«ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΗ είναι πως ένας ανύπαντρος άντρας με μεγάλη περιουσία πρέπει να ψάχνει για σύζυγο». Η πρώτη πρόταση από το βιβλίο Υπερηφάνεια και Προκατάληψη της Τζέιν Όστεν θεωρείται μία από τις καλύτερες που έχουν γραφτεί ποτέ. Ψάχνοντας λίγο το γιατί, βρήκα ότι οι «New York Times» την αποκαλούν «μπανάλ» και αισθάνθηκα προσωπικά θιγμένη, περίπου σαν να με είχαν αποκαλέσει «βλάχα» ή, όπως λέγεται τώρα πια, «βασικιά». Πέρα από τη λεπτή ειρωνεία της πρότασης (ποιος ανύπαντρος άντρας με καλή περιουσία θα έψαχνε ενεργά για μια σύζυγο, ειδικά την εποχή της Όστεν;), κατέληξα πως αυτή η πρόταση είναι μια τρομερά επιτυχημένη παγίδα: υπόσχεται πολλά, θέλεις να διαβάσεις και να μάθεις κι άλλα.
Ξεκίνησα να (ξανα) ψάχνω την Όστεν όταν αποφάσισα να διαβάσω –πάλι– την Έμμα». Το αντίτυπο που έχω είναι μια παλιά έκδοση του Καστανιώτη από το 1989 με καταπληκτικό εξώφυλλο που θυμίζει κομμένο πίνακα του Μοντιλιάνι. Το βιβλίο το διάβασα έφηβη σε κάποιο τριήμερο με τους γονείς μου στο Πήλιο και σίγουρα το ξαναδιάβασα ως φοιτήτρια. Δεν θυμάμαι αν το έχω πιάσει στα χέρια μου από τότε.
O κόσμος μοιάζει τρομακτικός, σαν μια καρφίτσα που αιωρείται στο σύμπαν. Όλα απαιτούν την προσοχή μας τώρα, τώρα, τώρα, το απόλυτο ζητούμενο είναι να καταναλώνουμε ταξίδια, σερβιέτες, πεπόνι, απορρυπαντικά και μετά να παράγουμε περιεχόμενο που υμνεί την κατανάλωσή μας.
Καμιά φορά, όταν ξαναδιαβάζεις ένα κλασικό βιβλίο μετά από χρόνια, αναρωτιέσαι για ποιον λόγο είχες ενθουσιαστεί τόσο (συγγνώμη, Μίλαν Κούντερα, σε σένα αναφέρομαι). Συνήθως όμως θυμάσαι τι ήταν αυτό που σε είχε συνεπάρει ή ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο. Στην περίπτωση της Όστεν πάντα μου κάνει εντύπωση πόσο παρεξηγημένη είναι. Πολύς κόσμος (κυρίως όσοι τη γνωρίζουν από τις άπειρες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές μεταφορές των έργων της) την αντιλαμβάνεται ως τη μητέρα του ρομαντικού μυθιστορήματος, ενώ στην πραγματικότητα υπονομεύει με μοναδική λεπτότητα το τελετουργικό του ρομάντσου και του γάμου, ενώ σε όλα της τα μυθιστορήματα υπάρχει έντονο το ταξικό στοιχείο. Η γραφή της έχει μια υπέροχη, ανεπαίσθητη ειρωνεία, οι χαρακτήρες της είναι αριστοτεχνικά χτισμένοι. Τα βιβλία της είναι σχεδόν αστεία – δε γελάς δυνατά, αλλά χαμογελάς.
Το 2025 γιορτάζουμε 250 χρόνια από τη γέννησή της. Διάβασα λίγο για τις εκδηλώσεις που ετοιμάζουν οι Άγγλοι για την επέτειο: εκθέσεις, θέατρο του δρόμου, διαδρομές σε αξιοθέατα που είχε επισκεφτεί στη ζωή της, πικνίκ, χοροί με ρούχα εποχής.
Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές οι ειδήσεις από τη Βόρειο Αμερική θυμίζουν δυστοπικό κόμικ: ο κακός δισεκατομμυριούχος που αποκτά εξουσία χωρίς να τον έχει ψηφίσει κανείς, ένας ημιπαράφρων ηλικιωμένος Προέδρος με κόκκινο καπελάκι που κάθε μέρα παίρνει όλο και πιο απίστευτες αποφάσεις και ένα οργισμένο πλήθος έτοιμο για αίμα. Δεν θα μιλήσω καν για την ορκωμοσία, της οποίας η σημειολογία έμοιαζε με μοχθηρό κουκλοθέατρο. O ναζιστικός χαιρετισμός του Έλον Μασκ, η σειρά των παραταγμένων δισεκατομμυριούχων στην πρώτη γραμμή, τα λόγια του Τραμπ.
Σε αυτό το κλίμα το να διαβάζεις κλασική λογοτεχνία είναι σχεδόν επαναστατική πράξη. O κόσμος μοιάζει τρομακτικός, σαν μια καρφίτσα που αιωρείται στο σύμπαν. Όλα απαιτούν την προσοχή μας τώρα, τώρα, τώρα, το απόλυτο ζητούμενο είναι να καταναλώνουμε ταξίδια, σερβιέτες, πεπόνι, απορρυπαντικά και μετά να παράγουμε περιεχόμενο που υμνεί την κατανάλωσή μας. To να διαβάζει κανείς λογοτεχνία του 19ου αιώνα, σελίδες ολόκληρες με περιγραφές θάμνων και δέντρων που περιέχουν λέξεις όπως «πρασιά» και «θύσανος», και κυρίως με υπαινικτική γραφή, χωρίς τα πάντα να αφορούν μια αγωνιώδη κυριολεξία, είναι μια επανάσταση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.