Δεν ξέρω τι θα έλεγαν ο ντετέκτιβ Μάικλ Χάντσον, πρωταγωνιστής του τελευταίου του βιβλίου, ή ο μαύρος συνάδελφός του Ντέρεκ Σπένσερ –από τους προσφιλείς λογοτεχνικούς ήρωες του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα‒ για την υπόθεση Τζορτζ Φλόιντ που συγκλόνισε την Αμερική, εντούτοις το τραγικό αυτό συμβάν δεν είχε κανένα «μυστήριο» προς διαλεύκανση: ήταν μια καθαρή, αργή, σαδιστική δολοφονία ενός άοπλου και ήδη ακινητοποιημένου Αφροαμερικανού από αστυνομικό εν υπηρεσία, και μάλιστα σε ζωντανή μετάδοση.
Για τον Τζορτζ Πελεκάνο δεν είναι ασυνήθιστο να τοποθετεί μαύρους χαρακτήρες στα βιβλία και στα σενάριά του, όχι μόνο λόγω των βιωμάτων, των μνημών, των ιστορικών του ενδιαφερόντων και των κοινωνικών του ευαισθησιών αλλά και επειδή το μεγαλύτερο από τα τρία υιοθετημένα παιδιά που μεγάλωσε με τη σύζυγό του Έμιλι είναι επίσης μαύρος (βραζιλιάνικης καταγωγής), συμμετείχε δε στις πρόσφατες διαδηλώσεις στην Ουάσινγκτον προς ανησυχία –αλλά και κρυφή περηφάνια– του πατέρα του, ο οποίος ήταν επίσης παρών στα γεγονότα, έστω ως παρατηρητής.
Για τον Τζορτζ Πελεκάνο, τον μεγαλύτερο εν ζωή συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, όπως τον έχει αποκαλέσει ο Στίβεν Κινγκ («Ο βασιλιάς του πεζοδρομίου», «Η σαρωτική έκρηξη», «Φλεγόμενη Πόλη», «Το αδιέξοδο», «Στους δρόμους της βίας» και άλλα, μέχρι το πιο φρέσκο «Ο άνδρας που επέστρεψε»), καθώς επίσης επιτυχημένο σεναριογράφο και τηλεοπτικό παραγωγό («The Wire», «Treme», «The Pacific», «The Deuce»), ήταν μια εξέγερση που «όφειλε να γίνει» και που μπορεί να «εκβιάσει» θετικά τις εξελίξεις.
Ο ρατσισμός, «που έχει ιστορία 150 χρόνων σε αυτήν τη χώρα», οι φυλετικές διακρίσεις, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, το «περιθώριο», η υποκρισία και η διαφθορά της εξουσίας είναι άλλωστε από τα προσφιλή του θέματα, ενώ και οι ήρωές του, καθημερινοί άνθρωποι με αγωνίες και πάθη, ξεφεύγουν συνήθως από το μανιχαϊστικό δίπολο καλός-κακός.
Oι ΗΠΑ είναι ένα πείραμα διαρκείας. Ο Τραμπ πρόκειται να χάσει στις εκλογές του Νοεμβρίου και ο Μπάιντεν θα κληρονομήσει μια κατεστραμμένη οικονομία, το συνεχιζόμενο φυλετικό χάσμα και μια επίμονη υγειονομική κρίση. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε.
Από την αστυνομική λογοτεχνία και δραματουργία περάσαμε στην αστυνομική αυθαιρεσία και από κει στη φτώχεια και τις ανισότητες, καθώς «υπάρχει στη χώρα αυτή ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες... Τα εμπόδια που τίθενται στους ανθρώπους που γεννιούνται στην ανέχεια και πρέπει να ξεπεράσουν το βάρος της φυλής και της τάξης τους είναι σχεδόν ανυπέρβλητα». Ο ίδιος, λέει, είναι ένα παράδειγμα κάποιου που κατάφερε το ταξικό άλμα, όμως ποτέ δεν θα βγει να πει «εγώ το έκανα, εκείνοι γιατί να μην μπορούν;».
