν οι συνεδριάσεις της επιτροπής με έναν πομπώδη λόγο του προέδρου της: «Αι Αθήναι! Αι Αθήναι! Η αρχαία μητρόπολις του κόσμου, ο ναός του θαυμασμού των αιώνων, ανεγείρονται αι κλειναί Αθήναι!».
Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό, τα προβλήματα είναι πολλά και σοβαρά. Η Αθήνα, μετά τους αγώνες της ανεξαρτησίας, είχε μετατραπεί σε «άμορφη, μονότονη, σταχτιά μάζα χαλασμάτων και σκόνης». Ο Λουδοβίκος Ρος περιγράφει τη θλιβερή κατάσταση της πόλης: «... Εδώ το βλέμμα σας πέφτει ξαφνικά πάνω στην πόλη... και αναβηματίζετε θλιμμένος όπως αν αντικρίζατε αγαπημένη φίλη που την είχατε αφήσει στο άνθος της ομορφιάς της και σας υποδέχεται τώρα με παραμορφωμένο πρόσωπο και με μαδημένο κεφάλι. Αυτή δεν είναι η λαμπερή, ιοστεφής Αθήνα... Είναι θεόρατος σωρός ερειπίων που πάνω τους υψώνονται μερικές χουρμαδιές και κυπαρίσσια που άνθεξαν στη γενική ερήμωση. Αν δεν υπήρχε στη δεξιά πλευρά του δρόμου το Θησείον, αν δεν έμενε στη θέση του το Κάστρο (Ακρόπολη) με τα λείψανά του, δύσκολα θα πιστεύατε πως βρίσκεσθε στας Αθήνας...».
Παρόμοια εικόνα της κατεστραμμένης πόλης μεταφέρει στις 12 Νοεμβρίου 1834 ο Γάλλος περιηγητής Τομάς Αμπέ Γκρασέ:
«Απαιτείται πράγματι μεγάλη θέληση για να δεχθεί κανείς ότι το άθλιο και ερειπωμένο αυτό χωριό [...] είναι ο θλιβερός απόγονος της ένδοξης πόλης [...]. Η σημερινή Αθήνα αποτελείται από την αγορά, από μία οδό και από τρεις απομακρυσμένες μεταξύ τους συνοικίες. Μεταξύ όλων αυτών βρίσκονται τάφροι, χαντάκια και χέρσοι αγροί. Ανάλογα με την πόλη είναι και τα προάστια, συνοικισμοί ελεεινοί και φτωχοί. Αρχίζω με την αγορά: σειρά ξύλινων παραπηγμάτων με προεξέχουσες τις ξύλινες στέγες για να προφυλάσσουν από τον ήλιο και τη βροχή. Οι μαγαζάτορες κάθονται αλά τούρκα, σταυροπόδι, και συνδιαλέγονται με χαμηλή φωνή, πλατυμούρηδες και άθυμοι. [...] Στην αγορά, η κίνηση είναι πολύ μικρή.
[...] Γυναίκες δεν φαίνονται πουθενά, παρά μόνο μία, μεσόκοπη, χήρα πολεμιστή με κατεβασμένο το κεφάλι, τυλιγμένη με μαύρο μακρύ μαντίλι ως τ' αυτιά, που της έκλεινε και το σαγόνι. Πουλούσε μάλλινα βαριά σκεπάσματα. Η μοναδική οδός της πόλεως, στενή και σκολιά, αρχίζει από τον αρχαίο, ανεπίγραφο τάφο δίπλα στον Άγιο Φίλιππο, και φθάνει ως το τζαμί. Σ' αυτόν τον δρόμο βρίσκονται και τα δύο-τρία καλύτερα μαγαζιά και τα δύο σπίτια στα οποία πρόκειται να εγκατασταθούν τα υπουργεία. Ανατολικά της Ακροπόλεως, κοντά σε ένα μοναστηράκι όπου μονάζουν ένας γέρος και μία γριά αιωνόβιοι υπάρχει ένα περιορισμένο σύμπλεγμα από άθλια μικρόσπιτα και το εξέχον τουρκικό διοικητήριο».
