ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΩ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι βέβαιος αν το είχα διαβάσει στην ολότητά του πριν από δεκαετίες, τότε που δοκίμαζα συχνά να αναμετρηθώ με τέτοια «μεγάλα βιβλία» (πολλές αποτυχημένες προσπάθειες και αρκετές που ευτύχησαν).
Και τώρα, να, ήρθε αυτό που μου φαίνεται πως απουσίαζε στη νεανική ανάγνωση. Η πραγματική απόλαυση. Και η ξεχασμένη τεχνική της σκόπιμης παράτασης για να μην τελειώσει πρόωρα το βιβλίο. Αναρωτιέμαι γιατί τώρα, γιατί δηλαδή αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που έγραψε τις προάλλες εδώ στη LiFO η Δέσποινα Τριβόλη με αφορμή την Τζέιν Όστεν και τη σημασία της κλασικής λογοτεχνίας; Μετράει δηλαδή το γεγονός πως ζούμε σοκ, πολιτικές ψυχρολουσίες, μεγάλες δόσεις γελοιότητας και φρίκης στα δημόσια σκηνικά; Οφείλουμε, έστω εμμέσως, στους τραμπικούς και στα υπόλοιπα, τη νεοσφυραλατημένη ευγνωμοσύνη μας στην Όστεν, στον Τόμας Μαν ή στον Φλομπέρ;
Ενδεχομένως να παίζει το εφέ της συγκυρίας. Τα κυρίαρχα ρεύματα εκεί έξω φτιάχνουν ένα μείγμα ιμπεριαλιστικής αναισχυντίας, θρασυμανούς ινφλουενσερισμού, χαζού τεχνολογικού φετιχισμού και άφθονης ακροδεξιάς αυτοπεποίθησης που την ενισχύει η κούραση των κοινωνικών αγώνων και η ιδιώτευση μεγάλου μέρους των κοινωνιών.
Τι θα είχαν να συζητήσουν σήμερα σε ένα σανατόριο σαν το Μπέργκχοφ οι ασθενείς, δηλαδή εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα;
Όλο αυτό το πλέγμα μπορεί να βρίσκεται πίσω και από τη δική μας (κάποιων δηλαδή) στρατηγική ήπιου αναχωρητισμού: ας πούμε, κλασικό μυθιστόρημα, «ιστορικές» ηχογραφήσεις, περιήγηση σε συναυλιακές, θεατρικές, εικαστικές κορυφές του υψηλού μοντερνισμού, πριν υπάρξει αυτό που ο Καστοριάδης αποκάλεσε άνοδο της ασημαντότητας. Έτσι, εκ του προχείρου, θα μπορούσα να εξηγήσω και στον εαυτό μου γιατί τώρα πιάνει με αδημονία το συγκεκριμένο μυθιστόρημα (και κάποια άλλα) και το αναζητάει, ανάμεσα στα άλλα σκορπίσματα της μέρας.

Thomas Mann, Το Μαγικό Βουνό, μτφρ.: Θοδωρής Παρασκευόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο
Είναι λοιπόν μια επιλογή απόδρασης κι αυτή, ανάλογη και ομόλογη με το καταγεγραμμένο φαινόμενο της υπερκατανάλωσης εκδηλώσεων και παραστάσεων που αρέσει σε πιο εξωστρεφείς άλλους; Θα πει κανείς όμως, γιατί να ψιλοαναλύουμε έτσι τις απολαύσεις μας, γιατί να τις περνούμε από το φίλτρο λογικών εξηγήσεων που στο κάτω-κάτω δεν βοηθούν σε κάτι; Αρκεί που υπάρχουν αυτές οι απολαύσεις και διαπερνούν το κέλυφος της μέρας και δημιουργούν ένα δεύτερο στρώμα λόγων και αισθήσεων πάνω στο σώμα των επικυρωμένων γεγονότων και των παγερών ειδήσεων.
Πιστεύω όμως επιπλέον πως έχω βρει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα έναν ιδιαίτερο λόγο για να «καθηλωθώ». Πέρα από τους γενικούς λόγους, υπάρχει πάντα μια ειδική απόχρωση πρόσδεσης και έλξης. Στο «Μαγικό Βουνό» ο νεαρός μηχανικός-ναυπηγός Χανς Κάστορπ ανακαλύπτει όχι μόνο κάποια ξεχωριστά πρόσωπα αλλά μια σύγκρουση ιδεών για την ψυχή του μοντέρνου κόσμου. Στο σανατόριο Μπέργκχοφ των ελβετικών Άλπεων ο Τόμας Μαν αναστοχάζεται τις δυνατότητες ενός άρρωστου κόσμου. Ποιος θα κερδίσει τελικά από τη διάβρωση των σωμάτων, την κατάρρευση των βεβαιοτήτων, την ηθική αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού «αστικού πνεύματος»; Είναι λοιπόν βιβλίο που προλογίζει κάποιες από τις συγκρούσεις του εικοστού αιώνα, επιλέγοντας να απομονώσει τους ήρωές του σε έναν τόπο όπου η θεραπεία αποδεικνύεται τελικά αδύνατη ή σπάνια.
Τι θα είχαν να συζητήσουν σήμερα σε έναν αντίστοιχο χώρο οι ασθενείς, δηλαδή εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα; Τότε υπήρχε η μεγάλη μάχη μεταξύ προοδευτικού ορθολογισμού και μηδενιστικού σκεπτικισμού, μεταξύ διαφωτισμού και αντιδιαφωτισμού. Τώρα μπορούμε να συμφωνήσουμε πως οι όροι και οι συνθήκες των διλημμάτων –και των κάθε είδους συγκρούσεων– έχουν γίνει πιο περίπλοκοι και αστάθμητοι.
Οι άξονες της κλασικής νεωτερικότητας εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά με μεγάλες παραμορφώσεις, με παράξενες μεταλλάξεις και αλλοιώσεις. Ποιος χαρακτήρας θα μπορούσε σήμερα να στηρίξει πειστικά ένα διαφωτιστικό, προοδευτικό κοσμοείδωλο σαν αυτό του Ιταλού Σετεμπρίνι στο «Μαγικό Βουνό»; Και τι θα ήταν σήμερα ένας Νάφτα, ένας σκεπτικιστής και δύσθυμος αντιορθολογιστής; Θα μπορούσε να σταθεί λογοτεχνικά ή θα εμφανιζόταν σαν φιγούρα ενός digital μηδενισμού του συρμού;
Αν κάτι, έτσι, με αγγίζει πιο πολύ σε αυτό το βιβλίο, είναι το ότι χειρίζεται τις ιδέες μέσα από ένα πρίσμα σωματικό. Η αρρώστια των ενοίκων του σανατορίου τούς μετατρέπει σε σκέτα σώματα, λέει σε κάποιο σημείο ο αφηγητής. Η αρρώστια είναι εμποδισμένος και απωθημένος έρωτας, εξηγεί ο γιατρός Κροκόφσκι στη διάλεξή του προς τους ασθενείς, μιλώντας τους «σε ποιητικό και λόγιο στυλ».
Ένα μυθιστόρημα ιδεών που περνούν μέσα από την οδύνη των σωμάτων, το παιχνίδι των βλεμμάτων και την ατμόσφαιρα πραγματικών διαλόγων, αυτό πιστεύω πως κερδίζει τελικά τον αναγνώστη ή τουλάχιστον τον αναγνώστη που έγινα εγώ στα εξήντα μου.