Μιλήσαμε επίσης για τις προσεχείς αμερικανικές προεδρικές εκλογές, την οπλοκατοχή (με την οποία συμφωνεί, αλλά υπό αυστηρές προϋποθέσεις), για την ελληνοαμερικανική παροικία και, φυσικά, για την «ειδικότητά» του, το έγκλημα και τις αιτίες του, που ναι μεν είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικο-οικονομικές ή/και ψυχολογικές, πλην όμως «υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στην ανθρώπινη φύση που πιστοποιεί ότι το έγκλημα θα είναι πάντα μαζί μας... υπάρχει γνήσιο κακό σε αυτόν τον κόσμο».
— Ο κύριος χαρακτήρας στον «Άντρα που επέστρεψε», πρώην φυλακισμένος, επιστρέφει σε μια πόλη που δύσκολα αναγνωρίζει και αμφιταλαντεύεται αν θα πάρει τον σωστό ή τον λάθος δρόμο. Έχει να κάνει με το αιώνιο ερώτημα μεταξύ προκαθορισμού και ελεύθερης βούλησης;
Είναι σαφές ότι ο Μάικλ Χάντσον, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, παίρνει τελικά ο ίδιος τις κρίσιμες αποφάσεις που καθορίζουν το πεπρωμένο του. Βασίζεται στην προσωπική του αίσθηση ηθικής και στην υποστήριξη των ανθρώπων γύρω του, αντλεί επίσης έμπνευση από τα βιβλία που διαβάζει. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ναι, πιστεύω πως οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να αλλάξουν κι αυτό είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα περισσότερα βιβλία μου.
— Πώς ξεκινήσατε όμως να γράφετε ιστορίες με ντετέκτιβ;
Αρχικά, φιλοδοξούσα να γίνω σκηνοθέτης, ένας καθηγητής μου, όμως, στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ με έκανε να ανακαλύψω την κλίση μου αυτή. Εκεί κιόλας μυήθηκα στον Ρέιμοντ Τσάντλερ, στον Μίκι Σπιλέιν και άλλους «μετρ» του είδους. Είδα εξαρχής την αστυνομική λογοτεχνία ως λαϊκή λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή κανείς δεν έγραφε για τη σύγχρονη πραγματικότητα της Ουάσινγκτον, αποφάσισα λοιπόν να το κάνω εγώ μέσα από ιστορίες για ντετέκτιβ και παρανόμους.
— Η Ουάσινγκτον, γενέθλια πόλη σας και συνηθισμένο σκηνικό των ιστοριών σας, διανύει, νομίζω, όπως και η χώρα ολόκληρη, μια πολύ δύσκολη χρονιά.
Για μένα είναι ακόμα δυσκολότερη, καθώς είχα και μια προσωπική απώλεια. Αλλά, ναι, ενώ η πανδημία είναι ακόμα εδώ, είχαμε και το ξέσπασμα μιας ακόμα φυλετικής διαμάχης – μιας διαμάχης που ουσιαστικά διεξάγεται εδώ και 150 χρόνια. Βρισκόμουν, ξέρετε, στο κέντρο της πόλης στη διάρκεια των ταραχών που ακολούθησαν τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, επειδή δεν μπορούσα να μείνω μακριά από τα γεγονότα ‒ δεν ανησυχούσα άλλωστε πολύ για τον εαυτό μου, καθώς είμαι ένας λευκός μεσήλικας. Ο μεγαλύτερος γιος μου, ο οποίος είναι μαύρος, είχε κατέβει από νωρίς στη διαδήλωση, κατά τη διάρκεια της οποίας αστυνομικοί τον κυνήγησαν και τον ψέκασαν με σπρέι πιπεριού. Ένας νεαρός Λατίνος γείτονάς μου, που είναι γιατρός, έσπευσε να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες σε θύματα αστυνομικής βίας και τον πυροβόλησαν με λαστιχένιες σφαίρες.