Ούτε η άποψη του πρέσβεως της Αυστρίας στην Αθήνα, του Πρόκες φον Όστεν (Prokesch von Osten), διαφέρει:
«Δεν είναι τίποτε άλλο παρά σωροί από βρόμικα ερείπια που βρίσκονται γύρω από μεγαλοπρεπή λείψανα της αρχαιότητος και που τα διακόπτουν εκατόν πενήντα περίπου σπίτια που χτίστηκαν με μεγάλη σπουδή...».
Πάλι ο Αμπέ Γκρασέ μας πληροφορεί:
«Μόλις διαδόθηκε το νέο της μεταφοράς της πρωτεύουσας πολλές οικογένειες άρχισαν να έρχονται από το Ναύπλιο και άλλα μέρη, κάθε μέρα δε προς το βράδυ προσορμίζονταν στην ακτή του Πειραιώς δύο και τρία πλοιάρια γεμάτα νησιώτες, κυρίως Αιγινήτες και Υδραίους. Πολλά οικόπεδα αγοράστηκαν αμέσως στην Αθήνα και δημιουργήθηκε έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κατοίκων ποιος θα φιλοξενούσε τον βασιλέα ‒ τόσος, ώστε να υπάρχει φόβος μήπως δημιουργηθούν απευκταία, με τον δεδομένο χαρακτήρα των Ελλήνων».
Η ερειπωμένη Αθήνα των 6.500 ψυχών (εκ των οποίων μόνον οι 3.500 ήσαν γνήσιοι Αθηναίοι) καλείται τώρα να ανταποκριθεί, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Άλλωστε, από τα 1.200 σπίτια της παλιάς πόλης, μόνον τα 25 είναι κατοικήσιμα. Μάταια ο έκπτωτος τότε αντιβασιλέας Von Maurer δήλωνε πως η μεταφορά της βασιλικής καθέδρας ήταν προτιμότερο να γίνει την 1η Ιουνίου του 1835, ημέρα της ενηλικίωσης του βασιλιά Όθωνα. Κι αυτό διότι γνώριζε τις δυσκολίες που υπήρχαν λόγω της έλλειψης στέγης. Όμως δεν εισακούστηκε...
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν το διάταγμα η κατάσταση στην Αθήνα ήταν τραγελαφική. Οι υπάλληλοι απηύθυναν έγγραφα και ζητούσαν περισσότερα δωμάτια. Ο Ουίλιαμ Μίλερ, αναφερόμενος σ' αυτή την εποχή, λέει σχετικά: «Τοσαύται (οικίαι) δε αι Αθήναι δεν ηδύνοντο να παράσχωσι. Διότι θα ήτο ανάγκη όπως αι κατηρειπωμέναι εκκλησίαι, τζαμιά και λουτρώνες μετατραπώσιν εις κατοικίας, όπως αι τιμαί των σιτηρών αυξηθώσιν και όπως τα έπιπλα και τα αρχεία μετενεχθώσιν εκ Πειραιώς επί της ράχεως καμήλων, ίππων, ημιώνων ή όνων βεβυθισμένων εν τω ύδατι μέχρι κοιλίας ως... ιπποποτάμων ένεκα των πολλών βροχών».
Τα γραφόμενα από τον Βαυαρό καθηγητή αρχαιολογίας Λουδοβίκο Ρος δεν αλλάζουν τη δυσάρεστη εικόνα της πόλης:
«Ό,τι ήταν τώρα κάπως κατοικήσιμο καταλαμβάνονταν: Μισογκρεμισμένα εκκλησάκια κι εκκλησίες, τζαμιά και χαμάμια έγιναν προσωρινοί στρατώνες, στάβλοι, μαγαζιά, δικαστήρια, παπουτσίδικα κ.λπ. Αν η επιτροπή η επί των οικοδομών δεν έβρισκε κανένα πια και αυτή και η δουλειά της σκόνταφτε, προσευχόταν σ' όλους τους αγίους, αλλά ο αστυνόμος μας Αξιώτης τα κατάφερνε σε κάτι να βοηθήσει, με το εφευρετικό του μυαλό και την ενεργητικότητά του. Αλλά δεν εξελίσσονταν όλα εντελώς δίκαια και εντελώς ομαλά πάντοτε. Επί τέλους, με βροχερό το περισσότερο διάστημα καιρό, έγινε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη του 1834 η μετάθεση της πρωτεύουσας. Μια καινούργια έγνοια έδωσε η μεταφορά των πολλών επίπλων, των προμηθειών, του ατέλειωτου χαρτοβασιλείου κ.λπ. Όλα αυτά έπρεπε να μεταφερθούν απ' τον Πειραιά στην Αθήνα. Η διαδρομή αυτή δεν ήταν ακόμα βατή και, εκτός των άλλων, δεν υπήρχαν αμάξια, εκτός από μερικά της αυλής και των στρατιωτικών. Όλοι καταφεύγανε σε καμήλες, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια για τις μεταφορές τους. Ήταν ένα φοβερό μπέρδεμα...».
