Στην αρχή της εγχώριας οικονομικής κρίσης o Βασίλης Σεβδαλής είναι ήδη πολύ ενεργός στη σκηνή. Έχει τουλάχιστον μια πενταετία που παίζει και συνεργάζεται με τα σημαντικότερα dance stages, bar και clubs της πόλης, ενώ έχει ξεκινήσει να εμφανίζεται και στην ελληνική επαρχία. Τότε είναι που η νύχτα της Αθήνας αλλάζει: η συζήτηση για το πού βρίσκεται η πιο «σκληρή πόρτα» της πόλης αρχίζει να φθίνει, τα τετραγωνικά των dancefloors περιορίζονται, τα χορευτικά shows εξαφανίζονται, η εισαγωγή παραγωγών μειώνεται και ο τίτλος «star DJ» εκλείπει.
Τα μεγάλα clubs παραχωρούν τη θέση τους σε μικρότερα «boutique», σε μπαρ που δίνουν έμφαση στη μουσική αλλά και σε πολιτιστικούς πολυχώρους. Η εποχή των U-Matic, Plus Soda, Paradisio, Camel, Venue και λίγο αργότερα των Luv και Motel σβήνει σιγά-σιγά και στο προσκήνιο έρχονται μικρότεροι χώροι, όπως οι Yoga Bala, Loop, Cantina Social και κατόπιν τα six d.o.g.s και Dybbuk, ενώ το Bios μεταμορφώνεται σε ένα υβριδικό club venue. Περιγράφοντας την εποχή, ο Βασίλης Σεβδαλής a.k.a Chevy αναφέρεται στην εναλλακτική, «underground» σκηνή και μουσική και όχι στο mainstream clubbing.
«Oι νεότεροι μπαίνουν στη σκηνή με τα πρώτα τους ακούσματα να είναι ηλεκτρονική μουσική. Έτσι κι αλλιώς, το clubbing είναι ένα κατεξοχήν νεανικό άθλημα, από τα τριάντα και μετά παίρνεις το πρώτο παράσημο και μετά τα σαράντα ανήκεις πλέον στους πολύ δυνατούς παίκτες. Οι νέοι είναι το καύσιμο, αυτοί που πάνε μπροστά τη σκηνή».
Η κρίση του clubbing δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Μπορεί η Ελλάδα και η Βρετανία να μην αποτελούν ακριβώς συγκρίσιμα μεγέθη, όμως μέσα σε μια δεκαετία, από το 2005 μέχρι το 2015, περισσότερα από τα μισά κλαμπ της Βρετανίας έβαλαν λουκέτο, συγκεκριμένα από τα 3.144 έμειναν 1.733. Στα ’10s η Αθήνα μαθαίνει τον όρο «mobile parties». Νομαδικές ομάδες, όπως το Needless, του οποίου ο Βασίλης Σεβδαλής είναι μέλος, πραγματοποιούν πάρτι όχι μόνο σε οργανωμένους χώρους αλλά και σε εναλλακτικές τοποθεσίες και μέρη, σε ταράτσες, στοές, στενά και πλατείες του κέντρου.
«Παρατηρούμε για πρώτη φορά μια αλλαγή φρουράς στους DJs, μετά την πρώτη-δεύτερη σπουδαία φουρνιά Ελλήνων DJs. Οι επαγγελματίες εγχώριοι dance DJs πολλαπλασιάζονται, ενώ υπάρχει για πρώτη φορά έντονη κινητικότητα στον τομέα της μουσικής παραγωγής. Αν και αισθάνομαι πως εκείνη την εποχή είναι η πρώτη φορά που η dance μουσική δεν αντιμετωπίζεται ως πρωτοποριακή, πως δείχνει τα πρώτα σημάδια κρίσης, τελικά ενηλικιώνεται και όσον αφορά το καθαρά μουσικό σκέλος της γίνεται καλύτερη, πληρέστερη, πιο fusion, καθώς μπλέκει με άλλα είδη μουσικής».
Πλέον η dance μουσική είναι κάτι οικείο που έχει καθιερωθεί και δυνητικά αφορά τους περισσότερους από αυτούς που ακούνε σύγχρονη, δυτική, popular μουσική, κατά τον ίδιο. «Το πάλαι ποτέ ροκ κοινό θα κάνει underground clubbing, ενώ και ένα σημαντικό κομμάτι του “παραδοσιακού” συναυλιακού κοινού θα αντιμετωπίσει ένα μεγάλο dance event ή φεστιβάλ ως ένα συναυλιακό event». Τι παίζει; «Συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλο έχει γίνει το hip-hop παγκοσμίως, παρότι στα εγχώρια clubs δεν ήταν η κυρίαρχη μουσική, και δεν είναι ακόμα, τουλάχιστον στα περισσότερα. Τότε ήρθε στο προσκήνιο, και μάλιστα πολύ δυναμικά, αυτό που ονομάστηκε nu-disco, που τώρα πια είναι πάρα πολύ ευρύ και εφάπτεται με αυτό που λέμε indie-dance και balearic και κάποιες φορές αποτελεί μια μείξη με την ηλεκτρονική pop και τον σύγχρονο κιθαριστικό ήχο, είτε με πιο οργανικές ηχητικές προσεγγίσεις. Τότε καθιερώθηκε και ο minimal, stripped-down, “εγκεφαλικός”, “έξυπνος” house και techno ήχος».
Πλέον ο Βασίλης Σεβδαλής παρατηρεί πως συνολικά ο ήχος έχει σκληρύνει και πάλι, «η επονομαζόμενη bass σκηνή είναι μεγάλη σε πολλά μέρη του κόσμου, εδώ έχει ακόμα πολύ μικρό κομμάτι της πίτας. H επέλαση του σύγχρονου techno είναι παγκόσμια και καθολική και μου αρέσει πολύ το ότι πλέον αρκετοί DJs παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη ποικιλία και ευρύτητα στον ήχο τους, σπάζοντας συνεχώς τα όρια μεταξύ των μουσικών (υπο)ειδών».
Η REVOLT! πρωτοεμφανίστηκε το 2013 με gigs στο Astron bar και στη συνέχεια στο six d.o.g.s, υποστηρίζοντας κυρίως τον minimal house, microhouse και rominimal ήχο, με καλεσμένους πολλούς DJs από τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Ρουμανία και άλλες χώρες. Τότε ήταν μια εταιρεία που λειτουργούσε σε τρία επίπεδα, management καλλιτεχνών, record label και διοργάνωσης mobile events. Όπως αναφέρουν η Ναυσικά Μαυρομούστακου και ο Κοσμάς Σερπετίνης, μέλη της ομάδας, στην πορεία δοκίμασαν να διοργανώσουν parties σε εναλλακτικές τοποθεσίες στην Αθήνα βγαίνοντας από τον χώρο των clubs. «Αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να πειραματιστούμε, να δώσουμε τη δική μας οπτική για τη διασκέδαση και να αφήσουμε το στίγμα μας στην εγχώρια σκηνή. Επιδιώξαμε να κάνουμε μικρά και μεγάλα πάρτι κατά τη διάρκεια της ημέρας, ακόμα και after hours. Περνώντας από διάφορες φάσεις, όποια καλή ιδέα μάς ερχόταν προσπαθούσαμε να την υλοποιήσουμε. Έχουμε καταφέρει μη μείνουμε προσκολλημένοι σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό είδος γιατί πιστεύουμε ότι η μουσική δεν έχει όρια. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις και προσπαθούμε να παρουσιάζουμε ποιοτικούς καλλιτέχνες που παίζουν ένα μείγμα παλιάς και νέας uplifting club μουσικής».
Ο ήχος που εκπροσωπούσε το REVOLT! δεν ήταν και τόσο συνηθισμένος στην Ελλάδα, καθώς την προηγούμενη περίοδο πιο δημοφιλή ρεύματα ήταν τα progressive και tech house. «Φυσικά, όταν ξεκινήσαμε διοργανώνονταν πολλά πάρτι στην Αθήνα, διαφόρων ειδών, από house, deep house μέχρι minimal techno και psychedelic. Καθώς η minimal house και το ρουμανικό minimal προωθούνταν σε όλον τον κόσμο, ήρθε και στην Ελλάδα, ωστόσο έπρεπε να προσπαθήσουμε αρκετά για να τα επικοινωνήσουμε σε νέο κοινό και να παρουσιάσουμε έναν ήχο που παρέμενε λιγότερο διαδεδομένος στη χώρα. Το clubbing τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν ακόμα σε φθίνουσα πορεία, μετά το κλείσιμο πολλών θρυλικών μαγαζιών. Τα events είχαν μετατοπιστεί για καιρό σε πιο μικρούς χώρους.