Η εξέγερση ήταν απαραίτητη, θα εξαναγκάσει σε αλλαγές, το έχει κάνει ήδη, πράγμα που έχει συμβεί και στο παρελθόν, όπως μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ήμουν τότε 11 χρονών και θυμάμαι την H Street δίπλα στο σπίτι μας και την 7η Οδό, όπου βρισκόταν το καφέ του πατέρα μου, στις φλόγες, με τα περισσότερα καταστήματα λεηλατημένα.
Τότε, βέβαια, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς γινόταν, όμως το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα προόδευσε πολύ στο μεταξύ και ο μέσος μαύρος έπαψε να είναι παθητικός δέκτης. Παρεμπιπτόντως, οι τωρινές διαδηλώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό ειρηνικές – γνωρίζουμε, πλέον, ότι πολλές από τις λεηλασίες και τις βίαιες επιθέσεις έγιναν από ξένα στοιχεία.
— Δεν σας εξέπληξε η έκταση που πήραν τη φορά αυτή οι αντιδράσεις; Φυσικά, ήταν μια εν ψυχρώ αστυνομική δολοφονία, αλλά φαίνεται ότι αυτός ο μαζικός ξεσηκωμός έχει βαθύτερα αίτια.
Όλη η τελευταία τετραετία με εξέπληξε και με λύπησε ταυτόχρονα. Υπήρξαν φασίζοντες δημαγωγοί κατά τη διάρκεια της ιστορίας, και όχι μόνο στην Αμερική. Αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι οι συμπατριώτες μου θα εξέλεγαν Πρόεδρο έναν τέτοιο άνθρωπο. Η μισή χώρα ψήφισε Τραμπ και –αν είναι δυνατόν!– ο τύπος αυτός εξακολουθεί να έχει υποστηρικτές.
Ο ρατσισμός, τώρα, δεν είναι κάτι καινούργιο στις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός εμφύλιος διεξήχθη όχι για ζητήματα κρατικής δικαιοδοσίας, όπως θρυλείται, αλλά επειδή στη Συνομοσπονδία (CSA) ήθελαν να συνεχίσουν να κατέχουν, να αγοράζουν και να πωλούν ανθρώπινα όντα. Η ανασυγκρότηση διήρκεσε μία δεκαετία και χρειάστηκε ένας αιώνας για να αρχίσουν να αποκτούν οι μαύροι πολιτικά δικαιώματα. Βέβαια, ως μια νέα σχετικά χώρα, οι ΗΠΑ είναι ένα πείραμα διαρκείας. Ο Τραμπ πρόκειται να χάσει στις εκλογές του Νοεμβρίου και ο Μπάιντεν θα κληρονομήσει μια κατεστραμμένη οικονομία, το συνεχιζόμενο φυλετικό χάσμα και μια επίμονη υγειονομική κρίση. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε.
— Τα βιβλία σας αλλά και δημοφιλείς σειρές των οποίων επιμεληθήκατε τα σενάρια, όπως το «Wire» παλιότερα και το «Deuce» πρόσφατα, εστιάζουν αρκετά στην αθέατη Αμερική, στον καθημερινό αγώνα για μια θέση στον ήλιο ανθρώπων όλων των φυλών και χρωμάτων.
Υπάρχει στη χώρα αυτή ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες. Τα εμπόδια που τίθενται σε όσους γεννιούνται στην ανέχεια και πρέπει να ξεπεράσουν το βάρος της φυλής και της τάξης τους είναι σχεδόν ανυπέρβλητα. Προσωπικά, ναι, είμαι ένα παράδειγμα ανθρώπου που κατάφερε αυτό το ταξικό «άλμα», όμως ποτέ δεν θα βγω να πω «εγώ το έκανα, εκείνοι γιατί να μην μπορούν;». Όχι, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ανίκανοι, χρειάζονται απλώς στήριξη. Υπάρχουν στο τραπέζι σοβαρές, επικαιροποιημένες προτάσεις για μέτρα ενίσχυσης που μπορούν να σταθούν αντίβαρο στις αμαρτίες του παρελθόντος. Νομίζω ότι είναι καιρός να το κάνουμε αυτό.
— Δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος γιος σας είναι μαύρος, νιώθετε πιο ανήσυχος γι' αυτόν σήμερα;
Πάντα ανησυχώ ως γονιός όταν οι γιοι μου κυκλοφορούν εκεί έξω, παρότι είναι πλέον ενήλικες ‒ σε κάποιον βαθμό νομίζω ότι θα ανησυχώ εσαεί. Είναι αυτό που σας είπα, ότι δηλαδή το ρατσιστικό ιδεολόγημα στην Αμερική έχει μακρά ιστορία πίσω του δεν πρόκειται να εξαφανιστεί ως διά μαγείας.
— Ως ένας συγγραφέας που παρακολουθεί τακτικά το αστυνομικό δελτίο και ενδιαφέρεται για την κοινωνική διάσταση της εγκληματικότητας, συμφωνείτε ότι η αστυνομική βία και βαρβαρότητα στις ΗΠΑ (και αλλού) έχει ξεφύγει και ότι οι ζωές των μαύρων ειδικά «κοστολογούνται» πολύ φτηνά;
Όλες οι στατιστικές επιβεβαιώνουν ότι ένας μαύρος έχει δυσανάλογα αυξημένες πιθανότητες να υποβληθεί σε έλεγχο, να συλληφθεί και να φυλακιστεί συγκριτικά με έναν λευκό. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι, επίσης, γεγονός ότι τόσο στο ζήτημα του ρατσισμού όσο και σε μια σειρά άλλα θέματα η αστυνομία χρειάζεται ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση και στη νοοτροπία. Οφείλει καταρχάς να αποστρατιωτικοποιηθεί. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να κατέχει η αστυνομία καθαρά πολεμικό εξοπλισμό και να διατηρεί σώματα τύπου SWAT.
— Θα υποστηρίζατε και την απαγόρευση της οπλοκατοχής;
Όχι, δεν είμαι καταρχήν ενάντια σε αυτό. Όσοι όμως θέλουν να αποκτήσουν άδεια οπλοκατοχής θα πρέπει να περνάνε από αυστηρές εξετάσεις για να αποδείξουν ότι είναι όντως ισορροπημένοι και αρκετά υπεύθυνοι ώστε να τους εμπιστευτεί κανείς ένα όπλο, ακριβώς όπως συμβαίνει με τα αυτοκίνητα και τις άδειες οδήγησης. Είναι, νομίζω, κοινή λογική.
— Η αστυνομική λογοτεχνία, όπως άλλωστε και οι αστυνομικές ταινίες, ήταν πάντα ένα είδος ιδιαίτερα δημοφιλές. Πώς το εξηγείτε;
Είναι απλό. Τα «παραδοσιακά» αστυνομικά βιβλία, όπως αντίστοιχα οι περισσότερες σχετικές ταινίες και σειρές, έχουν έναν φόνο στο πρώτο κεφάλαιο, ο οποίος επιλύεται στο τελευταίο. Οι άνθρωποι διαβάζουν αστυνομική λογοτεχνία και βλέπουν αστυνομικές ταινίες και σειρές επειδή θέλουν να νιώθουν καθησυχασμένοι ότι ο κόσμος όπου ζουν έχει κάποιο νόημα. Ένα έγκλημα εξιχνιάζεται, οπότε ο προσωπικός μας κόσμος είναι επίσης τακτοποιημένος. Αλλά μέχρι κάποιος να καταφέρει να αναστήσει τους νεκρούς, κανένας φάκελος που αφορά υπόθεση δολοφονίας δεν κλείνει ποτέ πραγματικά, σωστά;
— Έχετε σίγουρα υπόψη σας πολλά εγκλήματα. Ποιο από αυτά σας συγκλόνισε περισσότερο;
Υπήρχε μια υπόθεση εδώ, χρόνια πριν, όπου ένας άντρας πλήρωσε έναν επαγγελματία εκτελεστή για να σκοτώσει τον γιο του, ο οποίος ήταν ανάπηρος, με σκοπό να τον ξεφορτωθεί και να εισπράξει ταυτόχρονα την ασφάλεια που του είχε κάνει. Με είχε αναστατώσει για πολύ καιρό αυτή η ιστορία, το μυαλό μου αδυνατούσε να τη χωρέσει.
