Ο ΕΛΛΗΝΟΑΥΣΤΡΑΛΟΣ Χρήστος Τσιόλκας πρωτοεμφανίστηκε το 1995, στα τριάντα του, μ’ ένα βιβλίο-ουρλιαχτό, το «Κατά μέτωπο» (Οξύ), όπου ακτινογραφούσε την ψυχή ενός νεαρού «μαυριδερού μετανάστη», έτοιμου να σκάσει από τις προσδοκίες των γονιών του, τις εκρήξεις της λίμπιντό του και τη σύγχυση της διπλής του ταυτότητας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το βιογραφικό του εμπλουτίστηκε με δύο βραβεία για το ανελέητο οδοιπορικό «στο αίμα και τα σκατά της Ιστορίας» που ήταν η «Νεκρή Ευρώπη» (Printa), και μ’ ένα βουνό διακρίσεων για το πολυφωνικό «Χαστούκι» (Ωκεανίδα), αυτό το ράπισμα στην κοινωνία του εγωκεντρισμού, του πολιτικά ορθού και της απληστίας, η εμπορική ακτινοβολία του οποίου ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφέρθηκε εις διπλούν στη μικρή οθόνη. Κι έπειτα, το 2013, ήρθε η σειρά του «Μπαρακούντα», που επίσης κυκλοφόρησε από την Ωκεανίδα σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου, λίγο πριν ο οίκος κλείσει οριστικά…
Η διεθνής αναγνώριση έφερε τον Χρήστο Τσιόλκα αντιμέτωπο με πρωτόγνωρα ερωτήματα –τι σημαίνουν τα βραβεία, σε ποιον απευθύνεται όταν γράφει, θ’ αντέξουν τα έργα του στον χρόνο;– κι ίσως γι’ αυτό δεν του πήρε πολύ χρόνο για ν’ αποφασίσει να εξερευνήσει μυθιστορηματικά το δίπολο επιτυχία-αποτυχία.
Άλλοι με την επιτυχία παραλύουν. Ο Τσιόλκας, πάντως, με το «Μπαρακούντα» στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Εδώ, ώριμος και τρυφερός όσο ποτέ, ζωντανεύει ένα παιδί της εργατικής τάξης που ετοιμαζόταν να γίνει Ολυμπιονίκης, ένα αγόρι που νόμιζε ότι θα κατακτήσει το σύμπαν κολυμπώντας, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι τ’ όνειρό του μπορεί και να μην επαληθευτεί. Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα; Πώς η οργή του μεταλλάσσεται σε μίσος τυφλό, καταστροφικό; Και τι οδύσσεια τον περιμένει μέχρι να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να επιστρέψει στην κοινωνία σαν «καλός άνθρωπος»;
![cover](/sites/default/files/inline-images/baracuda.jpg)
Με συνεχή πισωγυρίσματα στον χρόνο και καταφεύγοντας εναλλάξ στην πρωτοπρόσωπη και την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Τσιόλκας ξεδιπλώνει δεκάξι χρόνια από τη ζωή του Μπαρακούντα, όπως είναι το παρατσούκλι του Ελληνοσκωτσέζου ήρωά του, ακολουθώντας τον παντού: σε πισίνες και σε ωκεανούς, στην ταπεινή πολυπολιτισμική γειτονιά του, στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο που τον δέχτηκε υπότροφο, στη Γλασκώβη όπου θα ξενιτευτεί για ένα φεγγάρι ακολουθώντας τον εραστή του, ακόμα και στη φυλακή… Και στη διαδρομή, ανοίγεται όλη η βεντάλια των θεμάτων που τον έχουν απασχολήσει ως μυθιστοριογράφο, από τη μετανάστευση, τις ταξικές διαφορές και την αναζήτηση ταυτότητας, μέχρι το σεξ, την αξία της φιλίας και τα οικογενειακά δεσμά.
Η διεθνής αναγνώριση έφερε τον Τσιόλκα αντιμέτωπο με πρωτόγνωρα ερωτήματα –τι σημαίνουν τα βραβεία, σε ποιον απευθύνεται όταν γράφει, θ’ αντέξουν τα έργα του στον χρόνο;– κι ίσως γι’ αυτό δεν του πήρε πολύ χρόνο για ν’ αποφασίσει να εξερευνήσει μυθιστορηματικά το δίπολο επιτυχία-αποτυχία. Κι αν διάλεξε κολυμβητή για ήρωα, δεν ήταν μόνο επειδή κολυμπούσε κι ο ίδιος, αλλά επειδή «σε αντίθεση με τους συγγραφείς, οι αθλητές, έπειτα από κάθε αγώνα, ξέρουν αν κατέκτησαν την πρωτιά». Κάτι άλλο που επίσης συνειδητοποίησε ο Τσιόλκας ήταν ότι έχει ξεφύγει πια από την εργατική τάξη. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε τόση οικονομική άνεση κι αυτό ήταν που τον όπλισε να κάνει το άλμα και να μιλήσει με άλλο λεξιλόγιο για τις ταξικές διαφορές.