Την περίοδο 2017-2018 το REVOLT! βρέθηκε σε bars και clubs της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λευκωσίας αλλά και σε υπόγειες αποθήκες, σε ένα νεοκλασικό των Εξαρχείων και στο Άλσος Βεΐκου. «Βγάλαμε πολλή δημιουργικότητα, ακούσαμε πολύ καλή μουσική, χορέψαμε ακόμα περισσότερο. Ήταν δύο πολύ ωραία χρόνια, παρ’ όλα αυτά αποφεύγουμε να είμαστε νοσταλγοί, προτιμάμε να ζούμε στο παρόν». Οι δυο τους παρατηρούν μια άνθηση στον χώρο των events, ιδέες που δεν υπήρχαν όταν εκείνοι ξεκίνησαν. «Η πανδημία πάτησε το pause στις ζωές μας και φαίνεται πως μετά τον εγκλεισμό ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω και να γνωρίσει κόσμο, να ακούσει μουσική και να διασκεδάσει. Η Αθήνα έχει αποκτήσει χρώμα, ακόμα και τα πιο σκοτεινά μαγαζιά. Μας αρέσει πολύ να βλέπουμε ανθρώπους να ντύνονται και να χορεύουν όπως θέλουν, χωρίς να φοβούνται για την ασφάλειά τους. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και δεν πρέπει να σταματήσουμε μέχρι όλες και όλοι να αισθάνονται ασφαλείς μέσα και έξω από τα clubs».
Το Astron bar, το «φυτώριο της underground techno σκηνής», όπως το έχουν αποκαλέσει, αποτελεί ορόσημο και για την πορεία του Γιώργου Ζάμπα (Jose Amba), αφού από κει ξεκίνησε ακριβώς το 2008, ερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη, με τον ήχο του να έχει techno, minimal και house επιρροές. Όμως και ως clubber προτιμούσε τα μικρά μπαρ, «τα οποία, κόντρα στην τάση της εποχής, επέμεναν να διατηρούν την underground σκηνή της Αθήνας. Με αφορμή το ότι εκείνη την εποχή το clubbing είχε φτάσει σε ένα τέλμα, ήταν για τους περισσότερους από εμάς μια περίοδος αναζήτησης νέων ιδεών ώστε να γίνει μια επανεκκίνηση στην club σκηνή.
Το Street Outdoors, το DJ crew στο οποίο ανήκει, ξεκίνησε σαν ένα πείραμα τον Απρίλιο του 2012 και πέτυχε. Η ομάδα αποφάσισε να πειραματιστεί και να διοργανώσει ένα απογευματινό πάρτι, ένα barbeque μεταξύ φίλων, και να μαζέψει όλες τις «φυλές» της Θεσσαλονίκης σε ενα rooftop της πόλης. Δεν υπήρχε είσοδος, τα ποτά ήταν φθηνά, το barbeque ήταν δωρεάν. H ιδέα μεταφέρθηκε γρήγορα στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τo Street Outdoors είναι ένα DIY party που στήνεται έξω και στο οποίο όλοι χωράνε. «Λόγω της πολυσυλλεκτικότητας του κόσμου, οι συγκινήσεις που βιώναμε σε αρκετά events της Αθήνας ήταν πολύ πιο έντονες», θα μου πει ο Γιώργος Ζάμπας για όλο αυτό το σκηνικό που δεν έχει καμία σχέση με όσα διαβάζουμε συχνά πυκνά στις ρετροσπεκτίβες για τις θρυλικές νύχτες που έζησε κάποτε η αθηναϊκή club σκηνή.
Από το 2008 μέχρι το 2020 η Αθήνα ευθυγραμμίστηκε με όσα συνέβησαν στο εξωτερικό; «Η μουσική βιομηχανία αντιμετωπίζεται άκρως επαγγελματικά σε όλους τους τομείς και σε όλες τις βαθμίδες. Από τον DJ μέχρι τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, όλοι φροντίζουν το κοινό να ζήσει μια απόλυτη εμπειρία. Η club κουλτούρα είναι εισαγόμενη, οπότε εμείς θα είμαστε πάντα ακόλουθοι», υποστηρίζει ο Γιώργος Ζάμπας. «Παρ’ όλα αυτά, στο κομμάτι των παραγωγών θεωρώ ότι είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο».
«Τακτοποιημένη», έτσι χαρακτηρίζει τη φάση του αθηναϊκού club life πριν από την κρίση ο Παναγιώτης Βαξεβανάκης, γνωστός ως Asty Tekk και συνιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Lower Parts. «Η διαρρύθμιση των χώρων και το ότι ο DJ, από κει που είχε έναν χώρο δικό του, πλέον έπαιζε σε μια σκηνή που προηγουμένως φιλοξενούσε ένα live άλλαξε την αίσθηση του clubbing, όχι προς το χειρότερο βέβαια, απλώς την έκανε διαφορετική. Έχω οργανώσει events, έχω παίξει και έχω παρτάρει σε όλα τα μέρη που δημιουργήθηκαν αυτήν τη δωδεκαετία, προσαρμόστηκα όπως όλοι στους νέους χώρους και σε αυτό που μπορούσαν να προσφέρουν».