— Τι πιστεύετε, όμως, ότι θρέφει περισσότερο την εγκληματικότητα;
Εξαρτάται από το είδος της παράβασης ή του εγκλήματος για το οποίο μιλάμε. Είναι, άραγε, εγκληματίας κάποιος που πουλά π.χ. μαριχουάνα στους φίλους και στους γείτονές του, επειδή ο νόμος λέει ότι παρανομεί; Και τι γίνεται με τα πραγματικά σοβαρά εγκλήματα που διαπράττουν κράτη, κυβερνήσεις κ.λπ.; Όσον αφορά τη φτώχεια, τώρα, πιστεύω γενικά ότι αν έχεις ένα δολάριο στην τσέπη σου, δεν θα κοιτάξεις να αρπάξεις το δολάριο του διπλανού σου.
Θεωρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι γενικά καλοί. Οι περισσότεροι όμως, όχι όλοι. Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στην ανθρώπινη φύση που πιστοποιεί ότι το έγκλημα θα είναι πάντα μαζί μας, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, που μπορεί να το κοντρολάρουν αλλά όχι να το εξαφανίσουν. Ναι, υπάρχει γνήσιο κακό σε αυτόν τον κόσμο.
— Ισχύει ότι η ελληνοαμερικανική κοινότητα στις ΗΠΑ έχει συντηρητικοποιηθεί πλέον αρκετά, με αποτέλεσμα ένα υπολογίσιμο κομμάτι της να ανέχεται ή και να επιδοκιμάζει φυλετικές διακρίσεις;
Δεν εκπροσωπώ με κάποιον τρόπο τους Ελληνοαμερικανούς, ούτε μου πέφτει λόγος για το τι μπορεί να νιώθουν συλλογικά. Στη ζωή μου έμαθα, βέβαια, ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του τι λέω και του τι κάνω πραγματικά, όπως και μεταξύ του πόσο υποστηρίζω θεωρητικά μια ιδέα ή έναν σκοπό και του πόσο δραστηριοποιούμαι στην πράξη γι' αυτό. Θα πω αυτό: οι γενιές των γονιών και των παππούδων μου ήταν, κατά πλειοψηφία, προσκείμενοι στους Δημοκρατικούς του Ρούσβελτ.
Οι Ελληνοαμερικανοί, όπως και οι περισσότερες κοινότητες μεταναστών, περνούσαν δύσκολα οικονομικά και χάρη στο New Deal του 1933-1939 κατάφεραν να ορθοποδήσουν (όπως, άλλωστε, και πλήθος άλλοι Αμερικανοί) μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Καθώς οι Ελληνοαμερικανοί άρχισαν να ευημερούν, γίνονταν πιο συντηρητικοί και ολοένα περισσότεροι στράφηκαν στο ρεπουμπλικανικό κόμμα. Είναι στην ανθρώπινη φύση να θέλει να διατηρεί τα κεκτημένα της.
Δυστυχώς, η συντηρητική παράταξη στις ΗΠΑ επηρεάζεται έντονα από τους ευαγγελιστές και την Alt-Right και μέσα στους κόλπους της υπάρχουν πολλοί ρατσιστές. Άκουσα, ξέρετε, έναν μαύρο άνδρα σε ραδιοφωνική εκπομπή να λέει το εξής πολύ αληθινό: «Δεν είναι όλοι οι οπαδοί του Τραμπ ρατσιστές, όμως όλοι οι ρατσιστές ψήφισαν Τραμπ».
σχόλια