Πρωτότοκος γιος ενός ζεύγους από το Αγρίνιο και το Καρπενήσι που μετανάστευσε στη Μελβούρνη, ο Τσιόλκας θα θυμάται πάντα τη συμβουλή ενός συνταξιδιώτη του πατέρα του στο καράβι της ξενιτιάς, του «θείου Κώστα», όταν τον πήγε με το αμάξι του να γραφτεί στο πανεπιστήμιο. «Είμαστε πολύ περήφανοι για σένα, είσαι ο πρώτος από την οικογένεια που σπουδάζει», του είπε, δίνοντάς του ένα μπατσάκι, και συμπλήρωσε: «Να μην ξεχάσεις από πού έρχεσαι!».
Την ίδια εποχή, όμως, δέχτηκε άλλο ένα σπουδαίο μάθημα, από μια drag queen που έμελλε να πεθάνει από επιπλοκές που σχετίζονται με το ΑΙDS τη δεκαετία του ’80 και η οποία δεν ήθελε από εκείνον παρά μόνο τη φιλία του: «Δεν χρειάζεται να εγκλωβιστείς στην καταγωγή ή τη σεξουαλικότητά σου, μπορείς να επανεφεύρεις τον εαυτό σου, να γίνεις ό,τι θες!». Μ’ αυτές τις συμβουλές πορεύεται έκτοτε ο Τσιόλκας, όπως με διαβεβαίωνε σε συνέντευξή του το 2014.
Ο πατέρας του δεν είχε προχωρήσει πέρα από την Β΄ Δημοτικού. Ωστόσο, «ήταν καταπληκτικός αφηγητής κι ήθελε τα παιδιά του να μάθουν γράμματα. Με το που πήγα στο σχολείο κι άρχισα να μαθαίνω αγγλικά –ως τα πέντε μου δεν τα μιλούσα καθόλου– κάθε βδομάδα μου αγόραζε δύο βιβλία, πότε Χάρολντ Ρόμπινς, πότε Ίνιντ Μπλάιτον, πότε Ντίκενς, ανάκατα, κι όπως χανόμουν στο νερό κολυμπώντας, έτσι χανόμουν από μικρός και στις λέξεις, διαβάζοντας». Αργότερα, βέβαια, έκανε τις δικές του επιλογές –Ζενέ, Ντοστογιέφσκι, Καζαντζάκη, Τολστόι, Μαρκ Τουέιν, Καβάφη, Κάρσον ΜακΚάλερς, Μέιλερ, Τσαχτσή, Φίλιπ Ροθ– και τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω του άσκησαν οι σύγχρονοι Αμερικανοί πεζογράφοι με τους οποίους επικοινώνησε ενστικτωδώς στην εφηβεία του.
Στο «Μπαρακούντα» υπάρχουν άφθονες λογοτεχνικές αναφορές. Στην ολιγόμηνη φυλάκισή του, ο πρωταγωνιστής θα βρει σωτήριο καταφύγιο στην ανάγνωση, βιώνοντας παράλληλα και την πρώτη ομοφυλοφιλική του εμπειρία. Ομολογημένα γκέι κι ο ίδιος, ο Τσιόλκας, όπως και ο ήρωάς του, βρήκε από τους γονείς του κατανόηση. «Στην αρχή ντρεπόμουν να τους ανοιχτώ. Με τον καιρό όμως κατάλαβα ότι η ντροπή τους ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη δική μου. Εγώ είχα διαφυγές –την αυτονομία μου, τα βιβλία, το σινεμά–, ενώ εκείνοι δεν είχαν τίποτε…».
Θα ήθελε, άραγε, ν’ αποκτήσει παιδιά; Είναι ένα θέμα που θίγεται άμεσα στο «Μπαρακούντα». «Τα παιδιά θέλουν αφοσίωση κι εγώ παραείμαι αφοσιωμένος στα γραπτά μου. Αρκούμαι στην ιδιότητα του θείου. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα».