ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ: ΛΟΝΔΙΝΟ. Ημερομηνία γεννήσεως: 11 Φεβρουαρίου 1915. Ύψος: 1,80. Μάτια: καστανά. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: κανένα. Επάγγελμα: φοιτητής. Το διαβατήριο σφραγίστηκε μια βροχερή μέρα του Δεκέμβρη του 1933, κι ο κάτοχός του το έχωσε στην τσέπη, ήσυχος ότι τ’ όνειρό του μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Το σχέδιο είχε ξεδιπλωθεί μπροστά του «με την εντέλεια και τη γρηγοράδα γιαπωνέζικου χαρτολούλουδου σε ποτήρι». Θ’ άλλαζε σκηνικό. Θα εγκατέλειπε την Αγγλία και θα σεργιάνιζε πεζός στην Ευρώπη σαν αλητάκος, σαν περιπλανώμενος καλόγερος, σαν φτωχός προσκυνητής. Για το ατίθασο αγόρι που άκουγε στ’ όνομα Πάτρικ Λι Φέρμορ ο δρόμος για την ελευθερία ήταν ανοιχτός.
Μισόν αιώνα αργότερα, το 1978, ο συγγραφέας της «Ρούμελης» και της «Μάνης», ο ξένος που έγινε δικός μας διαφημίζοντας την Ελλάδα όσο ελάχιστοι, βάλθηκε να δημοσιεύσει σταδιακά το χρονικό του νεανικού οδοιπορικού του, αρχής γενομένης μ’ ένα βιβλίο που η κριτική χαρακτήρισε «τουλάχιστον αριστούργημα», το «Α time of gifts». Και το 2004, λίγο πριν ο ίδιος συμπληρώσει τα ενενήντα, μπόρεσε να το δει τυπωμένο και στη γλώσσα μας ως «Η εποχή της δωρεάς» (μτφρ. Μ. Βοσταντζή, Μεταίχμιο).
Η ασίγαστη περιέργεια και η δίψα για περιπέτεια αναδύονται απ’ όλο τον βίο του Πάτρικ Λι Φέρμορ (1915-2011). Πάντι για τους φίλους του, Μιχάλης για τους συναγωνιστές του στην Κρήτη την περίοδο της αντίστασης, Παντελής για τους συντοπίτες του στην Καρδαμύλη, όπου επέλεξε να εγκατασταθεί, αντί της στρατιωτικής σταδιοδρομίας για την οποία τον προόριζαν, θέλησε να ζήσει σαν μυθικός ήρωας. Εξοπλισμένος με μια φθαρμένη χλαίνη και μια μαγκούρα από ξύλα φλαμουριάς, έναν υπνόσακο που γρήγορα θα έχανε, μπλοκ, μολύβια, γόμες και μια παλιά ποιητική ανθολογία της Οξφόρδης, που επίσης θα έκανε γρήγορα φτερά, διέσχισε στα δεκαοκτώ του τη Μάγχη κι έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτός, που έμελλε να διακριθεί ως ένας από τους πιο προικισμένους και ρομαντικούς ταξιδιωτικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, μεγάλωσε «σαν χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι».
Δεν χρειαζόταν καν να κοιτάξει τον χάρτη πριν ξεκινήσει: «Ο νους μου έβλεπε δύο μεγάλα ποτάμια να οριοθετούν τη διαδρομή μου. Το πρώτο, ο Ρήνος, ξετύλιγε τα νερά του ως τις Άλπεις, που τις ακολουθούσαν η λυκοτρόφα κορυφογραμμή των Καρπαθίων και οι οροσειρές των Βαλκανίων. Κι εκεί στο τέρμα των μαιάνδρων του άλλου ποταμού, του Δούναβη, η Μαύρη Θάλασσα άρχιζε ν’ απλώνει το μυστηριακό κι ασύμμετρο σχήμα της». Ούτε για τον τελικό προορισμό του αμφέβαλλε: «Ο εξαϋλωτικός ορίζοντας της Κωνσταντινούπολης κεντούσε με λεπτούς κυλίνδρους και ημισφαίρια τη θαλασσινή καταχνιά. Πιο πέρα, το όρος Άθως όρθωνε τις κορυφές του. Και το ελληνικό αρχιπέλαγος σκόρπιζε αχνάρια από κυνηγητό νησιών στην απεραντοσύνη του Αιγαίου»…

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ φλέρταρε με την ιδέα να στρατολογήσει έναν σύντροφο, αλλά την εγκατέλειψε: «Κατά βάθος ήξερα πως η επιχείρηση έπρεπε να είναι μοναχική και η ρήξη απόλυτη. Ήθελα να στοχαστώ, να γράψω, να αργοπορήσω ή να επιταχύνω το βήμα σύμφωνα με το κέφι μου, χωρίς περισπασμούς, ν’ ατενίσω τα πράγματα με καινούργια μάτια, ν’ αφουγκραστώ γλώσσες που να μην τις σπιλώνει ούτε μια γνωστή λέξη». Δεν θα 'παιρνε τον δρόμο της επιστροφής πριν από τον Ιανουάριο του '37, «διάστημα που αργότερα μου φάνηκε ολόκληρη ζωή», όπως γράφει. Κι ήταν πια, σαν τον Οδυσσέα, γεμάτος εμπειρία και γνώση, εντελώς μεταμορφωμένος από το ταξίδι του.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Φέρμορ πέρασε στην Ελλάδα και περιπλανήθηκε στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Στερεά και τα νησιά, μαθαίνοντας τις παραδόσεις και τη γλώσσα της χώρας που θα γινόταν η δεύτερη πατρίδα του. Με το που ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στην Αγγλία για να καταταγεί στην ιρλανδική φρουρά. Το 1941, εντούτοις, το υπουργείο Πολέμου τον έστειλε στο αλβανικό μέτωπο ως σύνδεσμο, αξιωματικό στον ελληνικό στρατό.
Επί γερμανικής κατοχής, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε δυο χρόνια περίπου στα βουνά της Κρήτης, οργανώνοντας ομάδες ανταρτών, καθώς και την αιχμαλωσία και απαγωγή του Γερμανού διοικητή, στρατηγού Κράιμπε. Ένα κατόρθωμα για το οποίο ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ γραμμή, αλλά διαδόθηκε μέσω του βιβλίου «Met by moonlight» που έγραψε ο υπαρχηγός της ομάδας του Στάνλεϊ Μος, και της ομώνυμης ταινίας όπου τον Φέρμορ ενσαρκώνει ο Ντερκ Μπόγκαρτ.

Με μια επιστολή στον φίλο του Ζαν Φίλντινγκ, συμπολεμιστή του στις πλαγιές του όρους Κέντρος, ξεκινά ο Φέρμορ την «Εποχή της δωρεάς»: «Πραγματικά η αδιαφορία για τη ρυπαρότητα των σπηλαίων και η άμεση αντίδραση στον κίνδυνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα πιο κατάλληλα εφόδια για να επιβιώσει κανείς στην κατεχόμενη Κρήτη», του γράφει. «Εκείνο ωστόσο που μας είχε κυριολεκτικά φυτέψει στον νησιώτικο ασβεστόλιθο ήταν –πράγμα παράδοξο για τον σύγχρονο πόλεμο– η επιλογή του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία όπου είχαμε φοιτήσει»…
Το παραπάνω γράμμα συνιστά κι ένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό κείμενο για τα παιδικά χρόνια του Φέρμορ. Πριν καταπιαστεί με την αφήγηση του οδοιπορικού του στην Ολλανδία (οικεία ως τότε στα μάτια του από τα έργα των ζωγράφων της), στη Γερμανία (με τις πόλεις πλημμυρισμένες από εθνικοσοσιαλιστικές σημαίες και την ύπαιθρο, δέκα μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, βυθισμένη σ’ έναν «αποσβολωμένο εφησυχασμό»), στα «σκυφτά, με τη νυσταλέα χάρη του μπαρόκ» κάστρα του Δούναβη, στην αυτοκρατορική Βιέννη, στη χιονισμένη Πράγα και στην ουγγρική μεθόριο, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ μας προσφέρει μια εξίσου σαγηνευτική αυτοπροσωπογραφία του, επίσης γενναιόδωρη σε λογοτεχνικές, εικαστικές και ηθογραφικές αναφορές.
Αυτός, που έμελλε να διακριθεί ως ένας από τους πιο προικισμένους και ρομαντικούς ταξιδιωτικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, μεγάλωσε «σαν χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι». Αμέσως μετά τη γέννησή του, η μητέρα του και η αδελφή του μπάρκαραν για την Ινδία, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ήδη ως υπάλληλος της αποικιακής κυβέρνησης, αφήνοντας τον ίδιο πίσω «ώστε να σωθεί ένα τουλάχιστον μέλος της οικογένειας, αν τύχαινε να βυθιστεί το πλοίο τους από εχθρικό υποβρύχιο». Κι ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, ζούσε μαζί με μια «καλοσυνάτη και απλοϊκή οικογένεια» σ’ ένα σκηνικό από «αχυραποθήκες, θημωνιές και νεράγκαθα», μια δεξαμενή «αμέριστης κι ανόθευτης χαράς» στις κατοπινές του αναμνήσεις.

«Φαίνεται πως εκείνα τα χρόνια με είχαν κάνει ανεπίδεκτο σε κάθε είδους πειθαναγκασμό», εξομολογείται ο Φέρμορ. Οι πρώτες του σχολικές εμπειρίες κατέληξαν σε πανωλεθρία. Στα δέκα του, και χάρη στη συμβουλή ψυχιάτρου, οι δικοί του τον έστειλαν σ’ ένα πρωτοποριακό ειδικό σχολείο, όπου δάσκαλοι και συμμαθητές συναγωνίζονταν ποιος θα είναι ο πιο εκκεντρικός. Εν μέσω σκανδάλων το ίδρυμα έκλεισε και ο ίδιος ένιωσε σαν ξεριζωμένος από τα λημέρια του Ρομπέν των Δασών. Λάτρης του Σαίξπηρ και του Αριστοφάνη, άριστος στα αρχαία, στα λατινικά, στη γεωγραφία και στα γαλλικά, ο κολεγιόπαις πια Πάτρικ έβλεπε στο περιοδικό του σχολείου τους «αδέξιους και μιμητικούς στίχους» του να ξεχύνονται «κρουνηδόν σαν εκτόπλασμα», ενώ ο ίδιος πρωτοστατούσε στη λογομαχία και στην υποκριτική.
Ο Φέρμορ ανακαλεί την εικόνα ενός εφήβου ασυνήθιστα ενεργητικού και ανήσυχου, που έφτανε συχνά στην απόλυτη σύγχυση. Τα κλεφτά ραντεβού του με την κόρη ενός μανάβη τού κόστισαν την οριστική αποβολή του από το κολέγιο. Η ιδέα μιας καριέρας στον στρατό άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Αντί όμως να συγχρωτίζεται με τους συμβατικούς υποψήφιους ευέλπιδες, προτιμούσε την παρέα ανθρώπων ωριμότερων, ανορθόδοξων, μποέμ. Και από τη στιγμή που άνθησε μέσα του η επιθυμία της φυγής, τίποτε δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Το οδοιπορικό στην Ευρώπη φάνταζε στα μάτια του ως η ιδανική πρώτη ύλη για τον συγγραφέα που φιλοδοξούσε να γίνει.