Η επίσημη μεταφορά της βασιλικής καθέδρας και η άφιξη του Όθωνα είχε δώσει την ψευδαίσθηση στον αθηναϊκό λαό πως θα έλυνε πολλά ζωτικά προβλήματα, ωστόσο η κατάσταση που επικράτησε στην πόλη ήταν άκρως προβληματική! Φυσικά, το χειρότερο πρόβλημα ήταν αυτό της στέγασης, καθώς έπρεπε να μεταφερθούν αμέσως τα υπουργεία, η Ιερά Σύνοδος, το θησαυροφυλάκιο και το Γενικό Ταχυδρομείο. Επομένως, εκατοντάδες δημόσιοι υπάλληλοι, ως επί το πλείστον Βαυαροί, έπρεπε να στεγαστούν!
Ο αστυνόμος Αξιώτης, διορισμένος πρόεδρος της Οικοδομικής Επιτροπής από την αντιβασιλεία, άρχισε να λαμβάνει αστυνομικά μέτρα. Πιεσμένος χρονικά, οργάνωνε επεμβάσεις στις οικογενειακές εστίες. Δηλαδή τα όργανα τάξεως που όριζε εισέβαλλαν στα σπίτια βιαίως, έδιωχναν τους ιδιοκτήτες και έφερναν για εγκατάσταση σε αυτά τους δημόσιους υπαλλήλους που έφταναν από το Ναύπλιο!
Η εφημερίδα «Αθηνά», αντιπολιτευόμενη, ενημερώνει σχετικά (στις 14 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου 1834) με παράθεση ανοιχτών επιστολών που κατηγορούν τις Αρχές για μεροληπτική μεταχείριση υπέρ των γηγενών Αθηναίων. Όπως προκύπτει από τα γραφόμενα, η αστυνομική βία και οι κατασχέσεις συνήθως επιβάλλονται κατά των «μετοίκων», δηλαδή των νεόφερτων στην πόλη Ελλήνων του εξωτερικού, ενώ οι παλαιοί Αθηναίοι κατά κάποιον τρόπο προστατεύονται από τη βίαιη επίταξη!
«... έσπασαν τας οικίας του Βελ, του Κιγκ, του Δ. Σούτσου κι έβαλαν εις καθέν εξ αυτών 50 έως 200 στρατιώτας· ο αφανισμός είναι φρικτός, ο γογγυσμός μέγας. Σημείωσε ότι εις τας κενάς οικίας των εντοπίων δεν βλέπεις μήτε ένα στρατιώτην, ενώ εις τας των παροίκων και ξένων, ως τους ονομάζουν εκείνοι, έθεσαν όσους μόλις χωρεί οίκος.
Τοιαύτης ιδιοκτησίας παραβίασιν ποτέ δεν έκαμαν οι Τούρκοι· και τοιαύτη γίνεται πότε και πού; Επί Όθωνος βασιλεύοντος, εις τας Αθήνας, όθεν διεδόθησαν αι υψηλαί ιδέαι της ισονομίας και ευνομίας...»
Μια άλλη επιστολή αναφέρει:
«... εις μερικούς οίκους ως της χήρας Δ. Σούτσου έμβασαν με βίαν πολεμικόν, όστις όχι μόνο της καθύβρισεν αλλά, φοβερίζων με ξίφος γυμνόν τον ανήλικον υιόν της, τον εβίασε να πηδήσει από το παράθυρον (διπάτου οίκου)· σήμερον είδα γυναίκα ημιθανή, της οποίας οι συγγενείς εκρεμάσθησαν ή εσφάγησαν επί της οδυνηράς εποχής της επαναστάσεως, επαπειλουμένην να διωχθή κλινήρης από του οίκου εις τον οποίον κατοικεί διά να εισέλθη εις αυτόν εύρωστος και υγιέστατος υπάλληλος...
Και βεβαίως όλα αυτά τα τραγικά και ευτράπελα συμβαίνουν «εν αγνοία» του δύσμοιρου νεαρού Όθωνα!
Καθώς οι αντιξοότητες και οι τραγελαφικές καταστάσεις καλά κρατούσαν, η πόλη ετοιμάζεται για τη μεγάλη μέρα της υποδοχής του νεαρού μονάρχη. Πρώτη Δεκεμβρίου 1834, χαράς ευαγγέλια για τους Αθηναίους. Το πάλαι πότε κλεινόν άστυ γίνεται εμπράκτως βασιλική καθέδρα, πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους! Πόλη και πολίτες φόρεσαν τα γιορτινά τους και καλωσόρισαν τον φερέλπιδα Όθωνα.
Αυτόπτης μάρτυρας, ο Αμπέ Γκρασέ διηγείται λεπτομερώς την εορταστική ατμόσφαιρα. Ωστόσο, μέσα τη ρεαλιστική διήγησή του, ως νεαρός Γάλλος εκφράζει τις αντιμοναρχικές του ιδέες και, γαλουχημένος με την ευρωπαϊκή κλασική μουσική, μάλλον ενοχλείται από τα ντόπια παραδοσιακά μουσικά ακούσματα!
«Επί τέλους η μεγάλη μέρα της αφίξεως του Βασιλέως ανέτειλεν. Από ημερών, ήδη με όλον τον τρομερόν χειμώνα όστις επικρατεί ενταύθα, αναγκαίαι τινές εργασίαι εγένοντο προς διακόσμησιν της πόλεως... Έξωθεν δε των ανακτόρων εστήθησαν υψηλοί στύλοι μετά σημαιών και προ πάντων σημάτων, ελλείψει πραγματικών σημαιών. Εκ των περιχώρων των Αθηνών πλήστοι χωρικοί κατήλθον μετ' οργάνων ως επί το πλείστον βαρβαρικών... Ο Όθωνας και οι αρχές αποβιβάστηκαν στον έρημο τότε Πειραιά την 1η/13η Δεκεμβρίου, όπως πράγματι είχε αναγγελθεί, και ίππευσε προς την εκκλησία του Άι-Γιώργη του Ακαμάτη, στο "Θησείον". Πρόκειται για τον κλασικό ναό του Ηφαίστου και της Εργάνης Αθηνάς μέσα στην Αρχαία Αγορά, που από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είχε μετατραπεί σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Τον έλεγαν Ακαμάτη, δηλαδή τεμπέλη, επειδή οι Οθωμανοί κατακτητές επέτρεπαν να λειτουργεί μόνο μία φορά τον χρόνο, στη χάρη του Αγίου! Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο καλλιμάρμαρος ναός λειτούργησε ως εκκλησία».
Και πάλι ο Αμπέ Γκρασέ συνεχίζει τη ζωντανή αφήγησή του:
«Σε ύψωμα κοντά στον Άγιο Γεώργιο, που το λένε Στακτοθήκη, συσσώρευσαν πέτρες, επάνω στις οποίες θα ανέβαιναν οι αρχές του τόπου, και ψηλότερα στήθηκαν πέντε πυροβόλα για να χαιρετίσουν την άφιξη του βασιλέως. Τα σπίτια των ξένων αντιπροσώπων σημαιοστολίστηκαν και έξω από τα ανάκτορα στήθηκαν ψηλοί στύλοι με σημαίες και διάφορα σήματα. Από τα περίχωρα κατέβηκε στην πόλη πλήθος χωρικών με μάλλον βαρβαρόφωνα όργανα [...] Εάν οι κάτοικοι των Αθηνών και οι από τα άλλα μέρη συγκεντρωθέντες υπολογίζονται έστω και σε 10.000, κάνεις δεν έλειψε από τη θριαμβευτική άφιξη του βασιλέως» [...].