«Η Αθήνα δεν είναι Βερολίνο ούτε Λονδίνο, είμαστε σε μετεφηβικό στάδιο. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τους χώρους που φιλοξενούν το clubbing της πόλης. Ούτε η Κοπεγχάγη έχει κάποια σκηνή, ούτε το Παρίσι είχε για χρόνια, η Λισαβόνα τώρα τελευταία έχει αρχίσει να την αναπτύσσει. Όπως όλες οι τάσεις αργούν να έρθουν στην Ελλάδα, έτσι συμβαίνει και με τη μουσική, το ξέρουμε όλοι. Ο κόσμος πηγαίνει στο Βερολίνο για να δικτυωθεί και για να ακουστεί η μουσική του, κανείς δεν έρχεται στην Αθήνα για να κάνει κάτι αντίστοιχο. Αντιθέτως, μέχρι πρόσφατα κόσμος έφευγε για βιοποριστικούς και κοινωνικούς λόγους. Και αν “τρέχεις” πάρτι ηλεκτρονικής μουσικής και δεν ασχολείσαι με ροκ συναυλίες οι οποίες έχουν μεγαλύτερο κοινό στην Ελλάδα, είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσεις μόνο από αυτό. Αντίθετα, πρέπει να κάνεις άλλες δουλειές για να υποστηρίζεις αυτή σου τη δραστηριότητα, καμιά φορά πρέπει να φέρνεις και ονόματα που μπορεί να μη σου αρέσουν τόσο, αλλά θα μαζέψουν περισσότερο κόσμο. Όπως σε όλες τις δουλειές, έτσι και σε αυτή πρέπει να προσφέρεις κάτι που θα αγοράσει ο κόσμος». Βρίσκει ένα μεγάλο ατού στο τώρα, «οι νεότεροι μπαίνουν στη σκηνή με τα πρώτα τους ακούσματα να είναι ηλεκτρονική μουσική. Έτσι κι αλλιώς, το clubbing είναι ένα κατεξοχήν νεανικό άθλημα, από τα τριάντα και μετά παίρνεις το πρώτο παράσημο και μετά τα σαράντα ανήκεις πλέον στους πολύ δυνατούς παίκτες. Οι νέοι είναι το καύσιμο, αυτοί που πάνε μπροστά τη σκηνή».
Το 2008 βρίσκει τον Runner, κατά κόσμον Ανδρέα Στελλάτο, να συνδιοργανώνει με τον Kemal (BH) και τον Boycott(d2) τις Ital Soundz βραδιές στο πατάρι του Guru της πλατείας Θεάτρου. Ο συνεπής εκπρόσωπος του αγγλικού ήχου στην Αθήνα βλέπει τότε το dubstep να αποκτά το κοινό του με ομάδες και βραδιές να στήνονται από το αίθριο του Μουσείου Μπενάκη μέχρι σε μπαρ, υπόγεια, πανεπιστήμια και clubs. «Από τα μέσα των ’00s αλλάζουν πολλά, με το Synch Festival (σ.σ. ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα, που ξεκίνησε από το Λαύριο το 2004) να αποτελεί τεράστια στιγμή για τη σκηνή, με το ίντερνετ και τα ταξίδια να καλύπτουν μουσικές αποστάσεις. Πάμε από μεγάλα clubs σε μικρότερες και πιο ουσιώδεις κλίμακες, υπάρχει νέο αίμα. Πάντα παλεύουμε με υποδομές και νοοτροπίες, αλλά μουσικά λειτουργούμε σε ένα πεδίο που άνοιξε τη σκηνή, έτσι αρχίσαμε όλοι να βρισκόμαστε στο ίδιο dancefloor τη στιγμή που λίγα χρόνια πριν ήμασταν πιουρίστες μέχρι το κόκαλο».
Μέσα σε αυτήν τη δωδεκαετία, υπενθυμίζει ότι διαδικτυακά ραδιόφωνα και δισκάδικα δημιουργούν μια κοινότητα, μερικά από αυτά είναι τα VM, 360*, Habeat, Cannibal Radio, Kasseta Records, Paranoise Radio. «Βλέπω τη φάση να μεγαλώνει μέσα από την κρίση και αυτό δεν είχε καμία σχέση με τεράστια budgets, υπερβολές και την παρακμή του παρελθόντος. Όλα αυτά τα χρόνια έγιναν πολλά, όσο κι αν δυσκολεύτηκαν οι promoters και οι καλλιτέχνες. Υπήρξε παραγωγή σε όλα τα επίπεδα της σκηνής». Βρίσκει κάτι αρνητικό; «Τα τελευταία χρόνια το Ιnstagram culture, το οποίο από εργαλείο επικοινωνίας έχει γίνει αυτοσκοπός, είναι κάτι που διαβρώνει κατά τη γνώμη μου την εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει πολύς κόσμος που το αναγνωρίζει αυτό και το διαχειρίζεται ανάλογα».
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα δράσεων του ACADDEMIA και το πλήρες lineup του ADD επισκεφθείτε το addfestival.gr.