...Μεθ' όλας τας προφυλάξεις των αρχών οι άνδρες ήλθον πάντες ένοπλοι και με ζηλευτόν φορτίον πυρίτιδος εις την ζώνην. Τα μακρά καρυοφύλλια δεν απήστραπτον εις τον ήλιον κατά την ποιητικήν φράσιν, όχι διότι δεν υπήρχον καρυοφύλλια, αλλά διότι δεν υπήρχεν ήλιος...
... Ο Βασιλεύς προηγείτο έφιππος. Ιππεύει μετά πολλής χάριτος τω όντι ο Βασιλεύς [...]
Όλοι εθαύμαζον την ωραιότητα και το ευσταλές του Βασιλέως, μόνον δε εις Αθηναίος ήκουσθη λέγων:·
-Τι ωραίος ίππος!
... Έπεται δε πλήθος πολύ πεζών αλαλαζόντων και εις τον βόμβον όστις ανέρχεται εκ του πλήθους και όστις επιτείνεται εκ των πυροβολισμών πνίγεται η φωνή της μουσικής, ήτις ανακρούει ενθουσιώδες εμβατήριον...».
Όταν ο φιλαθηναίος Όθωνας πλησίασε την είσοδο του ναού, οι φωνές και η μουσική σαν να χαμήλωσαν, τις ξεπερνούσε ο χαρμόσυνος ήχος της καμπάνας του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά από το Ριζόκαστρο.
Στον Άι-Γιώργη, λοιπόν:
«... Εκεί εψάλη δοξολογία και ο Σταύρος Βλάχος προσεφώνησε αυτόν επ' ονόματι των δημογερόντων, απαγγέλλων επίκαιρον σωκρατικήν ρήσιν ειλημμένην εκ των "Απομνημονευμάτων" του Ξενοφώντος (ΙΙ 1,28) και εκφράζων την ελπίδα ότι νέος Πλούταρχος θ' ανατείλει ίνα γράψη τον βίον του (σ.σ. του Όθωνα)».
«... Την εσπέραν εφωταγωγήθησαν όλοι αι αθηναϊκαί οικίαι διά μικρών κανδηλών ελαίου και η Ακρόπολις διά πυρών, το θέαμα δε ήτο ευάρεστον και πολλοί εξήλθον εις τας οδούς διά να το απολαύσωσι παρ' όλο το ψύχος».
Ο νεόφερτος βασιλέα κατέλυσε στο «προσωρινόν ανακτόριον», την πρώην οικία Κοντοσταύλου που αγόρασε το κράτος και βρισκόταν στο ίδιο μέρος της οδού Σταδίου, όπου η Παλαιά Βουλή, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο των ημερών μας.
Κατά τον Αμπέ Γκρασέ:
«Είναι ασπρισμένη, διώροφη, με επτά ή οκτώ δωμάτια, βρίσκεται δε στον δρόμο που κατεβαίνει κυκλικά από τον Λυκαβηττό και οδηγεί στον Πειραιά. Περιβάλλεται από μεγάλη αυλή, με ψηλούς τοίχους, που εμποδίζουν τη θέα [...] ευπρεπίστηκε εκ των ενόντων, ένας δε Γερμανός επιπλοποιός ανέλαβε να τη διακοσμήσει».
Ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον Μπαρτόλντι (Mendelssohn-Bartholody) συμπληρώνει: «Εγκαταστάθηκε η πρωτεύουσα με την Αυλή, τα οχήματα και βιεννέζικα κλειδοκύμβαλα εντός σωρού ερειπίων σε 162 περίπου οικίες περιβαλλόμενες από χώματα και λίθους».
Σαν σήμερα, 1η Δεκεμβρίου, 185 χρόνια πριν, οι Αθηναίοι έζησαν στιγμές μοναδικές! Η Αθήνα ‒από τον κύκλο των χαμένων ανοίξεων και τις στάχτες των πολέμων‒ γίνεται πάλι «... το φως, η καρδιά, ο ανθός της Ελλάδας της νέας, όπως άλλοτε της αρχαίας!».
Η ευδαιμονία της αναγέννησης πλανάται παντού. Η πρωτεύουσα προοδεύει με γοργούς ρυθμούς, ομορφαίνει, κερδίζει τις καρδιές Ελλήνων και ξένων θαυμαστών της! Κάτω από τη σκιά της Ακροπόλεως μοιάζει... μια πόλη μαγική!